Новогреческий словарь
υποεποχή
υποεποχή
η геол.
возраст
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возраст
? —
υποεποχή
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποεποχή
? — возраст
#
(ново)греческий словарь
—
Λεττονός
—
ραφιγράφος
—
βρογχικά
—
ομολογήσιμος
—
μετριοπαθώς
—
συνομιλητής
—
φτωχοποιούμαι
—
απόσωσμα
—
καταμηνύω
—
αμετάστροφος
—
πεζοπορία
—
πουδρίτσα
—
σωματομετρία
—
αδιαβατικός
—
καταπληκτικά
—
σύγγραμμα
—
μεταναστεύω
—
πέσιμο
—
ηώλιθος
—
αγαθοεργώ
—
λεμβούχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве