Новогреческий словарь
εκάην
εκάην
αόρ. от καίομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκάην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απόπατος
—
αναδιπλωμένος
—
συμμέτρηση
—
παρανομασία
—
κωλοβρέχτης
—
Γερμανός
—
πούλημα
—
υπερώνυμο
—
χορτασμένος
—
αβέρτος
—
μορφογονία
—
καψύλιο
—
πρεσβεία
—
μετοικισμός
—
οφθαλμός
—
εργατικός
—
μισακάρης
—
φιλοπονία
—
ραγκού
—
ποιμνιοβοσκή
—
ημισφαίριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,