Новогреческий словарь
ανερράγην
ανερράγην
παθ. αόρ. от αναρρηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανερράγην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γκρεμοτσακισμένος
—
παραλήπτρια
—
κολασμένος
—
ακροσίδηρος
—
ξίκης
—
ανταπεργιακός
—
ξετιμητής
—
ανίζηση
—
λασκάδα
—
μορφοδυναμική
—
Σουηδία
—
μπουγατσατζίδικο
—
χρωματογράφος
—
εκβιάζω
—
παιδοψυχιατρικός
—
καρβονάρος
—
μετροταινία
—
εμπειριοκρατικός
—
βλεφαρόσπασμος
—
λιόχαρος
—
ερημίτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω