|
παθ. αόρ. от εκτρέπω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετράπην? — — πατιρντί — αντλία — μυθομανής — συναγελασμός — μαγνάδι — καταληστεύω — σοφιστής — ίππειος — τραυματιοφορίνα — μόχθος — εκμάθηση — απρόοπτος — επινοητικότητα — αμαξάδικος — συντομογραφία — ηθικός — ανομβρία — έξοδος — αφιλοχρήματος — γαύρα — αμφιβιακός |
|||