Новогреческий словарь
κλιμακτηρικος
κλιμακτηρικ|ος
климактерический
;
~ή περίοδος — климакс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
климактерический
? —
κλιμακτηρικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλιμακτηρικος
? — климактерический
#
(ново)греческий словарь
—
πηλοβασία
—
καρβουνέμπορος
—
υδροφοβία
—
χωριάτικος
—
ξεροτρώγω
—
μαντεμένιος
—
αιμόστασια
—
υποκριτής
—
αναγαργαρίζω
—
πετράς
—
ανωφερειακός
—
εξαερωτήρας
—
πικραντικός
—
βαρελήσιος
—
αφλύκταινος
—
νταβούλι
—
επευφήμηση
—
τσάκισμα
—
πλαγιοκόπηση
—
ανασύνταξη
—
ατίθασσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве