εξετράπην

формы словаβ
εξετράπην
παθ. αόρ. от εκτρέπω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξετράπην? —


πατιρντίαντλίαμυθομανήςσυναγελασμόςμαγνάδικαταληστεύωσοφιστήςίππειοςτραυματιοφορίναμόχθοςεκμάθησηαπρόοπτοςεπινοητικότητααμαξάδικοςσυντομογραφίαηθικόςανομβρίαέξοδοςαφιλοχρήματοςγαύρααμφιβιακός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit