Понтийско-новогреческий словарь Σ-Ω

Понтийско-новогреческий словарь Σ-Ω

Σ

page===0

σααπής = κύριος, κάτοχος
σααπσούζης = απροστάτευτος
σαβανάζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβάνασμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίαγμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίστρα = γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα να σαβανώνει νεκρούς
σάβανο(ν) = σάβανο
σαβανόπον = σάβανο
σαβάνωμαν = σαβανώνω
σαβανώνω = σαβανώνω
σαβάτιν = σμάλτο
σαβάχης = ελαφρόμυαλος, χαζός
σαβαχλάεμαν = υποφώσκει, φέγγω
σαβαχλαεύω = υποφώσκει, φέγγω
σαβαχωτός = λίγο ελαφρόμυαλος
Σαββατιανός = Σαββατιάτικος
Σαββατοκέρακα = μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής
Σάββατον = Σάββατο
σαβέκιν = είδος χόρτου όμοιο με βλήτο
σάβουλιν = βαρίδι από μόλυβδο το οποίο κρέμεται από
σαβούρα = έρμα πλοίου
σαβουρεύω = λικμίζω αλώνι, εκτινάσσω, εκσφενδονίζω
σαβουρτίζω = τινάζω
σαβουρώνω = βάζω έρμα στο πλοίο
σαγαπής = κύριος, κάτοχος
σαγιάκιν = είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος
σαγίτα = τόξο
σάγκα = μοχλός θύρας, μεγάλη κλειδαριά
σάγκωμαν = κλείνω με την σάγκα
σαγκώνω = κλείνω με την σάγκα
σαγλάμης = ακέραιος, εύρωστος, ισχυρός
σάεμαν = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω
σαεύω = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω
σαζάνιν = το φυτό βούρλο
σάζιν = είδος εγχόρδου μουσικού οργάνου
σαής = ταχυδρόμος
σάι = σέβας, τιμή
σακάτεμαν = σακατεύω
σακατεύω = σακατεύω
σακάτης = σακάτης
σακατούρα = θέση απόκρυφη, κρύπτη
σακάτωμαν = σακατεύω
σακατώνω = σακατεύω
σακιάρ(ιν) = ζάχαρη
σακιαρλαμά = ζαχαρωτό, καραμέλα
σάκιν = ψάρι ρόμβος
σακκέα = ποσότητα όση χωράει ο σάκος
σακκιάζω = βάζω σε σάκο
σάκκιασμαν = βάζω σε σάκο
σακκίζω = βάζω σε σάκο
σακκίν(ν) = σάκος
σάκκισμαν = βάζω σε σάκο
σακκορράμμιν = κλωστή ειδική με τη οποία ράβουν σάκους
σακκορράφιν = βελόνα χοντρή
σάκκος = επενδύτης, επανωφόρι
σακκούλα = σακίδιο, σακκουλάκι
σακκουλάζω = βάζω στο σακίδιο
σακκουλέα = ποσότητα όση χωράει το σακούλι
σακκούλιν = μικρό σακίδιο, βαλάντιο
σακκουλοδέμιν = δέμα σακουλιού
σακκουλοξύστες = ξύλο με το οποίο αποξέουν το σακούλι του διυλιζόμενου γιαουρτιού για να ανοιχτούν οι πόροι και να γίνει η διύλιση ταχύτερα
σακκουλόπ’λλον = βάζω σε σακούλι
σακκουλώνω = βάζω σε σακούλι
σακκωνάριν = αποθήκη σάκων, αμπάρι, διαχώρισμα αποθήκης γεωργικών προϊόντων
σακομύτης = εκείνος που έχει μύτη πεπλατυσμένη όπως είναι το σχήμα του σάκου
σακώνω = εξαπλώνομαι και καταλαμβάνω χώρο όπως ο ρόμβος
σαλά = φόρος
σαλαβουτίζω = αρπάζω άτακτο το φαγητό
σαλακίαγμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλακιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλακίασμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλάκιν = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σαλακόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σαλαλός = ανόητος, ευήθης, τρελός
σαλαμαλλίζω = μαδώ τις τρίχες
σαλαμανίζω = μαίνομαι, μεταφ. δέρνω δυνατά
σαλαμάντρα = σαλαμάντρα
σαλαμούρα = δρόμος πλήρης από νερά και λάσπη
σαλαχανάς = άνθρωπος άεργος, αλήτης
σαλαχάνεμαν = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω
σαλαχανεύω = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω
σαλάχιν = οπώρα, καρπός υπερώριμος
σαλαχόρης = ανόητος, μωρός
σαλαχώνω = καρπός που ωριμάζει πολύ
σαλαχωτόν = καρπός μάλλον υπερώριμος
σαλβαράς = εκείνος που φοράει σαλβάρι
σαλβάριν = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαλβαρόπον = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαλβαρώνω = ντύνομαι με σαλβάρι, αποκτώ σαλβάρι
σαλγάμιν = είδος αχλαδιού, είδος λάχανου του οποίου η ρίζα είναι γλυκειά
σάλεμαν = κινώ, μετακινώ
σαλέμπαλλον = κουρέλι από μάλλινο ύφασμα
σαλένον = μάλλινο ύφασμα
σαλέπιν = σαλέπι
σαλεύω = κινώ, μετακινώ, πειράζω, ενοχλώ
σαλεύω = αναθέτω
σάλιγκος = σαλιγκάρι, κοχλίας
σαλίζω = γίνομαι ιξώδης
σάλιν = σάλι
σαλινεύκουμαι = περπατώ ταλαντεύοντας
σαλκούνι = φόρος
σαλκουντζής = εκείνος που επιβάλλει το φόρο
σαλμίν = το κυλινδρικό ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφαινόμενο πανί
σαλοβράκης = ατημέλητος
σαλοπάτιν = σκάφη επιμήκης που χρησιμοποιείται ως νεροτριβή μάλλινου υφάσματος
σαλορράμμιν = μάλλινη κλωστή
σαλόσης = αφηρημένος, χαζός
σαλοτάραγον = μαλλοβάμβακο
σαλόχτενον = χτένι αργαλειού μάλλινου υφάσματος
σαλταμάρκα = ανδρικός επενδυτής κοντός
σαλτουράζω = πλέκω ή ράβω βιαστικά και άτεχνα
σάμα = στείρα σκύλα
σαμαβάριν = συσκευή παρασκευής τσαγιού
σαμανάζω = κρυολογώ
σαμαντούρα = σημαντήρ λιμανιού όπου προσδένονται πλοία, ο φελλός του λύχνου ή της κανδήλας
σαμαράζω = κολαφίζω, ραπίζω
σαμαράζω = επιθέτω σαμάρι στο ζώο
σαμαρέα = χαστούκι, ράπισμα
σαμαρίαγμαν = επιθέτω σαμάρι στο ζώο
page===1

σαμάριν = χαστούκι, ράπισμα
σαμαρλαμά = γείσο, θριγκός
σαμαρόξυλα = ξύλα του σαμαριού
σαμαρτζηλίκιν = η τέχνη του σαγματοποιού
σαμαρτζής = σαμαρτζής
σαμάρωμαν = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό
σαμαρώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό
σαματά = θόρυβος, ταραχή, σαματάς
σαματατζής = άνθρωπος που προκαλεί θόρυβο, θορυβοποιός, ταραξίας
σαμμοντό = ευθύς ως
σαμόν = αλλά, όμως
σαμουντά = κηροπήγιο, σαμντάνι
σαμουρόγουνα = γούνα από δέρμα σαμουριού
σαμπώνω = κλείνω τα βλέφαρα
σάμπως = σάμπως
σαν = ωσάν, καθώς, όταν, αν
σανία = πίτυρα από ξεφλουδισμένο σιτάρι ή κριθάρι
σανιδένον = το καμωμένο από σανίδια
σανίδιν = σανίδι
σανιδόπ’λλον = σανιδάκι
σανιδώνω = καλύπτω με σανίδια
σανταλέα = ποσότητα όση χωράει σαντάλιν
σαντάλιν = πλοίο ιστιοφόρο, εφόλκιο
σανταλόπον = μικρό ελόφκιο
σανταλτζής = ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου ιστιοφόρου
σάντζεμαν = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω
σαντζεύω = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω
σαντζή = ισχυρός πόνος στη κοιλιά, σφάχτης
σαντζιλάνεμαν = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά
σάντιλα = καθώς, όπως, πως
σαντιλανεύκουμαι = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά
σαντουκάς = εκείνος που κατασκευάζει κιβώτια
σαντουκέα = ποσότητα όση χωράει το κιβώτιο
σαντούκιν = κιβώτιο
σαντουκόπον = κιβώτιο
σαντουκόπ’λλον = κιβώτιο
σαντούριν = σαντούρι
σαξίν = πήλινο αγγείο σπασμένο
σαπάνα = σφενδόνη
σαπάπ(η)ς = αίτιος
σαπάπ(ιν) = αιτία, αφορμή
σαπαχλανεύκουμαι = ξημερώνομαι αγρυπνώντας μέχρι το πρωί
σαπέας = 1 με 6 Αυγούστου διάστημα δεν κολυμπούν ούτε πλέκουν πανιά στη θάλασσα διότι πιστεύεται ότι σαπίζουν
σαπίζω = σαπίζω
σαπίνα = ξύλο σκωληκόβρωτο, σκόνη ειρημένου ξύλου
σάπισμαν = σαπίζω
σάπκα = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών
σάπκαλης = εκείνος που φοράει σάπκα
σαπκόπον = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών
σάπλα = μεγάλη χάλκινη κουτάλα
σαπλάκα = ράπισμα, μύτη πεπιεσμένη
σαπλακέα = ράπισμα, κολαφίζω
σαπλακιάζω = ραπίζω, κολαφίζω
σαπόγερος = εσχατόγηρος, γέρος σιχαμένος
σαπόκιν = υπόδημα που φτάνει μέχρι το γόνατο
σαποκοίλης = εκείνος που πάσχει το στομάχι του
σαποκούρα = οτιδήποτε σάπιο
σαπούδιν = πράγμα σάπιο
σαπούρα = οτιδήποτε σάπιο
σαπουράζω = δίδω ραπίσματα
σάπριν = υπομονή
σαπωνάδα = σαπουνάδα
σαπωνάς = σαπωνοθήκη
σαπωνέα = οσμή σαπουνιού
σαπωνίζω = πλένω με σαπούνι, τοποθετώ σαπούνι κάτω από κάτι
σαπώνιν = σαπούνι
σαπωνίτα = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει
σαπωνογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού κατά το πλύσιμο
σαπωνοζώμιν = νερό από πλύσιμο με σαπούνι, σαπουνάδα
σαπωνόπ’λλον = μικρό σαπούνι
σαπωνόχορτον = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει
σάρα = επιληψία
σαράγιν = οικοδομή μεγαλοπρεπής, διοικητήριο
Σαρακενός = αλλοεθνής μουσουλμάνος
σαρακιανόπουλλον = τέκνο Σαρακηνού
σαρακοστάτ’κα = εν καιρώ της Σαρακοστής
Σαρακοστή = Σαρακοστή
σάραλης = επιληπτικός
σαρανίουμαι = βασανίζομαι
σαράντα = σαράντα
Σαρανταήμερος = ο μήνας Δεκέμβριος
σαρανταπούδαρος = σαρανταποδαρούσα
σαράφ(ιν) = πύον πληγής
σαράφης = αργυραμοιβός, κολλυβιστής
σαρβάλ(ιν) = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαργάνα = ζαργάνα
σαργάνιν = ζαργάνα
σαρδέλα = σαρδέλα
σάρεμαν = περικυκλώνω, περιφράσσω
σαρεύω = περικυκλώνω, περιφράσσω
σαρής = ξανθός
σαρίζω = στεγνώνω
σαρίκιν = σαρίκι
σαριλίκιν = ίκτερος
σαρίτιν = ταινία, σχοινί από καννάβι
σαρουλεύκουμαι = περιτυλίσσομαι, περιπτύσσομαι
σάρπα = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων
σαρπίν = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων
σαρποκοίλης = αδηφάγος, γαστρίμαργος
σαρσά = γυναίκα αναιδής
σαρσάνα = χελιδόνι, γυναίκα ωραία
σαρσαταρίζω = ρέω θορυβωδώς
σαρσατεύω = ταράζω, τραντάζω, κάτω άνω κάτω
σάρτης = σκληρός, τραχύς, μεταφ. ιδιότροπος σκληρός
σαρτίγκα = σαρδέλα
σαρτλαεύω = σκληρύνομαι
σαρτύνω = σκληρύνομαι
σασεύω = απορώ, θαυμάζω, εξίσταμαι
σασιρεύω = κάνω λάθος, τα χάνω, εκείνος που τα έχει χαμένα
σατανάς = σατανάς
σατάφ(ιν) = σεντέφι
σαταφένες = ο καμωμένος ή κοσμημένος από σεντέφι
σάτζιν = θολωτό σιδερένιο έλασμα θερμαινόμενο κάτω του οποίου ψήνουν λαγάνες
σατζολάβασον = λαγάνα ψημένη στο σάτζιν
σατούριν = πλατύ μαχαίρι για τομή κρέατος
σαυρίδιν = σαυρίδι
σαφής = καθαρός
σάφλα = αφρώδες σάλιο
σαφλάκος = σαλιάρης
σαφλαμέας = είδος θαλασσινής μέδουσας
page===2

σαφλάρης = σαλιάρης, σαλιάρικο
σαφλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο
σαφλίζω = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια
σάφλισμαν = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια
σαφλοπάνιν = πανί στο λαιμό και το στήθος του παιδιού για τα σάλια του
σαφλουκίζω = σαλιώνω κάτι
σαχανάζω = παίρνω κάτι με το σαχάνιν
σαχανέα = ποσότητα όση χωράει το σαχάνιν
σαχάνιν = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό
σαχανόπον = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό
σάχινας = γεράκι
σαχινοπούλλιν = νεογνό γερακιού
σαχίνος = γεράκι, μεταφ. άνθρωπος γρήγορος, ορμητικός
σάχλα = φλέγμα
σαχλακίσκομαι = στενοχωριέμαι, αδημονώ
σαχλάρης = ο αποχρεμπτόμενος
σαχλέας = ο αποχρεμπτόμενος
σαχλίζω = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι
σαχλίκης = ο αποχρεμπτόμενος
σάχλισμαν = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι
σάχνα = δυσωδία από σήψη ή αποσύνθεση
σαχνάζω = μουχλιάζω, μουχλιασμένος
σαχνιάρης = δυσώδης, βρωμερός
σαχνώνω = βρωμώ από σήψη
σάχπωμαν = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη
σαχπώνω = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη
σαχταρένος = ο φτιαγμένος από στάχτη
σαχτάριν = στάχτη, τέφρα
σαχταρίτζα = είδος λάχανου, βλίτο, καρπός θάμνου φαγώσιμος
Σαχταροδευτέρα = η Καθαρή Δευτέρα
σαχταροθόλιν = αλισίβα
σαχταροκάτα = γάτα που κάθεται συνεχώς δίπλα στην εστία
σαχταροκατενή = αλισίβα
σαχταροκόλοθον = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη
σαχταρομάλεζον = σούπα από στάχτη (λ. παραμυθιού)
σαχταροπάνιν = το πανί της αλισίβας
Σαχταρού = η Σταχτοπούτα
σαχταρούτζα = είδος λάχανου που έχει σταχτί χρώμα, βλίτο
σαχτάρωμαν = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη
σαχταρώνω = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη
σαχταρωτός = τεφρόχρους
σαχτενίζω = μαδώ
σάχτιν = πατημένη κοπριά βοδιών, η οποία χρησιμεύει ως καύσιμη ύλη
σαχτοκυλισμένος = άρτος σποδίτης
σαχτολάχανα = είδος λάχανου που έχει το χρώμα της τέφρας
σαχτόνερο = νερό της μπουγάδας, αλισίβα
σαχτοπάνιγμαν = ρίχνω σε κάποιον κοπριά ή λάσπη, δέρνω με ξύλο
σαχτόπιτα = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη, άνθρωπος κιτρινιάρης
σάχτωμαν = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο
σαχτώνω = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο
σαχτώνω = σκορπίζω την κοπριά βοδιών στη μάνδρα για να πατηθεί και να γίνει σάχτιν, σκορπίζω σκουπίδια, κάθομαι απότομα κατά γης
σβήνω = σβήνω
σβήσιμον = σβήσιμο
σβηστός = σβηστός, σβησμένος
σβολούμαι = μεταφ. μαυρίζω από το κακό μου, τα χάνω
σγαλίζω = σκαλίζω, μεταφ. ανιχνεύω, ερευνώ
σγάρα = σκάρα
σγάρικος = καχεκτικός, φιλάσθενος
σγάρτα = στέμφυλα
σε = εις
σεβαΐν = μεταξωτό ύφασμα κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα, γυναικείο ένδυμα από το προηγούμενο ύφασμα
σέβας = ευλάβεια, σεβασμός
σεβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω
σεβέλιν = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι
σεβκιλής = αγαπητός, προσφιλής
σεβλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο
σεβντά = έρωτας
σεβνταλανεύκουμαι = ερωτεύομαι
σεβνταλής = ερωτευμένος
σεβνταλίκιν = έρωτας
σέβω = σέβομαι
σέθα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σεθάζω = φαγώνομαι από σκόρο
σεθάριν = σκοροφαγωμένο
σεθοκόφκουμαι = φαγώνομαι από σκόρο
σέθρα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σεθώ = φαγώνομαι από σκόρο
σείγω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός
σείξιμον = κίνηση, σωματική ευλυγισία
σειρά = σειρά
σειράδα = έθιμα, συνήθεια
σειραλαεύω = αραδιάζω
σειράνεμαν = απολαμβάνω τη θέα
σειρανεύκουμαι = απολαμβάνω τη θέα
σειρανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας
σειράνιν = θέα ή απόλαυση της θέας
σειράνισμαν = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας
σεΐριν = θέα ή απόλαυση της θέας
σεϊρτζής = θεατής
σεισμός = σεισμός
σείστε = μοχλός σιδήρου
σείω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός
σεκέριν = ζάχαρη
σεκερλεμέ = ζαχαρωτό, καραμέλα
σεκερλίν = αυτό που είναι παρασκευασμένο από ζάχαρη
σεκερόπον = λίγη ποσότητα ζάχαρης
σεκεύω = ξηλώνω, ξεριζώνω
σεκίτιν = το δέντρο ιτιά
σέλα = σέλα
σελαμέτιν = απαλλαγή από δεινά, σωτηρία
σελαμετλίκιν = χαιρετισμός
σελάχ(ιν) = είδος όπλου
σελβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο
σελβίν = κυπαρίσσι
σελέκ(ιν) = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σελεκιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σελεκόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σελεμάζω = παχαίνω
σελεμεντεράζω = ντύνομαι άκομψα και απεριποίητα
σελεμεντέρης = ακατάστατος και απρόσεκτος στην περιβολή και στο βάδισμα
σελενάζω = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες
σελενίασμαν = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες
σελεντή = πλημμύρα
σελέντριν = κατωφερές μέρος χωρίς χλωρίδα
σελήνη = σελήν
σέλιν = χειμαρρώδης πλημμύρα ποταμού
σέλινον = σέλινο
σελοδαβαίνω = παρασύρομαι από πλημμύρα ποταμού ή χειμάρρου
σελοκάθομαι = κάθομαι στη σέλα, ιππεύω
σελοκόφκουμαι = παρασύρομαι από πλημμύρα
page===3

σελοπατώ = πατώ, κάθομαι στη σέλα
σελόφυλλον = φύλλο φυτού με χνουδωτή κάτω επιφάνεια, το οποίο χρησιμοποιείται ως ιαμαντικό επίθεμα σε πληγές
σελτέ = επίστρωμα στρώματος βαμβακερό ή μάλλινο
σεμεράζω = κολαφίζω, ραπίζω
σεμέριν = χαστούκι, ράπισμα
σεμερόξυλα = ξύλα του σαμαριού
σεμερτζηλούχ(ιν) = η τέχνη του σαγματοποιού
σεμερτζής = σαμαρτζής
σεμερώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό
σεμιγδάλιν = σιμιγδάλι
σενέτιν = χρεωστικό ομόλογο
σενίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σεντελίζω = λέω αστεία, ευθυμολογώ
σεπέπης = αυτός που παρέχει αφορμή, αίτιος
σεπέπιν = αιτία, αφορμή
σεπίζω = σαπίζω
σέπισμαν = σάπισμα
σέπομαι = σαπίζω
Σέρα = είδος χορού
σεραβάζω = διαπυούμαι
σεράβιν = πύον πληγής
σεραντάβραστος = αυτός που είναι βρασμένος πολλή ώρα
σερανταδώδεκα = αριθμός που δηλώνει το άπειρο
σερανταήμερος = ο αριθμός ζωής σαράντα ημερών
σερανταλείτουργον = λειτουργία μετά των σαράντα ημερών του αποθανόντος
σερανταρίζω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην εκκλησία για την καθορισμένη ευχή
σεραντάριν = διάρκεια σαράντα ημερών, βρέφος σαράντα ημερών
σερανταρίτζα = είδος φασολιάς που καρποφορεί σαράντα μέρες μετά την σπορά
σερανταρώνω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην
σερασκέρης = αρχιστράτηγος
σερβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο
σεργιανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας
σερεύω = μαζεύω
σεριτάζω = περιτυλίγω με σχοινί φορτίο το οποίο πρόκειται να φορτωθεί σε ζώο
σερίτιν = ταινία, σχοινί από κάνναβη
σερμαγιά = χρηματικό κεφάλαιο για εμπορική επιχείρηση
σερπέτιν = γλυκό ποτό
σερσέμης = παραζαλισμένος μέχρι αναισθησίας, αφηρημένος, χαμένος
σερσεμώνω = παραζαλίζομαι, τα χάνω
σερσεμωτός = παραζαλισμένος, χαζός
σερτάρης = στρατάρχης
σέρτης = σκληρό, τραχύ, μεταφ. άνθρωπος ιδιότροπος, σκληρός
σερτλαεύω = σκληρύνομαι
σερτύνω = σκληρύνομαι
σέτα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σέτε = καθ’ ολοκλήρου, εντελώς
σετεφένος = αυτός που είναι φτιαγμένος ή κοσμημένος από σεντέφι
σετέφιν = σεντέφι
σέτιν = πάτωμα δωματίου
σετώνω = κατασκευάζω πάτωμα δωματίου
σευτελένος = αυτός που είναι παρασκευασμένος από σέσκουλα
σευτελέσιν = ανόητη πράξη
σευτέλης = ανόητος, βλάκας
σευτελίτζα = φυτό που μοιάζει με σεύτελον
σεύτελον = σέσκουλο, τεύτλο
σευτελόρριζον = η ρίζα του τεύτλου
σεύτελος = ανόητος, βλάκας
σευτελόσπορον = ο σπόρος του τεύτλου
σευτελωσύνα = ανοησία, μωρία
σευτελωτός = ανόητος
σεφέριν = εκστρατεία, φορά
σεφερπερλίκιν = εμπόλεμη κατάσταση
σεφίλης = ήσυχος, φρόνιμος, δειλός, συνεσταλμένος
σεφιλίκιν = δειλία, συστολή
σηκωμονή = έγερση, το συμμάζεμα
σηκώνω = σηκώνω
σηκώσιμον = σήκωμα, ανέγερση, αναχώρηση, εκφορά νερού
σημάδα = αρραβώνας
σημαδάτικον = πράγμα που έχει σχέση με μνηστεία
σημάδεμαν = μνηστεία, αρραβώνας
σημαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω
σημάδιν = σημάδι
σημαδοθέσα = η τελετή του αρραβώνα
σημαδοψώμιν = ψωμί που φτιάχνουν ειδικά για τον αρραβώνα και προσφέρεται από τους γονείς του νέου στους γονείς της κόρης
σημαίνω = σημαίνω
σημαντέριν = πράγμα που χρησιμοποιείται ως σημάδι, άνθρωπος βρωμερός
σημαντήρα = σήμαντρο εκκλησίας
σήμαντρον = σήμαντρο εκκλησίας
σήμερον = σήμερα
σημερ’νέσος = σημερινός
σημερ’νός = σημερινός, πρόσκαιρος
σητονιάζω = (ύφασμα) τρώγομαι από σκόρο
σήτος = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο
σιακαρώνω = λιγοθυμά από γέλια
σιάχιν = μαύρο
σιβέλ(ιν) = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι
σιβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω
σιγαλός = ήρεμος, ήσυχος
σιγανά = ήσυχα, σιγά
σιγανός = ήσυχος, πράος
σιγάνωμαν = συνηθίζω
σιγανώνω = συνηθίζω
σιγερά = σιωπηλά
σιγερός = ήσυχος, πράος, ύπουλος, πανούργος, σιωπηλός
σιγκιάριν = σπόγγος, σφουγγάρι
σιγκίν = το όπλο λόγχη
σίγνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα
σιγναστάριν = πριόνι λεπτουργών για κυκλικές τομές
σιγνώνω = κάνω ουλή
σιγοκουρταρώ = παράγω σιγανό κρότο
σίγουρα = σίγουρα
σιγουραρίζω = εξασφαλίζω
σίγουρης = σίγουρος
σιγουρία = οικονομία
σιδεράζω = αλυσοδένω
σιδεράς = σιδηρουργός
σιδεράσιμον = κηλίδα υφάσματος από σκουριά
σιδερένιν = σιδερένιο
σιδερένος = σιδερένος
σιδερή = αυτός που είναι φτιαγμένος από σίδερο
σιδερικόν = σιδερικό
σίδερο(ν) = σίδερο
σιδεροκόντυλον = σιδερένιος κονδυλοφόρος
σιδερόμηλον = σκληρό μήλο
σιδεροπάγουρα = είδος καρκίνου, άνθρωπος βραδυκίνητος
σιδερόπορτα = σιδερόπορτα
σιδερόσκοινον = αλυσίδα άγκυρας
σιδεροχτύπετος = ο χτυπημένος με σίδηρο
σιδερώνω = σιδερώνω
σιδώνω = περιμαζεύω, συμμαζεύω, περιποιούμαι
page===4

σιδώνω = λερώνομαι
σιζεύω = στραγγίζω
σίκλα = άντλημα ύδατος
σίκνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα
σικουντή = στενοχώρια
σιλά = επιστροφή ξενιτεμένων στην πατρίδα
σιλαλέα = χοντρή ραφή
σιλαλεύω = ράβω πρόχειρα
σιλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω
σιλάλιν = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα
σιλάλωμα = κάνω ραφή πατητή
σιλαλώνω = κάνω ραφή πατητή
σιλατζής = ξενιτεμένος που επιστρέφει στην πατρίδα
σιλάχιν = όπλο
σιλαχλής = οπλισμένος
σιλαχλίκιν = πλατειά ζώνη που χρησιμοποιείται ως οπλοθήκη
σίλβα = άγριο φυτό με ερυθρούς καρπούς
σιλβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο
σίλγα = βλαστός
σιλγώνω = εκφύω βλαστούς
σιλέ = κόλαφος ράπισμα
σιλεγνύνω = λεπτοκαμώνομαι
σίλεγος = τι λογής
σιλευτέριν = σφουγγαρόπανο
σιλεύω = σφουγγαρίζω, ξεσκονίζω
σιλιγνάζω = κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο
σιλίγνη = πυκνό κόσκινο
σιλιγνίζω = κοσκινίζω με πυκνό κόσκινο, μεταφ. λεπτολογώ
σιλίγνιν = πυκνό κόσκινο
σιλιγνιστόν = αλεύρι που κοσκινίστηκε με πυκνό κόσκινο
σιλιγνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο
σιλίκιν = νόμισμα του οποίου τα γράμματα έχουν τριφτεί
σιλινεύκουμαι = (ύφασμα) φθείρομαι, καταστρέφομαι
σιλπίρης = εύγλωττος
σιλπιρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω
σιλτούρης = άνθρωπος κουρελής
σιλφών(ιν) = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη
σιμά = κοντά
σιμακέσου = κατά τα κοντινά μέρη
σιμαρλάεμαν = παραγγέλλω
σιμαρλαεύω = παραγγέλλω
σιμιγδάλιν = σιμιγδάλι
σιμογειτόνισσα = γειτόνισσα που κατοικεί κοντά
σιμοχώριν = γειτονικό χωριό
σιμσινίουμαι = κατολισθαίνω
σιμσινιχτέρα = μέρος κατολισθικό
σιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό
σιμσίριν = θάμνος πυξός
σιμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι
σίνα = θηλειά πλεκτού, πόντος
σιναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω
σιναμά = δοκιμή
σιναμεκή = φυτό του οποίου τα αφέψημα χρησιμοποιούνται σαν καθαρτικό
σιναντεύω = βρωμώ
σιναντίτα = άνθρωπος βρωμερός
σινάπιν = το φυτό σινάπι
σιναπόμηλον = μήλο που έχει αρωματική οσμή
σινδόνιν = σεντόνι
σινεύω = εισδύω, χώνομαι κάπου, κάθομαι συνεσταλμένος και σιώπω
σινίζω = τραντάζω καρπούς δημητριακών σε δίσκο και απομακρύνω τις ξένες ύλες
σινίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σινόπον = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σινόπ’λλον = μεγάλος χάλκινος δίσκος
σινορτάσης = γειτονικός, συνοριακός
σίνωμαν = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού
σινώνω = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού
σιουγκίν = το όπλο λόγχη
σιουνάριν = ανήθικη πράξη
σιούρσιουμας = πολύ πρωί, τα ξημερώματα
σιουρσιουρίζω = τρώγοντας στάζω πάνω μου, είμαι διάβροχος και στάζω νερό
σιουρταλίζω = ράβω βιαστικά
Σιπίριν = αυτή η λέξη λέγεται με την έννοια της εξορίας (Σιβηρία)
σιπουρίζω = ρέω ορμητικά και με θόρυβο (νερό)
σιρά = μούστος, είδος κίτρινου και γλυκού σταφυλιού
σιρά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
σιράζω = γίνομαι κάτισχνος
σιρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
Σιρία = μεταφ. το απώτατο άκρο του κόσμου
σιρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων
σίριν = πίαρ γάλακτος, καϊμάκι, γιαούρτι ολόπαχο διυλισμένο και ξηραμένο εντός σακούλας σε σχήμα πίτας
σιρίνεμαν = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι
σιρινεύω = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι
σιρμά = σύρτης
σιρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα
σιρόνα = είδος φαγητού
σιρόντορη = χόρτο που χρησιμοποιείται στην παρασκευή χορτόπιτας
σιρτίκιν = παιδί του δρόμου, αλητόπαιδο
σίρωμαν = σχηματισμός καϊμακιού στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού
σιρώνει = σχηματίζεται καϊμάκι στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού
σισέ = γυάλινη φιάλη
σίσιν = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο
σίσκος = παχύσαρκος
σισμάνος = παχύσαρκος
σισμανωτός = λίγο παχύσαρκος
σισόπον = γυάλινη φιάλη
σισχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι
σίτα = όταν, ενώ εκεί
σιταμάζω = μέμφομαι, επιπλήττω
σιταμίαγμαν = μέμφομαι, επιπλήττω
σιτάμιν = μομφή, επίπληξη
σίταν = όταν, ενώ εκεί
σιτάριν = σιτάρι
σίτε = όταν, ενώ εκεί
σιτζίμιν = σπάγκος
σιτλίν = έδεσμα από γάλα και σιτάρι ξεφλουδισμένο όμοιο με το ρυζόγαλο
σιφέ = αμφιβολία, υπόνοια, υποψία
σιφίδιν = νωπό τυρί πιεσμένο σε δοχείο με λίθο σε σχήμα πίτας
σιφταζ’νός = πρώτος
σιφτάν = στην αρχή, πρώτα
σίφωνας = τυφώνας, άνθρωπος αδηφάγος
σιφωνικόν = πράγμα υπερμέγεθες
σιφώνιν = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη
σιχαίνεμα = σιχασιά, πράγμα αηδές
σιχαίνομαι = σιχαίνομαι
σιχαντός = σιχαμένος, εκείνος που εύκολα σιχαίνεται
σιχαντώνω = αποστρέφομαι, σιχαίνομαι
σίχασμα = πράγμα σιχαμερό
σίχνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα
σιχόσυκο = είδος συκιάς με λευκά και στρογγυλά σύκα
σιχούνα = λεία επιφάνεια καλοχτενισμένης κόμης
page===5

σιχουντεύω = στενοχωρώ, πιέζω
σιχουντή = στενοχώρια
σιχουνώνω = γίνομαι σαν σιχούνα, αποκτώ λεία επιφάνεια
σιψάκα = είδος μικρής μύγας
σκαθίν = είδος σπουργίτη
σκάλα = σκάλα
σκαλία = είδος παιδικού παιχνιδιού
σκαλίζω = σκαλίζω
σκαλοκέφαλον = η κορυφή της σκάλας
σκαλόνι = μικρό κρεμμύδι
σκαλοπάτιν = σκαλοπάτι
σκαλοπόδιν = σκαλοπάτι
σκαλόπον = σκάλα
σκάλωμα(ν) = έναρξη εργασίας
σκαλώνω = κάνω σκάλα, αρχίζω
σκαλωσία = σκαλωσία
σκάμμα = μέρος σκαμμένο
σκαμνέα = χτύπημα με σκαμνί
σκαμνίζω = προσφέρω σκαμνί για να κάτσει κάποιος, παθ. ενθρονίζομαι
σκαμνίν = κάθισμα χαμηλό, θρόνος βασιλικός
σκαμνίτζα = κάθισμα χαμηλό
σκαμνοκαθίζω = καθίζω κάποιον σε σκαμνί
σκαμνόπον = κάθισμα χαμηλό
σκαμνόπ’λλον = κάθισμα χαμηλό
σκαμπράζω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω
σκαμπρίασμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω
σκάμπρωμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι
σκαμπρώνω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι
σκαμώνω = προσφέρω σκαμνί για να καθίσει κάποιος
σκανάζω = αγανακτώ
σκάνασμαν = αγανακτώ
σκανταλάρης = σκανδαλοποιός
σκανταλία = σκανδαλισμός, σκάνδαλο
σκανταλίζω = σκανταλίζω
σκαντάλισμα(ν) = σκανταλίζω
σκανταλίστας = σκανδαλοποιός
σκανταλιστέας = σκανδαλοποιός
σκάνταλο(ν) = σκάνδαλο, πειρασμός, άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός
σκάντζα = ποντικοπαγίδα
σκαντζεύω = κινούμαι με τιναγμό
σκαντήλιν = η βολίς των ναυτικών
σκάνω = σκάνω, διαρρηγνύομαι
σκαρίν = το σκαρί ναυπηγείου, θεμέλια οικοδομής
Σκαριώτης = προδότης, καταδότης, κακολόγος, κακεντρεχής
σκαρμόζι = ο σκαλμός της βάρκας
σκαρμός = ο σκαλμός της βάρκας
σκαρώνω = βάζω στο σκαρί, αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου, αρχίζω να κατασκευάζω
σκαρωσία = κατάλογος
σκάση = στενοχώρια, πείσμα
σκάσιμον = στενοχώρια
σκασίον = στενοχώρια
σκάσμα = ρήγμα, πάφλασμα και ρήγμα κύματος, μεταφ. στενοχώρια
σκασμονή = στενοχώρια
σκασμοχόλης = πνιγηρός καιρός
σκατάνθρωπος = άνθρωπος βδελυρός, φαύλος
σκαταρία = ευτελής, πρόστυχη
σκατέα = η δυσοσμία του ανθρώπινου κόπρου
σκατέας = άνθρωπος άξιος καταφρονήσεως
σκατέμπαλλον = πανί καθαριότητος βρέφους
σκατένος = αχρείος, φαύλος
σκατερή = αφοδευτήριο
σκατερόν = πράγμα σκατωμένο
σκατέσιν = πράγμα αχρείο, βρώμικο
σκατό(ν) = ο ανθρώπινος κόπρος
σκατόβρωτος = ευτελής, πρόστυχος
σκατογούλης = αυτός που τρώει ό, τι τύχη, πολυφάγος
σκατοκαθοίκι = δοχείο νυκτός
σκατόκολος = ευτελής, ανάξιος λόγου
σκατόπιστος = εκείνος του οποίου η πίστη δεν αξίζει τίποτε
σκατόστομος = αχρειολόγος
σκατοτζούκαλο = δοχείο νυκτός
σκατοφαγία = αχρειότητα, βδελυρότατα, πράξη βδελυρή
σκατοφαγίζω = μεταφ. υβρίζω κάποιον
σκατοφάγος = ευτελής, πρόστυχος
σκατοφούρκαλον = σάρωθρο αποχωρητηρίου
σκατόφταρον = φτυάρι για καθαρισμό αποχωρητηρίου ή μάνδρας
σκατοφώλιν = το απευθυσμένο έντερο
σκατοχούλαρον = ευτελής, πρόστυχος, ραδιούργος
σκάτωμα = λέρωμα με ανθρώπινο κόπρο, πράξεις οχληρές και κακές
σκατώνω = λερώνω με ανθρώπινο κόπρο, καταστρέφω την καλή πορεία υποθέσεων
σκαφέα = εργαλείο σκαφέας
σκαφέας = σκαφτιάς
σκάφη = σκάφη, μεταφ. σκελετός ανθρώπινου σώματος
σκαφιδάζω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο
σκαφιδέα = ποσότητα όση χωράει μια σκάφη
σκαφιδίκα = σκαφιδάκι
σκαφίδιν = σκάφη
σκαφιδόπον = σκαφιδάκι, μεταφ. ο σκελετός του ανθρώπινου σώματος
σκαφιδώνω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο
σκαφίζω = καθαρίζω σιτηρά με το σκαφιστήριν
σκαφιστήριν = αβαθής και πλατύς ξύλινος δίσκος μέσα στο οποίο με την ανακίνηση καθαρίζουν σιτηρά από ξένες ύλες
σκάφτες = σκαφτιάς
σκάφτω = σκάφτω
σκάψιμον = σκάψιμο
σκεδάζω = κάνω πρότυπο σχέδιο, έχω κατά νου, μελετώ
σκέδιον = υπόδειγμα πρωτότυπο, πρόθεση, σκοπός, σχέδιο
σκέλι = το σκέλος του ανθρώπινου σώματος
σκεντράζω = κεντρίζομαι, δαγκώνομαι, τσιμπιέμαι
σκεντρίασμαν = τσίμπημα, δάγκωμα
σκέντρον = το ιοβόλο κέντρο ερπετών και εντόμων
σκεντρώνω = εκφύω βλαστό
σκεπάζω = σκεπάζω, καλύπτω, στεγάζω
σκεπαράζω = κόβω με σκεπάρνι
σκεπαρέα = χτύπημα με σκεπάρνι, σκεπάρνι
σκεπάριν = σκεπάρνι
σκεπαρογούζιν = το πίσω μέρος του σκεπαρνιού
σκεπαροδοντέας = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια
σκεπαροδόντης = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια
σκεπαροπελέκεμαν = πελεκώ με σκεπάρνι
σκεπαροπελεκετόρνευτος = ο τορνευμένος με πελέκημα σκεπαρνιού
σκεπαροπελεκετορνεύω = πελεκώ και τορνεύω με σκεπάρνι
σκεπαροπελεκώ = πελεκώ με σκεπάρνι
σκέπασμα(ν) = σκέπασμα, καπάκι
σκεπαχτέριν = σκέπασμα, κάλυμμα
σκεπή = σκεπή, στέγη
σκέπιδας = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
σκεπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
σκεπώνω = καλύπτω με οικοδομική στέγη
σκερπάζω = (σκορπιός) τρυπώ με τη δηλητηριασμένη ουρά
σκερπός = σκορπιός
page===6

σκευάζω = βάζω κάτι στο σκεύος
σκευερόν = αποθήκη μαγειρικών σκευών
σκευϊκά = μαγειρικά σκεύη
σκευοζώμιν = το ακάθαρτο νερό των μαγειρικών σκευών
σκευοκάτζι = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευοπλύστρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευοπλύτε = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευοπλύτρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
σκευόπον = σκεύος
σκεύος = σκεύος
σκευοσπόγγαρον = σπόγγος με τον οποίο καθαρίζουν σκεύη
σκευτόλαπον = ντουλάπα για σκεύη
σκεύφκουμαι = σκέφτομαι, διανοούμαι
σκήμα = νεύμα
σκιά = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου
σκιαδάζω = σκιάζω
σκιάδιν = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου
σκιάζω = σκιάζω
σκίζω = σκίζω
σκιλλοκρόμμυδον = είδος αγρίου κρεμμυδιού
σκιρρά = με τρόπο χοντρό, χοντρά κοφτά
σκιρραίνω = πυκνώνω
σκιρρόγαλαν = γάλα πρόβειο φθινοπωρινό το οποίο αν βράζει σε μέτρια πυρά γίνεται ημίπηκτο
σκιρρός = πυκτός
σκιρρώνω = γίνομαι πηκτός
σκίσιμον = σκίσιμο
σκισμάτιν = αποσχισμένο ξύλο από κορμό δέντρου
σκιστός = σχισμένος
σκιστούρα = ο πρωκτός, σχισμή, χαραμάδα
σκλάβος = σκλάβος
σκλαβούνικο = ποδήρες ένδυμα σταυρωτό
σκλαβώνω = σκλαβώνω
σκλέπα = κασίδα του κεφαλιού, πληγή πυορροούσα
σκλεπάζω = κασιδιάζω
σκλεπάρης = κασιδιάρης, αυτός που είναι πλήρης με πληγές
σκλεπίνος = υβριστικώς, ευτελής, πρόστυχος
σκοινάζω = δένω με σχοινί
σκοινάς = ο κατασκευαστής σκοινιών
σκοινί(ν) = σκοινί
σκοινοκόμμιν = κομμάτι σκοινιού
σκοινοκόφτες = κλέφτης
σκοιστείος = στοιχειό
σκολάζω = σκολάζω
σκόλασμαν = σκολάζω
σκολείον = σχολείο
σκομίζω = εισκομίζω
σκομπρί = σκουμπρί
σκοπεύω = σκοπεύω
σκοπός = σκέψη, σκοπός, γνώμη
σκορδάς = αυτός που πουλάει σκόρδα
σκορδένεν = αυτό που είναι φτιαγμένο με σκόρδο
σκορδές = η οσμή του σκόρδου
σκορδίτα = είδος αγρίου σκόρδου
σκόρδο(ν) = σκόρδο
σκορδογλύνιν = το γουδί του σκόρδου
σκορδοκάντζιν = σκελίδα σκόρδου
σκορδοκέφαλον = η υπόγειος βολβώδης ρίζα του σκόρδου, είδος δηλητηριώδους χόρτου όμοιο με σκόρδο
σκορδοκέφαλος = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο
σκορδοκόπανον = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο
σκορδοκούτιν = το γουδί όπου τρίβεται το σκόρδο
σκορδολιά = σκορδαλιά
σκορδομάλεζον = αλευρόσουπα καρυκευμένη με σκόρδο
σκορδοτζάγκια = αγριόχορτα φαγώσιμα που μοιάζουν με σκόρδο
σκορδοτρίφτης = το γουδί όπου τρίβουν το σκόρδο
σκορδώνω = καρυκεύω φαγητό με σκόρδο
σκορπάζω = τρυπώ με δηλητηριώδη ουρά (σκορπιός)
σκορπέσιν = σκορπιός
σκόρπιδας = σφήκα
σκορπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
σκορπίζω = σκορπίζω, διασκορπίζω
σκορπίος = σκορπιός, σκορπιός ψάρι
σκορπίσματα = σκορπίσματα
σκοτεινά = σκοτεινά
σκότεινα = το πρωινό σκότος πριν ξημερώσει
σκοτεινάδα = σκοτεινάδα
σκοτεινάζω = σκοτεινιάζω, νυχτώνει, σκοτεινός
σκοτεινασία = μέρος θεοσκότεινο
σκοτείνεμαν = το πρώτο εσπερινό σκοτάδι
σκοτεινεύω = νυχτώνει, θαμβώνομαι
σκοτεινός = σκοτεινός, αφεγγής, σκοτεινά, μεταφ. μυστηριώδης, ύποπτος
σκοτεινώνει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει
σκοτία = σκότος, σκοτεινά
σκοτιδερός = υποσκότεινος
σκοτίδι = σκοτάδι, σκότος
σκοτίζω = σκοτώνω, φονεύω
σκότωμα(ν) = σκότωμα
σκοτωμάτιν = σκότωμα
σκοτωμονή = φόνος, σκοτωμός
σκοτωμός = σκοτωμός, φονεύω, σκοτώνω, καταπονώ, κουράζομαι, καταπονούμαι,
σκοτωτά = μέχρι θανάτου, μεταφ. μέχρι πλήρους κοπώσεως
σκοτωτέρα = τόπος σκοτωμού, σκοτώστρα
σκουβαρίουμαι = παραζαλίζομαι
σκουλαρίκιν = σκουλαρίκι
σκουλαρικόπ’λλον = σκουλαρίκι
σκούλλεμαν = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο
σκουλλεύω = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο
σκουλλιάζω = ασπρίζουν τα μαλλιά μου σαν τα σκουλιά της καννάβεως
σκουλλίν = σκουλί ερίου, προϊόν της καννάβεως κατεργασμένο
σκούλλισμαν = το έθιμο να ζυμώσουν τρίχες του νεοφώτιστου βρέφους με κερί και να τα κολλήσουν στην κάτω επιφάνεια της κεντρικής δοκού της στέγης
σκουλλοπέτζιν = το δέρμα πάνω στο οποίο χτενίζουν τα σκουλιά της καννάβεως
σκουλλόχτενον = ξύλινο χτένι με αραιά δόντια
σκούλος = γομφός του μηριαίου οστού, το σκέλος πράγματος
σκουλπάνος = το πτηνό ορτυγομήτρα
σκουμπρεράς = ειδικό δίχτυ για την αλιεία σκόμβρων
σκουμπρίν = σκουμπρί
σκουντέα = σπρώξιμο
σκουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως
σκουντουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος
σκουντουφλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος
σκουντώ = σπρώχνω, ωθώ
σκούπα = σκούπα, σάρωθρο
σκουπίζω = σκουπίζω, σαρώνω
σκουπόλαβο = η λαβή της σκούπας
σκουτελέα = ποσότητα όση χωράει το σκουτέλιν
σκουτελεμένος = εκείνος που πήζει στο σκουτέλιν
σκουτέλιν = πινάκιο, τρυβλίο φαγητού
σκουττάριν = λευκή κηρήθρα γεμάτο με μέλι
σκουττουλάδα = ευχάριστη οσμή, ευωδία
σκουττουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος
σκουττούλισμαν = μυροβόλημα
page===7

σκούφα = σκούφια, καμηλαύχι
σκουφίν = σκούφια
σκρίνον = κομός
σκροπός = σκορπιός
σκύλλαγμαν = βρώμα, δυσωδία
σκυλλαγμονή = βρώμα, δυσωδία
σκυλλάζω = βρωμώ όπως το πτώμα σκύλου, αποκτώ τις κακές ιδιότητες του σκύλου
σκυλλάλευρον = πιτυρούχο αλεύρι για τροφή σκύλου
σκυλλαντάρης = αυτός που αποπνέει δυσωδία
σκυλλαντέα = δυσώδης απόπνοια
σκυλλαντέας = αυτός που αποπνέει δυσωδία
σκυλλαντέριν = πράγμα δυσώδες, τόπος δυσώδης
σκυλλαντισμός = δυσοσμία, βρώμα
σκυλλαντίτα = είδος φυτού που αποπνέει δυσωδία, η δυσωδία του σκύλου και γενικός όλες οι δυσωδίες
σκυλλαντίτζα = είδος φυτού δυσώδους, είδος εντόμου δυσώδους
σκυλλάπιστα = σαν άπιστος σκύλος
σκυλλάπιστος = άπιστος σαν το σκύλο
σκυλλάσιν = η νόσος αμυγδαλίτιδα
σκυλλαχούμαι = περιδρομιάζω, τρώγω
σκυλλεύω = εξωμοτώ, τουρκεύω, αγριεύω
σκυλλί(ν) = σκυλί
σκύλλικος = σκυλίσιος, άσπλαχνος, σκληρός
σκυλλίτζιν = σκύλος
σκυλλίτζος = σκυλάκι, μεταφ. μικρό παιδί έξυπνος, τετραπέρατος
σκυλλόβρωτος = ελεεινός
σκυλλογερώ = γερνώ πολύ
σκυλλογνάφι = κακό παιδί
σκυλλογούλης = αδηφάγος
σκυλλογούλιν = γούλα σκυλίσια, μεταφ. αδηφαγία, λαιμαργία
σκυλλοδόντιν = κυνόδοντας
σκυλλοθείος = σκυλίσιος θείος
σκυλλοκεφαλάζω = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας
σκυλλοκεφαλία = πρόσωπα που δεν υπακούουν ο ένας τον άλλον που κάνει ο καθένας ότι θέλει
σκυλλοκεφαλίαγμαν = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας
σκυλλοκέφαλος = αυτός που δεν υπακούει, απειθής
σκυλλοκεφαλώ = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας
σκυλλοκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά
σκυλλοκόριτζον = (υβριστικώς) κορίτσι σκύλου
σκυλλοκούλουκο = νεογνό σκύλου
σκυλλοκούταβον = νεογνό σκύλου, μεταφ. άτακτο παιδί
σκυλλοκρόμμυδον = είδος άγριου κρεμμυδιού
σκυλλόκρον = κρέας κακής ποιότητας
σκυλλολίμανον = δοχείο μέσα στο οποίο τρώει ο σκύλος
σκυλλολογώ = βρίζω
σκυλλομάλλιν = κοντή τρίχα
σκυλλομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα
σκυλλομούντζουνος = σκυλομούρης
σκυλλομυία = κυνόμυς, άνθρωπος μακρόβιος
σκυλλονύφε = (υβριστικώς) σκύλα νύφη
σκυλλόπαιδον = (υβριστικώς) παιδί σκύλου
σκυλλοπεθερός = (υβριστικώς) σκυλίσιος πεθερός
σκυλλοπετζάρης = αυτός που πάσχει από ψώρα
σκυλλοπέτζης = αυτός που πάσχει από ψώρα
σκυλλοπέτζιν = ψώρα
σκυλλοπετζιώ = ψωριάζω
σκυλλόπιστος = άπιστος σαν το σκύλο
σκυλλοπνίχτης = (ειρωνικώς) πλοίο που κινδυνεύει σε ελάχιστη θαλασσοταραχή
σκυλλόπον = σκυλάκι
σκυλλοπόταμος = ποταμός μικρός διαβατός και από τους σκύλους
σκυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει μορφή σκύλου, δυσειδής
σκυλλόπ’λον = σκύλος
σκύλλος = σκύλος
σκυλλότα = οι συνήθειες του σκύλου
σκυλλόταφος = εκείνος που είθε να έχει τάφο σαν του σκύλου, δηλ. να μη βρει τάφο
σκυλλούκιν = οι συνήθειες του σκύλου
σκυλλοφάει = φαγητό του σκύλου
σκυλλοφάετος = εκείνος που είθε να τον φάνε οι σκύλοι μένοντας άταφος
σκυλλοφάης = ο φαγωμένος από σκύλο
σκυλλοφαΐα = φαγητό του σκύλου
σκυλλοφούρκιν = μέρος της θάλασσας όπου πνίγουν τους σκύλους
σκυλλόψαρο = σκυλόψαρο
σκυλλόψοφος = εκείνος που είθε να πεθάνει σαν σκύλος
σκυλλοψοφώ = ψοφώ σαν σκύλος
σκυφίζω = τοποθετώ αντιστραμμένα παραλαμβανόμενα από τον τροχό αγγεία πριν φουρνιστούν
σκωλεκέα = η οσμή σκωληκοβρώτους φαγώσιμου
σκωλεκέας = αυτός που είναι γεμάτος με σκουλήκια
σκωλεκιάζω = κουληκιάζω, πάσχω από ελμινθίαση
σκωλεκιάριν = φαγώσιμο που έχει σκουλήκια
σκωλέκιν = σκουλήκι
σκωλεκοβότανον = φάρμακο ελμινθοκτόνο
σκωλεκοφαγωμένος = αυτός που φαγώθηκε από σκουλήκια
σκώφτω = κατηγορώ νέο ή νέα να ματαιώση συνοικέσιο
σμαρίδιν = μαρίδα
σμαρίστρα = μαρίδα
σμελεύω = τρυγώ κυψέλη
σμήλιγγα = μήνιγγες
σμίγω = σμίγω, συναναστρέφομαι, συνέρχομαι, συνουσιάζω, συμφωνώ
σμίλα = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος
σμιλάγκιν = το δέντρο σμίλαξ, ο θάμνος αρκουδόβατο
σμίλιν = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος
σογάνιν = ευωδιαστό χόρτο που μοιάζει με κρεμμύδι
σόεμαν = ληστεία
σοεύω = ληστεύω
σόικον = αυτό που ανήσει σε γένος, είδος
σοϊλής = αυτός που κατάγεται από καλή γενιά, καλή οικογένεια
σόιν = σόι, γένος, γενιά
σοϊταρής = γελωτοποιός, μίμος
σοκάκιν = σοκάκι
σοκακόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος
σόκεμαν = ξύλωμα, ξερίζωμα
σοκεύω = ξύλωμα, ξερίζωμα
σοκροχώματα = η διαδικασία κατά την οποία σε γαμήλια πομπή παρεμβάλλονται κωλύματα σχοινοφράγματα, οδοφράγματα κτλ. αιρόμενα κατόπιν φιλοδωρήματος που παρέχει ο γαμπρός
σόλεμαν = χλώμιασμα
σολεύω = χλωμιάζω
σολημέρα = κατά την μεσημβρία
σολονίτα = είδος άνθους
σολόπης = ανόητος, μωρός
σολοπωτός = λίγο ανόητος
σολούκιν = αναπνοή
σόλτιν = ταινία δέρματος βοδιού
σολτοκόφτω = κόβω δέρμα βοδιού σε ταινίες ίσιου πλάτους
σόμαλος = ομαλός, ίσιος
σόνης = πρόσχαρος, γελαστός
σόπα = σόμπα, θερμάστρα
σοπατζής = αυτός που κατασκευάζει θερμάστρες
σόπιν = ορυκτό στυπτηρία
σοράβ(ιν) = πύον πληγής
σοραβάζω = διαπυούμαι
σορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
σόρδολος = λερωμένος, κουτός
page===8

σόριν = μάλλινο στρωματάκι βρεφικού λίκνου
σορόντελο = είδος φαγώσιμου φυτού
σορόπιν = σιρόπι
σοροφίσι = είδος φαγώσιμου μύκητα
σορροφώ = αρμέγω
σορσορίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό)
σορσότα = πελώριο μυθικό πτηνό
σορσόταινα = πελώριο μυθικό πτηνό, μετων. κόρη ζωηρή και εύθυμη
σορσοταρίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό)
σορσοτάρισμαν = ροή με θόρυβο (υγρό)
σορσοτίτζα = είδος πτηνού
σοσονίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω
σοσόνιν = σκύλος (στη παιδική γλώσσα)
σόταν = όταν, ενώ
σουβά = σοβάς
σουβάεμαν = σοβάντισμα
σουβαεύω = σοβαντίζω
σουβαμά = τοίχος σοβαντισμένος
σουβατζηλούκιν = η τέχνη του σοβαντίσματος
σουβατζής = σοβατζής
σουβάχιν = σοβάς
σουβαχλάεμαν = σοβάντισμα
σουβαχλαεύω = σοβαντίζω
σουβλίν = σουβλί, οβελός
σούγλα = σούβλα
σουγλάζω = δίνω σουβλιές, ερεθίζομαι (πληγή)
σουγλέα = πληγή που προθενήθηκε με σουβλί
σουγλερός = σουβλερός
σουγλίζω = σουβλίζω, γίνομαι κάτισχνος σαν σουβλί
σουγλίν = σουβλί, οβελός
σουγουρία = οικονομία
σούγουρος = σίγουρος
σουγραρίζω = εξασφαλίζω
σούζουδο = ζιζάνιο σίτου που δίνει στο ψωμή ιδαίτερη οσμή
σουκουντή = στενοχώρια
σουλαλεύω = ράβω πρόχειρα
σουλάλι = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα
σουλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω
σουλάχ(ιν) = όπλο
σουλαχλής = οπλισμένος
σουλεϊμανίν = δηλητήριο
σουληλάγγειν = πράγμα επίμηκες και σωληνοειδές
σουλπούρης = εύγλωττος
σουλπουρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω
σουλτούρα = ευκίνητη γυναίκα
σουλφάτον = το φάρμακο κινίνο
σουμά = κοντά
σουμαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω
σουμάδιν = σημάδι
σουμαρλαεύω = παραγγέλλω
σουμουχώριν = γειτονικό χωριό
σουμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι
σουναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω
σουναμά = δοκιμή
σουναντεύω = βρωμώ
σουνάχ(ιν) = συνάχι
σουναχούμαι = συναχώνομαι
σουντούκιν = κιβώτιο
σουράτιν = το τυρόγαλα που υπολείπεται μετά την εξαγωγή του τυριού
σουράτιν = μορφή, όψη
σουρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
σούρεμαν = οδηγώ το κοπάδι, εκτοπίζω, εξαφανίζω
σουρίζω = σφυρίζω
σουρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων
σουριχτέρα = σφυρίχτρα
σουρκανίζω = έλκω, σύρω στη γη
σουρμαλλίζω = τραβώ από τα μαλλιά της κεφαλής
σουρμαλλού = γυναίκα αναμαλλιασμένη, γυναίκα παλαβή
σουρμελίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα
σουρουκανίζω = έλω, σύρω στη γη
σουρούκιν = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά
σουρουκόπον = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά
σουρούλιν = είδος αλοιφής για πληγές
σουρουνεύκουμαι = σέρνομαι κατά γης
σουρσουράζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουρσουρέας = αυτός που είναι ευαίσθητος στο ψύχος και τρέμει
σουρσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουρσούρισμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος
σουρσούρωμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος
σουρσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουρταρεύω = σώζομαι από ασθένεια
σουρταρίζω = σέρνω κάτι πάνω στη γη
σουρτί = οτιδήποτε κεντιέται
σουρτούκιν = αλητόπαιδο
σουρτούκο = κοντό πανωφόρι
σουρτώ = κεντώ, τσιμπώ
σουρώνω = σπρώχνω μέσα, χώνω
σούς = επιφώνημα προς επιβολή σιωπής
σούσ(ιν) = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο
σουσαμέλαδον = σησαμέλαιο
σουσάμι(ν) = σουσάμι
σουσεύω = στραγγίζω
σουσουνίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω
σουσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουσουρίζω = σφυρίζω
σουσουρούκιν = σφυρίχτρα
σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω
σουσπασίνα = η σύζυγος του αρχιαστυνόμου
σουσσούμιν = μετων. άνθρωπος υγιής και ευτραφής, άνθρωπος αηδής
σουσχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι
σουφαάζω = τρώω ψωμί μαζί με προσφάγι
σουφάει = προσφάγι
σούφρα = σούφρα, πτυχή, τυρίδα, ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας
σουφραλίν = αυτός που έχει σούφρες
σουφράριν = αυτός που έχει σούφρες, ρυτιδωμένος
σουφρίν = ο πρωκτός
σουφρίντερον = ο πρωκτός
σουφρίτζα = ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας
σούφρωμα = πτύχωση υφάσματος, σούφρωμα, σχηματισμός ρυτίδων στο πρόσωπο, μεταφ. δειλία
σουφρώνω = σουφρώνω, κάνω πτυχή, συστέλλω, περιμαζεύω, φέρω ρυτίδες, μεταφ. σκυθρωπιάζω, αισχύνομια, δειλιώ
σουφρωτός = σουφρωμένος
σουχουντή = στενοχώρια
σούχρα = λυκόφως
σουχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει
σουχράσμα = λυκόφως, σουρούπωμα
σουχρία = λυκόφως, σουρούπωμα
σουχρίασμαν = λυκόφως, σουρούπωμα
σούχρωμαν = σουρούπωμα, βράδιασμα
σουχρώνει = σουρουπώνει, βραδιάζει
page===9

σοφά = ξύλινο κρεβάτι
σοφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι
σοφάει = προσφάγι
σοφία = σύνεση, σοφία
σοφλάκα = βάτραχος
σοφουλούς = ο φανατικός με τη θρησκεία του
σοφτάς = θεολόγος
σοχλεύω = βρίσκω κάτι και τρώω
σοχλού = γυναίκα μυξού
σοχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει
σόχρεμαν = προκοπή
σοχρεύω = επιτυγχάνω, ευδοκιμώ στην εκτέλεση έργου
σοχτοπανίζω = δέρνω αλύπητα
σπάγος = σπάγκος
σπάζω = σφάζω
σπάθα = σπαθί, ξίφος
σπαθά = θήκη σπαθιού
σπαθέα = κτύπημα με σπαθί, πληγή σπαθιού
σπάθη = σπαθί, ξίφος
σπαθί(ν) = σπαθί, είδος κρίνου
σπαθίτζιν = σπαθί
σπαθοκονταρασμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού
σπαθοκονταρέα = χτύπημα σπαθιού
σπαθοκονταρισμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού
σπαθοχόρταρον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές, αλοιφή φαρμακευτική από κερί και σπαθοχόρταρο
σπαθόχορτον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές
σπαθώνω = σκοτώνω με σπαθί
σπαλέρα = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους
σπαλέριν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού
σπαλεροδέμα = δέματα με τα οποία δένεται το σπαλέριν
σπαλερόπον = μικρό σπαλέριν
σπαλερώνω = περιβάλλω το στήθως κάποιου με σπαλέριν, περιβάλλομαι με σπαλέριν
σπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
σπαλώ = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
σπανάζω = σκάω κάτι
σπανάκιν = σπανάκι
σπανός = σπανός
σπάνω = ραγίζομαι, παθαίνω κήλη, μεταφ. αγανακτώ
σπαξιμάτιν = ζώο το οποίο είναι για σφαγή
σπάξιμο(ν) = σφαγή
σπάπουλα = είδος παιδικού παιχνιδιού
σπάραγμα = τρόμος
σπαράζω = τρομάζω
σπαράτζιν = σκεύος στο οποίο ο χρυσοχόος καθαρίζει τα μέταλλα
σπαραχτά = σπασμωδικά
σπαρέλιν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού
σπαρίδιν = το ψάρι σπάρος
σπάρμαν = σπέρμα
σπάρσιμον = σπορά
σπαρτά = τα δημητριακά γεννήματα
σπαρταρίζω = σπαρταρώ
σπαρτζίζω = τρίβω το σώμα με σπαρτζίν
σπαρτζίν = πλέγμα από σπάρτο ή ύφασμα εριούχο, με το οποίο τρίβουν το σώμα στο λούσιμο
σπαρτζώνω = μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ
σπάση = αγανάκτηση, δυσφορία
σπασία = αγανάκτηση, δυσφορία
σπάσιμο(ν) = σπάσιμο, ράγισμα, κήλη, μεταφ. αγανάκτηση, δυσφορία
σπασίος = αγανάκτηση, δυσφορία
σπάσμαν = σπάσιμο, ράγισμα
σπασμονή = σπάσιμο, μεταφ. αγανάκτηση, οργή
σπαταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες)
σπαταλασμός = σπατάλη
σπατάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός
σπαταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες
σπατάλη = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας
σπαταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός
σπαταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί
σπαταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα
σπείρσιμον = σπορά
σπείρω = σπείρω
σπελοκάτζης = εκείνος του οποίου εξέχει το μέτωπο και τα βαθουλωμένα μάτια του φαίνονται σαν σπήλαια
σπέλον = σπήλαιο
σπελόπον = μικρό σπήλαιο
σπενταμένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο σφενδάμου
σπεντάμιν = σφένδαμο, πλάτανος
σπενταμόπον = σφένδαμο, πλάτανος
σπενταμόφυλλον = φύλλο σφενδάμου
σπέντζα = το ράμφος του πετεινού
σπερέν = αφού, επειδή, διότι
σπέρμα = σπέρμα
σπερμακιάζω = κάνω σπόρο
σπερμακιάρης = φυτό που είναι γεμάτο με σπέρμα
σπερματώ = παράγω σπόρο, σποριάζω (για φυτό), μεταφ. παρακμάζω
σπέρω = σπείρω
σπετρόν = είδος μετάλλου
σπήω = καρφώνω
σπίγγω = σφίγγω, συμπιέζω
σπίγξα = αδημονία, στενοχώρια, ανάγκη
σπίγξιμον = σφίξιμο, συμπίεση
σπινίτζι = το πτηνό σπίνος
σπίξιμον = σφίξιμο, συμπίεση
σπιρτέλα = καμινέτο οινοπνεύματος
σπίρτο(ν) = οινόπνευμα
σπίτιν = σπίτι
σπιχτά = σφιχτά, κολλητά
σπιχταίνω = σφίγγω, γίνομαι σφιχτός
σπιχτόπλεχτος = αυτός που είναι πλεγμένος σφιχτά
σπιχτός = σφιγμένος, πηκτός, συμπιεσμένος
σπιχτούρα = δυσκοιλιότητα
σπιχτοχέρης = φιλάργυρος
σπίχτρα = γυναικείο περιδέραιο
σπίχτω = σφίγγω, συμπιέζω
σπιχτώνω = γίνομαι σφιχτός
σπιχτωτός = λίγο φιλάργυρος, γλίσχρος
σπλάχνα = σπλήνα
σπλαχνακός = εύσπλαχνος, πονετικός
σπλαχνία = συμπάθεια, οίκτος, ευσπλαχνία
σπλαχνίζω = εκβάλλω τα σπλάχνα
σπλαχνικά = με στοργή και συμπάθεια
σπλαχνικός = εύσπλαχνος, πονετικός, στοργικός, άδολος, καθαρός
σπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ
σπλάχνον = τέκνο, τα σωθικά, μεταφ. ευσπλαχνία, οίκτος
σπλάχνωση = ευσπλαχνία, οίκτος
σπλέχνα = σπλήνα
σπλήνα = σπλήνα
σπληνιάζω = πονάει η σπλήνα μου
σπογγάριν = σφουγγάρι
σπόγγη = όργανο με οποίο καθαρίζεται ο φούρνος
σπόγγιγμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα
σπογγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω
page===10

σπόγγισμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα
σπογγίτας = ελαφρόπετρα
σπογγιχτέριν = σάρωθρο, σκούπα, πανί με το οποίο καθαρίζουν
σποντοβολάουμαι = προσπαθώ με πλάγιο τρόπο να προκαλέσω πρόσκληση σε τελετή, γάμο, βάπτιση, και ας δεν είμαι καλεσμένος
σποντυλάζω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι, γίνομαι σαν σπόνδυλος
σποντυλάπιν = αχλάδι σπονδυλοειδές
σποντυλάχραδον = άγριο αχλάδι σπονδυλοειδές
σποντύλιν = ο σπόνδυλος του αδραχτιού
σποντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό
σποντυλόπον = ο σπόνδυλος του αδραχτιού
σποντυλώνω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι
σπορά = σπόρος
σποριδάζω = χωρίζω αγρό με άροτρο σε παράλληλους τομείς, σκορπίζω κατά γης πράγματα σαν να σπέρνω
σπορικόν = το φυτό που αφήνεται για να παράγει σπόρο
σπορικούτιν = κουτί όπου φυλάσσεται ο σπόρος
σπόρος = σπόρος, σπέρμα
σπορώνω = σποριάζω
σποτάλα = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας
σποταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες)
σποτάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός
σποταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες
σποταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός
σποταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί
σποταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα
σπουγγάρι(ν) = σφουγγάρι
σπουγγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω
σπουδάζω = σπεύδω
σπουδάζω = σπουδάζω
σπουδαχτά = βιαστικά
σπουδαχτικά = βιαστικά
σπουδαχτικός = βιαστικός
σπουδεύω = βοηθώ κάποιον με λεφτά να σπουδάσει
σπουδή = ταχύτητα, βιασύνη, προθυμία, σπουδή, παιδεία
σπούδια = σπουδή, βιασύνη
σπουδιάζω = σπεύδω, βιάζομαι
σπουδιαχτικός = βιαστικός
σπουταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα
σπραΐστρα = ξύλινη σφραγίδα, με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας
σπυρίδιν = σπυρί
σπυρίν = σπυρί
στα = στάσου
στάβλος = στάβλος
στάγμα = σταλαγματιά, σταγόνα
σταδάουμαι = παρασύρομαι από χιονοστιβάδα
στάδιν = χιονοστιβάδα
σταδοτόπιν = μέρος κατηγορικό και πρανές, γυμνό από δέντρα όπου συχνά γίνονται χιονοστιβάδες
στάζω = στάζω
σταθά = περιοδικώς, κατά διαστήματα χρονικά
σταθερίζω = σταματώ
σταθήριν = στασίδι εκκλησίας
σταθηρώνω = κατασκευάζω στασίδια εκκλησίας
σταθίζω = σταματώ
στακανέα = ποσότητα όση χωράει ένα ποτήρι
στακάνιν = ποτήρι
στακανόπον = ποτηράκι
στάλα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα
στάλαγμα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα, ψιχάλα, καταστάλαγμα υγρού
σταλαγματέα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα
σταλαγμίστρα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα
σταλαγμίτα = σταγόνα, σταλαγματιά, τρύπα απ’ όπου περνάει το νερό με σταγόνες
σταλαγμός = σταλαγμός
σταλάζω = σταλάζω, ψιχαλίζω, κατασταλάζω, μεταφ. ηρεμώ
σταλαφαρίζω = στενοχωριέμαι πολύ, αδημονώ
σταλαφάρισμαν = πίεση του αίματος, αδημονία
στάλιγμαν = εισαγωγή σε μάντρα
σταλίζω = σταλίζω
σταλίζω = βάζω κάτι όρθιο, σταματώ, στερεώνω, στηρίζω, κατασταλάζω
σταλίζωμαν = το τέντωμα με μεγάλες βέργες του δέρματος πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση
σταλίν = ιδιαίτερο διαμέρισμα μάνδρας όπου αποχωρίζονται τα νεογέννητα ζώα, μεγάλη κοιλότητα βράχου που χρησιμοποιείται σαν μάνδρα, κοτέτσι
στάλισμαν = σταλίζω
στάλισμαν = στηρίζω, στερέωση, καταστάλαξη υγρού
σταλίστρα = δεξαμενή για συλλογή νερού
σταλίχιν = βέργα με την οποία σταλιχώνουν
σταλιχώνω = με μεγάλες βέργες τεντώνω το δέρμα πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση
στάλσιμον = αποστολή
στάμα = θερινό βοσκοτόπι, αγέλη ζώων
στάμα = στημόνι
σταμαμηνόν = έδεσμα παρασκευασμένο ειδικά την πρώτη Μαΐου
στάμαν = στην αρχή
σταματώ = σταματώ
σταμεύω = παραθερίζω σε στάμα
σταμνέα = ποσότητα όση χωράει το σταμνί
σταμνί(ν) = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση
σταμνίζω = σταβλίζω
σταμνίν = στάβλος
σταμνόπον = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση
σταμνοστάτες = μέρος της οικίας όπου τοποθετούνται κατά σειρά οι στάμνες
σταμονή = παύση, επίσχεση
σταμπώνω = παύω να ενεργώ, περιέρχομαι σε κατάσταση πλήρους αδράνειας
σταναχωρία = στεναχώρια, αγανάκτηση
στανάχωρος = στενάχωρος
σταναχωρώ = στεναχωρώ
στανικώς = ακουσίως, αναγκαστικώς
στανιό = βία
στανιώς = ακουσίως, αναγκαστικώς
στάξη = ελάχιστη ποσότητα νερού όσο μια σταγόνα
στάξιμο(ν) = στάξιμο, διαρροή νερού
στάπασης = αρχιμεταλλουργός
σταπίδα = σταφίδα
σταπίτζα = σταφίδα
στάρι = σιτάρι
σταροκούκκουτζον = κόκκος σίτου
σταρχή = προμήθεια τροφίμων που είναι αναγκαία για το χειμώνα
σταρχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα
στάρχισμαν = προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για το χειμώνα
στάση = κορμοστασιά
στασίδιν = στασίδι εκκλησίας
στασιδόπον = στασίδι εκκλησίας
στάσιμον = ορθοστασία, κορμοστασιά
στασιμονή = σταμάτημα
στατά = κατά τρόπο σιγανό
στατέριν = θέση ειδική όπου τοποθετούνται κατά σειρά τα δοχεία γάλακτος, δοχείο όπου πήζει το γάλα και γίνεται γιαούρτι
στατέτες = αυτός που παραθερίζει σε θερινό βοσκοτόπι
σταυραετός = σταυραετός
σταυραετωσύνη = η ιδιότητα του σταυραετού
σταυράπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Σεπτέμβρη καθώς έρχεται η γιορτή του σταυρού
σταυράχαντον = η άγρια τριανταφυλλιά από την οποία κατασκευάζονται σταυροί
σταυρειδής = σταυρειδής
Σταυρενός = Σεπτέμβριος
Σταυρέτ’κον = αυτός που ανήκει στο Σταυρέτεν
page===11

σταυρί = το ιερό οστό
σταυρίδιν = είδος ψαριού όμοιο με σκόμβρο
σταυρίτα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό
Σταυρίτες = Σεπτέμβριος
Σταυριτέσιν = καρπός που ωριμάζει το Σεπτέμβριο
σταυρίτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό
σταυροδρόμιν = σταυροδρόμι
σταυροκάθουμαι = κάθομαι με πόδια σταυρωτά
σταυροκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που ωριμάζει το Σεπτέμβριο
σταυροκρανέα = κρανιά που ωριμάζει το Σεπτέμβριο
σταυρολάχανον = φυτό άγριο φαγώσιμο που έχει φύλλα σταυροειδώς διευθετημένα
σταυρολογισκούμαι = συλλέγω σταυρούς, μεταφ. σταυροκοπιέμαι
σταυρόπιστος = Χριστιανός
σταυροπόλεμος = ο ανταγωνισμός κατά την γιορτή των Θεοφανείων στην θάλασσα για το ποιος θα πιάσει τον σταυρό
σταυρόπον = σταυρουδάκι
σταυροπροσκύνεση = η γιορτή της σταυροπροσκυνήσεως
σταυρός = σταυρός
σταυροστάτιν = διασταύρωση
σταυρότα = η σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά
σταυροτέαλο = σταυροβελονιά
σταυρούτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό
σταύρωμα = διασταύρωση της χορδής της ηλακάτης για να γίνει αντίθετο γύρισμα του σπονδύλου, σταυροδρόμι
σταυρώνω = σταυρώνω, διασταυρώνω δύο πράγματα, διευθετώ χιαστί τα νήματα στήμονα, θέτω επάλληλα τα τέσσερα άκρα υφάσματος ανά δύο, ανταλλάζω λόγους στη συνδιάλεξη
σταύρωσες = οι δεσμίδες στις οποίες αποχωρίζουν το στημόνι στο αργαλειό
σταυρωτά = σταυρωτά
σταυρωτός = σταυρωτός, διασταυρούμενος
στάφνη = στάφνη
σταφνίζω = σταφνίζω
σταφυλάζω = γίνομαι σαν σταφύλι
σταφυλάς = αυτός που πουλάει σταφύλια
σταφυλέα = η οσμή των σταφυλιών
στάφυλη = σταφυλίτης
σταφυλήτρα = σταφυλίτης, έντομο που σφυρίζει δυνατά τις φθινοπωρινές νύχτες
σταφύλιν = σταφύλι
σταφυλίτα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη
σταφυλίτες = σταφυλίτης
σταφυλίτζα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη
σταφυλοζώμιν = γλεύκος των σταφυλιών
σταφυλόπον = σταφύλι
σταφυλώνω = γίνομαι σαν σταφύλι
σταχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα
σταχολογώ = διαβάζω ευχή για νεκρό ή κόλλυβα
σταχόνω = σχηματίζομαι σε στάχυ, αποκτώ κορμό (σιτάρι), στοιβάζω στάχυα σε θημωνιά
στάχτη = στάχτη, τέφρα
στάχυν = στάχυ
στάχωμαν = στάχωμα, βιβλιοδέτηση
σταχώνω = σταχώνω, βιβλιοδετώ, εμπλέκομαι, ασθμαίνω, λαχανιάζω, κουράζομαι, αποκάμνω
στέαρ = στέαρ, το περιτόναιο
στεβάζω = στεγάζω
στέβος = στέγη
στεγάδα = στέγη, σκεπή
στεγάδιν = στέγη, σκεπή
στεγάζω = στεγάζω
στέγασμαν = στέγασμα
στέγη = στέγη
στέγνα = τόπος στεγνός
στεγνασία = τόπος στεγνός
στεγνίτα = στεγνά
στεγνιτώνω = στρώνω στο δάπεδο της μάνδρας στεγνά χόρτα για να προφυλαχτούν τα ζώα από το ψύχος
στεγνοπαναγία = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής
στεγνοπαναγίτζα = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής
στεγνός = στεγνός, μεταφ. αδύνατος, ισχνός
στέγνος = ξηρασία, το στέγνωμα
στεγνοφαγία = ξηροφαγία
στέγνωμαν = στέγνωμα
στεγνώνω = στεγνώνω
στεγνωσία = ξηρασία
στεγοκάρφα = καρφιά ειδικά για την στερέωση σανίδων επικλινούς στέγης
στέγος = στέγη
στεθίν = στήθος
στειλάριν = ξύλινη λαβή αξίνας, σκαπάνης, σκεπαρνιού
στείλσιμον = αποστολή
στείλω = στέλνω, αποστέλλω
στείρεμαν = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση
στειρεμός = στέρηση, ένδεια
στειρεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή)
στειρομάλλιν = μαλλί από στείρο πρόβατο
στειρομούλαρον = ζώο στείρο σαν το μουλάρι
στειρόν = στείρο ζώο, μεταφ. άγονος αγρός
στειρώνω = γίνομαι άγονος, αποχερσούμαι (για έδαφος)
στέκω = στέκω, μένω αργός, παύω, σταματώ, παραμένω
στέλα = εργαλείο των ναυπηγών
στελάζω = βάζω λαβή σε εργαλείο
στελακώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο, μεταφ. αδυνατίζω
στελέχιν = στέλεχος φυτού
στελί(ν) = ξύλινη λαβή εργαλείου, πελέκεως, αξίνας, σκαπάνης κτλ.
στελίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται ο τροχός του κεραμέως
στελώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο
στέναγμαν = αναστεναγμός
στεναγμός = αναστεναγμός
στενάζω = αναστενάζω
στένεμα = στένεμα, η πλοκή δυο θηλιών σε μια κατά το κλείσιμο της κάλτσας
στενεύω = στενεύω
στένεψη = στένωση
στενόκαρδος = στενόκαρδος
στενολούδ’κον = ύφασμα που έχει στενές χρωματιστές ραβδώσεις
στενόμακρος = στενόμακρος
στενοπρόσωπος = στενοπρόσωπος
στενός = στενός
στένος = στενότητα, δυσχωρία
στενόστομον = στενόστομος
στενόφορος = αυτός που φοράει στενό παντελόνι
στενόχωρα = στενόχωρα
στενοχώρεμαν = στενοχώρια
στενοχωρεύω = στενοχωρώ, αγαναχτώ
στενοχωρία = στενοχώρια, αγανάκτηση
στενόχωρος = στενόχωρος
στενοχωρώ = στενοχωρώ
στενύνω = στενεύω
στένω = στήνω, στερεώνω, σταματώ, φυτεύω
στενώνω = στενεύω
στένωση = στένεμα
στέξιμον = το να στέκεται κανείς αργός, χωρίς να κάνει τίποτα, παραμονή
στερεά = στερεά, σιγά, αργά και ευκρινώς
στερεά = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα
στερέατα = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα
στέρεμα = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση
στερεμονή = στερέωση, ησυχία, παρηγοριά
στερεμός = στέρηση, ένδεια
στερεός = ευσταθής, γερός, στερεός
page===12

στερεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή)
στερέωμαν = στερέωμα, παύση, σταμάτημα
στερεωμένα = ήσυχα, φρόνιμα, με φρόνηση
στερεώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς
στερέωση = σταμάτημα, παύση
στέριωμα = παύση, σταμάτημα, επιδόρπιο
στεριώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς
στεριωτήρι = επιδόρπιο
στεριωφάει = επιδόρπιο
στερνό = τελευταίος
στερνοκαίρης = φθινόπωρο
στερνοκάρι = στερνοπαίδι
στερνοψώμι = είδος άρτου διπυρίτη ψημένο μετά το φούρνισμα
στέσιμον = στήσιμο, το να στέκεται κανείς χωρίς να κάνει τίποτα, αργία
στεφανάτ’κον = ζώο, συνήθως αγελάδα, που έχει λευκό μέτωπο
στεφανίδιν = στεφάνι βαρελιού, ο εκάστοτε σχηματιζόμενος κύκλος νήματος που περιτυλίσσεται σε κουβάρι
στεφάνιν = στεφάνι, φωτοστέφανο αγίου
στέφανος = στέφανος, στέψη
στεφάνωμα = στεφάνωμα
στεφανώνω = στεφανώνω
στεφάνωση = στεφάνωση
στεχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
στηβλοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία
στηθοπάνιν = λευκό μεταξωτό κάλυμμα του γυναικείου στήθους
στήθος = στήθος
στήλη = στήλη, κολώνα
στηλώνω = στήνω κάτι όρθιο στη στήλη
στημνοδένω = διευθετώ το στήμονα στο αργαλειό, μεταφ. δένω ωραία τη ζώνη στη μέση
στημνοδέσιμον = με καλαισθησία δέσιμο της ζώνης
στημνοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία
στημόνιν = στημόνι
στιβαρεύκουμαι = δυσκολεύομαι, διστάζω, στενοχωριέμαι, βαριέμαι
στιβαρός = στιβαρός, δυνατός, ρωμαλέος, δύσκολος
στιβαρύνω = βαριέμαι, οκνώ
στιβείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά
στιβίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν
στιβίστρα = γυναίκα που έχει το επάγγελμα να στιβίζει πανιά
στίγκα = σχοινί του ιστίου πλοίου
στιλπνός = λαμπερός, γυαλιστερός, στιλπνός
στιφείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά
στιφίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν
στιχάριν = ο ιερατικός χιτώνας του ιερέα που λειτουργεί
στοίβα = στοίβα, σωρός, πλήθος ανθρώπων
στοίβαγμαν = στοίβαγμα
στοιβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη
στοιβάζω = στοιβάζω, κάνω σωρό
στοίβασμαν = στοίβαγμα
στοιβαχτά = στοιβαχτά
στοιβαχτός = στοιβαχτός
στοιχείο = στοιχείο
στοιχώ = στοιχώ, περιστοιχίζω
στολή = στολή, περιβολή, στάση, σχήμα
στολίδι = στολίδι, κόσμημα
στολίζω = στολίζω, καλλωπίζω
στόλιν = τραπέζι
στόλισμα = στόλισμα, καλλωπισμός, αμφίεση γαμήλιας περιβολής
στόλος = το σύνολο της περιβολής μαζί με τα κοσμήματα
στολούμαι = στολίζομαι, καλλωπίζομαι
στόμα(ν) = στόμα
στοματέας = λάλος, φλύαρος
στοματοπονίον = πόνος του στόματος
στοματόπονος = πόνος του στόματος
στομαχική = χρόνιο νόσημα του στομάχου
στομάχιν = στομάχι
στομοβότανον = φάρμακο κατά της στομαλγίας
στομοκράτορας = εκείνος που δεν επιτρέπει σε άλλον να μιλάει
στομολόγεμαν = η ομιλία για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του
στομολογώ = μιλάω για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του
στομολόι = η κατάκριση και καταλαλιά ή και ο έπαινος και θαυμασμός προκαλούν αμφότερα βλάβη του κατακρινόμενου ή επαινουμένου
στομόνι = στημόνι
στομόπον = στόμα
στομόπονος = πόνος του στόματος
στομούκι = αυτός που τηρεί επίμονη σιγή
στομοφαγία = μάτιασμα που προέρχεται από λόγια επαινετικά ή μη
στομοφαγώ = ματιάζω κάποιον επαινώντας τον επίφθονα
στομόχειλα = στόμα και χείλη
στομώνω = φράζω το στόμιο, φτάνω ή προβάλλω στο στόμιο, ακονίζω, τροχίζω όργανο κοφτερό, αμβλύνομαι στην κόψη
στορέα = ιστορία
στορίζω = ιστορίζω
στούα = προστώο οικίας, θολωτό διαμέρισμα οικίας
στουβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη
στουδάρης = κοκαλιάρης
στουδάτες = οστεώδης, κοκαλιάρης
στουδένος = ο φτιαγμένος από κόκαλο
στούδιν = κόκαλο
στουλάριν = στύλος
στουπαλίδα = το χνούδι που χύνεται από το υφαντικό ιστό
στουπάριν = εκείνο που μοιάζει με στουπί
στουπί(ν) = στουπί
στουπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στουποδάκκιν = σακί φτιαγμένο από στουπί
στουπώνω = στουπώνω
στουρακέα = χτύπημα με ράβδο
στουράκιν = βακτηρία, ράβδος
στόχαση = σκέψη, στοχασμός, προσοχή, διάκριση
στοχάσκομαι = βλέπω, διακρίνω, προσέχω, σκέφτομαι
στόχασμαν = στοχασμός, προσοχή
στοχασμός = σκέψη, προσοχή
στοχαστικός = στοχαστικός, προσεκτικός
στόχεμαν = στοχεύω
στοχεύω = στοχεύω, παρατηρώ προσεκτικά
στοχολογίουμαι = κέφτομαι καλά και μετά μιλώ
στραβά = λοξά, στραβά, πλαγίως
στραβογούλης = στραβολαίμης
στραβοκάγκελον = κόσμημα ενδύματος ελικοειδές κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα
στραβοκέφαλος = στραβοκέφαλος
στραβοκοράουμαι = τυφλώνομαι
στραβοκόσσαρον = στραβή κότα
στραβολαίμης = στραβολαίμης
στραβομμάτης = τυφλός, αλλήθωρος
στραβομύτης = στραβομύτης
στραβόξυλα = στραβόξυλα
στραβοπάτεμαν = στραβοπάτημα
στραβοπατώ = στραβοπατώ
στραβοπόδαρος = στραβοπόδαρος
στραβοπόδης = στραβοπόδης
στραβοπονίος = η νόσος οφθαλμία
στραβός = στραβός, τυφλός
στραβοστομίζω = μου στραβώνει το στόμα
page===13

στραβόστομος = αυτός που έχει στραβό στόμα
στραβοτέρεμαν = λοξοκοιτώ
στραβοτερώ = λοξοκοιτώ
στραβόχειλος = αυτός που έχει τραβά χείλη
στραβοχέρης = κουλοχέρης
στράβωμαν = στράβωμα
στραβώνω = στραβώνω, τυφλώνω
στραγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό
στραγγάλα = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό, φυτό δηλητηριώδες
στραγγαλάουμαι = δηλητηριάζομαι από στραγγάλαν
στραγγαλίζω = στραγγαλίζω
στραγγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό
στραγγαλούμαι = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι
στραγγάλωμαν = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι
στραγγίζω = στραγγίζω, στίβω, ξεζουμίζω, εξαντλώ εντελώς
στράγγισμα = στράγγισμα
στραγγουλίζω = στραμπουλίζω
στραμπή = αστραπή
στραμπίζω = αστράφτω
στράτα = δρόμος, οδός
στρατά = παρακελευσματικό προς νήπιο για να βηματίσει
στρατάγια = τα πρώτα βήματα νηπίου
στρατεία = εκστρατεία, οδοιπορία, ξενιτειά, ταξίδι
στράτεμα = στρατός
στρατέτες = στρατιώτης
στρατεύω = βαδίζω στα τέσσερα ή αρχίζω να βηματίζω (για νήπια)
στρατή = βάδισμα, οδός
στρατηγός = στρατηγός
στρατίζω = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ
στρατίν = μονοπάτι
στράτισμαν = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ
στρατίτα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα
στρατίτζα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα
στρατιώτης = στρατιώτης
στρατοδέσιμον = έθιμο κατά την γαμήλια πομπή που εμποδίζουν τη διάβαση του γαμπρού αποκλείοντας το δρόμο με σχοινί τεντωμένο, τερματίζεται ο αποκλεισμός κατόπιν χρηματικού φιλοδωρήματος
στρατόπον = στενή οδός, μονοπάτι
στρατός = στρατός
στρατούρα = όργανο μηχανικό, με το οποίο εθίζουν το νήπιο να περπατήσει στεκούμενο όρθιο και βαδίζοντας κατά την στροφή του
στρατόχειλα = τα χείλη της οδού
στραφτάρα = πυγολαμπίδα
στράφτω = αστράφτω
στρέβω = ξερνώ
στρέγω = συγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος
στρεπελέσιν = ανόητο πράγμα
στρεφτάριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή του τηγανισμένου εδέσματος
στρεφτός = ο συγκατατιθέμενος
στρέφω = ξερνώ
στρέχκουμαι = υγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος
στρέψιμον = ξέρασμα, εμετός
στριγγή = οξεία κραυγή, στριγκλιά
στριγγίζω = κραυγάζω, οδύρομαι, στριγγλίζω
στρίγλα = κοντάρι του αργαλειού
στρίδιν = δέντρο δασικό
στρίχτος = πηκτός, στερεός
στροβίλιν = είδος ρομβοειδούς κοσμήματος σε ύφασμα κεντημένο
στροβιλοκάγκελα = κοσμήματα κεντητά σε γυναικείο επιστήθιο κάλυμμα
στρογγυλάζω = κάνω κάτι σφαιρικό
στρογγυλεύω = στρογγυλεύω
στρογγυλίζω = στρογγυλεύω
στρογγυλίτζα = χοντρό και στρογγυλό φασόλι
στρογγυλομμάτης = αυτός που έχει στρογγυλά μάτια
στρογγυλοπρόσωπος = στρογγυλοπρόσωπος
στρογγυλός = στρογγυλός
στρογγύλωμαν = στρογγύλωμα
στρογγυλώνω = στρογγυλώνω
στρογγυλωτός = στρογγυλός
στρούθα = σπουργίτης
στρούθια = φαγώσιμα αγριόχορτα
στρουλίζω = στολίζω
στρούμπα = λινάρι σφιχτοδεμένο για κοπάνισμα
στρώμα(ν) = στρώμα
στρωματαρέα = αποθήκη στρωμάτων
στρωματάς = στρωματάς
στρωματικόν = μάλλινο στρώμα κλίνης
στρωματοθήκα = αποθήκη στρωμάτων
στρωμοθήτε = αποθήκη στρωμάτων
στρώνω = στρώνω
στρώση = στρώμα, κλίνη
στρώσιμον = στρώσιμο
στρωσίν = στρωσίδια
στυλάριν = στύλος
στυλαρόξυλα = ξύλα από στύλους
στυλίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται ο τροχός του κεραμέως
στυλίζω = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο
στύλισμα = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο
στύλος = στύλος
στυλώνω = στυλώνω
στυλωτέριν = σπάργανο στερεωμένο στο αιδοίο του βρέφους για να μη βρέχονται τα άλλα σπάργανα
στυμνός = αβρός, κομψός, επίχαρις, χαρίεις
στύμνωμαν = συγκλείνω τα χείλη μετά χάριτος, νεόνυμφη που δεν μιλάει στα πεθερικά της για χρονικό διάστημα, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω
στύπα = τουρσιά
στυπάγγουρον = τουρσί
στυπάπιν = αχλάδι που έχει υπόξινη γεύση
στυπασέα = ξινή γεύση, πράγμα ξινό
στυπάχραδον = άγριο αχλάδι ξινό στη γέυση
στυπέα = η οσμή από ξινίλα
στυπειδίν = υπόξινο
στυπειδίτζα = είδος άγριο χόρτου όξινο στη γεύση
στυπεύω = παρασκευάζω τουρσιά
στυπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στυπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στυπόγλυκος = γλυκόξινος
στυποειδίν = υπόξινο
στυποζώμιν = το ζουμί των τουρσιών
στυπόμηλον = μήλο με ξινή γεύση
στύπος = ξινός
στύπωμαν = ξίνισμα
στυπωμάτιν = αυτό που προέρχεται από ξίνισμα, το ξινισμένο
στυπώνω = ξινίζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω
στυπωτός = υπόξινος
στυφίν = στυφό
στυφίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
στυχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
στυψάζω = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη
στύψη = το ορυκτό στυπτηρία, στύψα οι κηκίδες της δρυός που περιέχουν στυπτική ιδιότητα
στυψίασμαν = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη
στωμέκιν = ξύλινο δοκάρι
συάκιν = το ψάρι ρόμβος
συακώνω = εξαπλώνομαι σαν ρόμβος, γίνομαι απλωτός σαν ρόμβος
συβάλλω = βάζω δύο πράγματα μαζί, συγκρούω δύο πράγματα, μεταφ. διαβάλλω ένα προς άλλον για να διαπληκτιστούν
page===14

συβάλσιμον = τοποθέτηση δύο πραγμάτων το ένα πάνω στο άλλο, διαβολή
συβαλτά = με το ένα άκρο βαλμένο μέσα σε άλλο
συβαστώ = κρατώ με μεγάλη προσοχή
συβοδώνω = συμφιλιώνω ανθρώπους διεστώτας, εχθρικώς διακειμένους, συμβιβάζω
συβουλεύκουμαι = συμβουλεύομαι
σύβραδα = μόλις βραδιάσει
σύβραση = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού
σύβρασμα = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού
σύγαμπρος = σώγαμπρος
συγγελονόγιν = συγγενολόι
συγγένεια = συγγένεια, συγγενολόι
συγγένεμαν = συγγένεια
συγγενεύω = συγγενεύω
συγγενικός = συγγενικός
συγγενός = ο καταγόμενος από αυτό το γένος
συγγενότε = συγγένεια
συγγενούμαι = εξοικειώνομαι προς κάτι
συγγενωτός = αυτός που έχει μακριά συγγένεια
συγγομάζω = γεμίζω, συμμαζεύω και αποθηκεύω
συγγομίζω = συμμαζεύω
συγγυρίζω = τακτοποιώ, συγυρίζω, πελεκώ, κόβω σύρριζα
συγελώ = εξαπατώ, ξεγελώ
συγέρασμαν = το να γερνάει κάποιος συμβιώντας με κάποιον άλλον
συγερώ = συναντώ
συγηρώ = γερνάω συμβιώντας μαζί με άλλον, γερνάω
συγκάθισμαν = συναναστροφή, συμβίωση
συγκαθίστρα = γυναίκα που συγκατοικεί με άλλη
συγκάθουμαι = κάθομαι με άλλον, συναναστρέφομαι, κατασταλάζω
συγκάματα = συγκάματα
συγκατάβαση = επιείκεια, συγκατάβαση
συγκατζιώνω = συνοφρυώνομαι
σύγκειμαι = ανήκω, αρμόζω, επαρκώ
συγκέφαλος = αυτός που έχει ίδια σκέψη με άλλον, συνομήλικος
συγκλαίω = κλαυθμυρίζω
συγκλίνω = γέρνω, σκύβω
συγκοινωνώ = συμμετέχω
συγκολλίζω = συγκολλώ
συγκόλλισμαν = συγκολλώ
συγκοπίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου
συγκόριτζον = κόρη ομήλικη με άλλη
σύγκουνα = όλοι μαζί
συγκουντώ = σπρώχνω κάποιον μαζί με άλλο, αναγκάζω κάποιον
συγκράτα = συνεχόμενα
συγκράτεμαν = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις
συγκρατευτά = συγκρατημένα
συγκράτιν = γειτονικός, γειτνιάζον
συγκρατώ = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις
συγκρεύω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο
συγκρούω = συγκρούω
συγκρύβω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο
συγκρύφτε = σιδερένια φτυαράκια με τα οποία συγκρύφτουν τη φωτιά
συγκρύφτω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο
συγκυρώ = συναντώ
σύγξυλος = σύξυλος, μεταφ. εμβρόντητος, κατάπληκτος
συγομάζω = παρεμβάλλω κάτι μεταξύ άλλων πραγμάτων, τοποθετώ καταλλήλως πράγματα
συγυρίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ
συδάδιν = ξύλο που έχει φλέβα από δαδί ή που μοιάζει με δαδί
συδαυλίζω = συδαυλίζω
συδαύλισμαν = συνδαύλισμα
συδρομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη)
συενός = συγγενής
συζεξία = συνεταιρισμός δυο γεωργών που έχουν από ένα βόδι στην περιτροπή καλλιέργεια των αγρών τους
συζευγμένος = ζευγαρωμένος
σύζυγος = σύζυγος
συζυμούμαι = ζυμώνομαι μαζί, μεταφ. συναναστρέφομαι
σύζωμαν = φασολάδα
συθέκω = τακτοποιώ, διευθετώ
σύθετος = σφικτός
σύκα = συκιά
συκάδιν = ξηρό σύκο, ισχάς
συκαμινέα = μουριά
συκαμινίτης = φαγώσιμος μύκητας φυόμενος στην ρίζα συκαμινιάς
συκαμινίτικο = αυτό που είναι παρασκευασμένο από συκάμινα
συκάμινον = μουριά
συκέα = συκιά
συκοκούριν = τμήμα κορμού συκιάς, μετων. κόρη προχωρημένης ηλικίας
σύκον = σύκο
συκότα = καρπός πολύ ώριμος, μαλακός σαν το σύκο
συκόφυλλον = φύλλο συκιάς
συκώνω = λερώνω με σύκο
συκώτα = σπλάχνα
συλαυράζω = παίζω αυλό, τοποθετώ ουροδόχο σωλήνα στο λίκνο βρέφους
συλαύριν = αυλός, φλογέρα, σουραύλι, ουροδόχος σωλήνας τοποθετημένος στο λίκνο βρέφους
συλλείτουργος = ιερείς που συλλειτουργούν
συλλείτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς
συλλιβασμένος = συννεφώδης, μεταφ. σκυθρωπός, κατσούφης
συλλιβία = συννεφιά, μεταφ. κατήφεια, σκυθρωπότητα
συλλιβιώ = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω
συλλίβωμαν = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω
συλλιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατουφιάζω
συλλίδι = θρύμματα, κομμάτια
συλλίκιρον = οίνος αραιωμένος με νερό
συλλογή = συλλογισμός, σκέψη
συλλογιάζω = συλλογίζομαι, αρραβωνιάζω με λόγο
συλλογικά = ήρεμη σκέψη, φρόνηση
συλλογίουμαι = συλλογίζομαι, σκέφτομαι
συλλόγιση = σκέψη, συλλογισμός
συλλογισμέντζα = εκείνη περί της οποίας δόθηκε λόγος αρραβώνα
συλλούτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς
συλλοχούμαι = χώνομαι κάπου
συλλυμάδια = θρύμματα, κομμάτια
συλλύσματα = θρύμματα, κομμάτια
συλλύω = τρίβω και μεταβάλλω σε θρύμματα
συμμαλάουμαι = συναναστρέφομαι
σύμμαλλος = δασύτριχος
συμμονάχτρα = γυναίκα μαζί με άλλη μονάζουν σε μοναστήρι
συμπάθειον = το αιδοίο
συμπαίδιν = παιδί συνομήλικο με άλλο
συμπαίζω = παίζω μαζί με άλλον
συμπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ
συμπεθέρα = συμπεθέρα
συμπεθέρα = συμπέθεροι, συμπόσιο που γίνεται στο σπίτι των γονέων της νύφης μετά από εφτά μέρες γάμου
συμπεθεράζω = συμπεθεριάζω
συμπεθερακός = συμπεθερικό
συμπεθερία = συμπεθεριό
συμπεθερικά = συμπέθεροι
συμπέθερος = συμπέθερος
συμπεθεροσκάμνιν = κάθισμα που προσφέρεται στο μέλλοντα συμπέθερο
συμπεθερωσύνα = συμπεθεριά
συμπέντε = ανά πέντε
page===15

συμπιάνω = συγκολλώ, καταπιάνομαι με κάτι
συμπίασμαν = συγκόλληση
συμπιαστίτζα = το φυτό κολλιτσίδα
συμπιάστρα = το φυτό κολλιτσίδα
συμπιλίζω = εκτελώ κάτι επιτυχώς
συμπινιάρικο = αγγείο που έχει την ιδιότητα να απορροφά το υγρό εντός αυτού
συμπίνω = συμπίνω
συμπλέχκουμαι = συμπλέκομαι, συμφύομαι, συναναστρέφομαι με κάποιον φιλικώς
συμποδάσκουμαι = περιπλέκω τα πόδια και πέφτω
συμποδίζω = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω
συμπόδισμα(ν) = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω
συμποδιστέριν = πράγμα που κάνει κάποιον να σκοντάψει
συμπόσιν = συμπόσιο, συμπόσα εδέσματα και ποτά το οποία προσκομίζουν στους γονείς της νύφης την Πέμπτη μετά την Κυριακή του γάμου οι συγγενείς και φίλοι και συμποσιάζουν
σύμπουρνα = πολύ πρωί
συμφέρει = συμφέρει, είναι επικερδές
συμφέρον = συμφέρον
σύμψιλος = ο πολύ λεπτός
συμψυλλίζω = εξετάζω, λεπτολογώ
συμψύλλισμαν = εξετάζω, λεπτολογώ
σύν = ανά
συναγώμιν = συνάθροιση ανθρώπων θορυβώδης
συνακόλουθα = συνακόλουθα
συνάματα = η οικία της νύφης στην οποία προσέρχονται οι καλεσμένοι κατά την τέλεση του γάμου
συναμιλλώ = προκόβω, προοδεύω
συναργαρίν = κατάλευκο
συναργυρίν = κατάλευκο
συνάργυρον = κατάλευκο
συναρμώνω = συναρμολογώ
σύναρο = αραιό
σύναυγα = σύναυγα, πολύ πρωί
συναυλίζω = συναναστρέφομαι, γειτονεύω, γειτνιάζω
συνάχιν = συνάχι
συναχούμαι = συναχώνομαι
συνάχωμαν = συναχώνομαι
συνδέκα = ανά δέκα
συνδύο = ανά δύο
συνεβαλλίστρα = γυναίκα ραδιούργα που υποκινεί έριδες
συνεβάλλω = διαβάλλω, ραδιουργώ
συνέδριον = μετων. άνθρωπος ταραχοποιός
συνεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω
συνεικασμός = εικασία, διάκριση
συνείκοσι = ανά είκοσι
συνέλ’κος = συνομήλικος
συνεμπαίνω = εισέρχομαι εντός κάποιου και καταλαμβάνω αυτόν, ερεθίζω, ενοχλώ, συνερίζομαι
συνεννέα = ανά εννέα
συνέξη = έξι μαζί, ανά έξι
συνεπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ
συνεργία = ενέργεια
σύνεργον = σύνεργο
συνερίζομαι = συνερίζομαι
συνέριση = φιλονικία
συνερριγώ = αισθάνομαι ρίγος
συνέρχεται = έρχεται, ωφελεί, συμφέρει
συνευρίουμαι = συναντιέμαι
συνεφτά = ανά εφτά, εφτά πρόσωπα μαζί
συνεφτάνω = αρκώ, επαρκώ
συνήθεια = συνήθεια, έθιμο, τα συνήθεια η έμμηνος ρύση γυναικός
συνηθίζω = συνηθίζω
συνήθισμαν = συνηθίζω
συνθήκε = υπόσχεση
συνισάζω = διευθετώ, τακτοποιώ
συννεύω = μπαίνω στο νόημα, συνεννοούμαι
συννεφάζω = καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζει
συννεφία = συννεφία
συννεφιάρης = συννεφώδης
συννεφίασμαν = συννεφιάζω
σύννηφος = συννυφάδα
συννυφάδα = συννυφάδα
συννυφάδιν = συννυφάδα
συννύφισσα = συννυφάδα
σύννυχτα = πριν ακόμη ξημερώσει
συνοδικόν = αίθουσα υποδοχής μοναστηρίου
σύνοδος = συνεδρίαση, στα παραμύθια οι σύμβουλοι των βασιλιάδων
συνοικέσιον = αρχιερατική άδεια γάμου
συνονόματος = συνονόματος
συνοράζω = συνορεύω
συνορεύω = συνορεύω
συνορθάζω = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία
συνορθίαγμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία
συνορθίασμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία
συνορθώνω = διευθετώ, συγυρίζω, τακτοποιώ
συνόριν = σύνορο, ορόσημο
σύνορον = σύνορο, ορόσημο
συνοχτώ = ανά οκτώ, οκτώ πρόσωπα μαζί
συντάγουμαι = κάνω συμφωνία με κάποιον
συνταλεύω = συνδαυλίζω, αναζωπυρώ
συντάραγος = ανάμεικτος
συνταράζω = αναταράσσω, συνταράσσω
συνταυλίζω = συδαυλίζω
συντεκνάουναι = γίνομαι σύντεκνος κάποιου αποδεχόμενος στην κολυμπήθρα του βαπτίσματος το τέκνο του
συντεκνάτ’κα = δώρα προσφερόμενα στον ανάδοχο βρέφος
συντεκνία = συντεκνία
σύντεκνος = σύντεκνος
συντελέα = δύναμη σωματική ή ηθική
συντέλεμα = σωματική κατάπτωση
συντελεύω = βιάζομαι πολύ, σπεύδω
συντερευτά = με προσοχή, με οικονομία
συντερώ = συντηρώ
συντέσσερα = ανά τέσσερα
συντεχνίτης = συντεχνίτης
συντζαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω
συντζακώνω = θερμαίνω λίγο
συντζία = συνομιλία, συνδιάλεξη
συντζιδώνω = αναζωπυρώ, μεταφ. προκαλώ έριδες
συντζώνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω
συντήρημα = η μετά προσοχής ενέργεια ή πράξη, επιμέλεια, φροντίδα
συντηρώ = συντηρώ, διστάζω, τηρώ, επιμελούμαι, διαστρέφω
συντινάζω = ανατινάσσω, τρομάζω
συντρέχω = διαγωνίζομαι σε ιππασία, βοηθώ
συντρία = ανά τρία
συντριάντα = ανά τριάντα
συντρόμαγμαν = τρόμος, φόβος, ρίγος
συντρομάζω = τρέμω πολύ, κάνω κάποιον να τρέμει
συντροφάζω = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον
συντροφακός = συνεταιρικός
συντροφεύω = συντροφεύω
συντροφία = συνοδοιπορία
συντροφίαγμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον
συντροφίασμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον
συντροφικά = συνεταιρικά
page===16

συντροφικός = συνεταιρικός
συντρόφιν = πλακούντας
σύντροφος = συνοδοιπόρος, συνέταιρος, σύντροφος
συντυλίζω = τυλίγω δύο πράγματα μαζί, τελειώνω κάτι σύντομα
συντύχαιμα = λόγος, συνομιλία
συντυχαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, λέω, προτείνω
συντυχία = συνομιλία, συνδιάλεξη
συντύχια = συνομιλία
συντύω = εισδύω
συξεραίνομαι = ξηραίνομαι εντελώς, γίνομαι κατάξηρος
σύξυλος = σύξυλος
συρδομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη)
σύριγμαν = σφύριγμα
σύριγμαν = σφύριγμα
συριγμός = σφύριγμα
συρίζω = σφυρίζω
συρίστρα = σφυρίχτρα
συριχτέρα = σφυρίχτρα
συρκούμενον = σερνόμενο
σύρμα = σύρμα
συρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα
συρματώνω = κεντώ ή ράβω με χρυσό ή αργυρό νήμα
συρμοκούκκουτζο = κουμπί συρματόπλεκτο χρυσίζον
συρμονή = ταλαιπωρία
συρμοπάπουτζα = παπούτσια συρματοκεντημένα
συρνολόγος = αυτός που λέει πολλά και τα ίδια για το ίδιο πράγμα
συρνολογώ = λέγω επανειλημμένος τα ίδια
συρούμενος = χαμερπής
σύρριζα = σύρριζα
συρροφώ = αρμέγω
σύρση = πάσα επιδημική νόσος
σύρσιμο(ν) = έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο, απαγωγή, βολή όπλου, μεταφ. ανοχή, υπομονή
συρτάριν = σύρτης πόρτας, συρτάρι
συρτάρωμαν = κλείνω με σύρτη την πόρτα
συρταρώνω = κλείνω με σύρτη την πόρτα
σύρτης = σύρτης πόρτας, μάνδαλος, όργανο με το οποίο βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο, ολκός
συρτός = είδος χορού
σύρω = έλκω, τραβώ, ανασύρω, πετώ, πυροβολώ
σύσκοτα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει
συσκοτάζει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει
συσκότεινα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει
σύσπαρτος = πυκνοσπαρμένος
σύσπειρος = πυκνοσπαρμένος
συστέκω = υπερασπίζομαι κάποιον, συνηγορώ
σύστυπος = πολύ ξινός
συφάγειν = προσφάγι
συφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι
συφάγιασμαν = τρώω ψωμί με προσφάγι
συφαγίζω = τρώω ψωμί με προσφάγι
σύφαγος = βουλιμία, αδηφάγος
συφέρει = συμφέρει
σύφερον = συμφέρον
συφιλίζω = προσαρμόζομαι
συφίλισμαν = προσαρμόζομαι
συφράζω = κλείνω, φράζω καλά
συφτάνω = προφτάνω, επαρκώ
σύφταση = συμπλήρωμα πράγματος
σύφτασμαν = επάρκεια
συφτιλάζω = ξεφτώ (για ύφασμα)
συφτιλάριν = ξεφτισμένο (για ύφασμα)
συφτίλιν = ξέφτι υφάσματος
συφτύρκουμαι = φτερνίζομαι
συφυλλίζω = εκφύω πολλά φύλλα (φυτό)
συφωνία = συμφωνία
συφωνώ = συμφωνώ
συφωτάζω = θαμπώνομαι βλέποντας συνεχώς προς άπλετο φως, νυχτερεύω
συχάζω = ησυχάζω
συχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
συχαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός
συχαράτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός
συχαράτικα = δώρο που δίνεται σε αυτός που φέρνει το ευχάριστο γεγονός, συχαρίκια
συχαρέας = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός
συχαρεμένα = περιχαρώς
συχαρεμένος = χαρούμενος
συχαρία = η αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός
συχαρίασμαν = αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός
συχαρίκια = συχαρίκια
συχαρικιάζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος
συχαρικιάτορας = είδος εντόμου που πιστεύεται ότι προμηνύει ευχάριστο γεγονός
συχλιαίνουμαι = αισθάνομαι πόθο για κάποιο πράγμα
σύχλιος = σχεδόν χλιαρός, υπόθερμος
συχλομόνα = οι πνεύμονες
συχνά = συχνά
συχνοκερνώ = κερνώ συχνά
συχράουμαι = προσκολλούμαι κάπου
συχωμάζω = αποταμιεύω
συχώρεμα = η παρεχόμενη άφεση αμαρτιών από τον Θεό στον αποθανόντα
συχώρηση = συγχώρηση, συγνώμη
συχωρώ = συγχωρώ
σύψηλα = πολύ ψηλά
σύψηλος = πολύ ψηλός
σύψυχα = καθ’ ολοκληρίαν
σύψυχος = ολόψυχος, ολόκληρος
σφελίω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
σφήκα = σφήκα
σφήκισμα = το τσίμπημα σφήκας
σφηκώ = τριμπώ
σφίγγω = σφίγγω
σφίχτης = περιδέραιο
σφιχτομάρουλο = σφιχτό μαρούλι
σφιχτός = σφιχτός
σφόγγια = είδος χόρτου με μεγάλα και σκληρά φύλλα με το οποίο καθαρίζουν τον πυρωμένο φούρνο για να βάλουν τους άρτους
σφογγίω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω
σφοντύλι = ο σπόνδυλος του αδραχτιού
σφοντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό
σφόντυλος = ο σπόνδυλος του τραχήου
σφουγγάτος = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι
σφραγίδα = σφραγίδα
σφραγίζω = σφραγίζω
σφραγιστός = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας
σφραγίστρα = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας
σφυρίν = σπυρί
σώβρακον = η ανδρική εσωτερική περισκελίδα
σώγαμπρος = σώγαμπρος
σώζω = σώζω, αντέχω
σώμα = σώμα
σωματώδης = μεγαλόσωμος
σώνω = σώνω, εξαντλώ, αρκώ, φτάνω
σώξιμον = αντοχή
σώος = σώος
page===17

σωπώ = σωπώ
σώρεμα = συλλογή, συνάρθοιση
σωρεμάτιν = καρποί που μαζεύονται από το δέντρο και όχι κάτω από τη γη που έχουν πέσει, το γάλα ή γιαούρτι που συλλέγεται βαθμιαία
σωρευτά = οικονομικά
σωρεύτε = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού
σωρευτέριν = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού
σωρεύω = συλλέγω, μαζεύω, διαπυούμαι, ελαττώνω βαθμηδόν τη θηλιά πλεκτού για να κλείσω το πλέξιμο, αποτελειώνω την ύφανση
σωρόλιθος = σωρός λίθων, τόπος γεμάτος με σωρευμένο λίθο
σωρός = σωρός, πλήθος
σωστά = σωστά, πραγματικά, πλήρως, καθ’ ολοκληρίαν
σώστεμαν = συμπληρώνω το ελλείπον
σωστεύω = συμπληρώνω το ελλείπον
σωστός = σωστός, αληθής, ο πλήρης σε ηλικία, ίσιος, κανονικός, μεταφ. ειλικρινής, δίκαιος
σωστύνω = κάνω κάτι πλήρες, μεταφ. μεταβάλλω διαγωγή, διορθώνομαι
σωστώνω = συμπληρώνω, κάνω κάτι πλήρες
σωτηράζω = σώζω, συγχωρούμαι
σωτηρία = σωτηρία
σωτικός = εντόπιος, ομοχώριος
σ’κώση = σηκωμός, έγερση, κηδεία
σ’κώστικα = έξοδα κηδείας
σ’κώτα = συκώτια
σ’χαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός
σ’χαράχτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός
σ’χαρίκια = συχαρίκια

Τ

page===0

τα = το
ταβά = δίκη πολιτικού δικαστηρίου
ταβά = χάλκινο μαγειρικό σκεύος πλατύ και αβαθές
ταβά = καμήλα
ταβακιαλής = ηλίθιος, μωρός
ταβάνιν = ταβάνι
ταβανλάεμαν = βάζω ταβάνι σανιδένιο
ταβανλαεύω = βάζω ταβάνι σανιδένιο
ταβανλίν = οικία που έχει ταβάνι από σανίδια
ταβάνωμαν = οροφή
ταβανώνω = βάζω ταβάνι, οροφή
ταβάρα = εφιάλτης
ταβατζής = αντίδικος σε πολιτικό δικαστήριο
ταβάτιν = πρόσκληση σε γεύμα
ταβή = καβγάς, φιλονικία
ταβίζω = καβγαδίζω, φιλονικώ, επιπλήττω, μαλώνω
ταβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω
τάβισμαν = καβγάς, φιλονικία
τάβλα = τράπεζα φαγητού, σανίδα
τάβλα = στάβλος ίππων
τάβλιν = τάβλι
ταβλορρόκανον = ξυλουργικό εργαλείο, με το οποίο εξομαλύνουν σανίδια
τάβος = είδος παιχνιδιού
ταβούλι = νταούλι
ταβουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής
ταβρανεύκουμαι = ενεργώ, κινούμαι γρήγορα
ταγανέα = τηγανιά
ταγανίζω = τηγανίζω
ταγάνιν = τηγάνι
ταγάριν = σάκος δερμάτινος, δοχείο της νυκτός
ταγγείν = αγγείο
ταγγιάζω = ταγγίζω
τάγγιασμαν = ταγγίζω
ταγή = διατροφή
ταγιάνεμαν = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω
ταγιανεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω
ταγιανίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω
ταγιάνισμαν = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω
ταγίζω = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο
ταγίνιν = η κριθή τροφή που παρέχεται σε μονόχηλο ζώο, ο ορισμένος άρτος που παρέχεται σε στρατιώτη
τάγισμαν = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο
ταγκαλάκης = ανόητος, μωρός
τάγμα = τάμα
ταγούλ(ιν) = νταούλι
ταγουλπάζιν = ξύλινη καπνοδόχος
ταγουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής
ταγούτεμαν = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ
ταγουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ
τάδε = ο τάδε
τάδετις = τάδε
ταενεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω
ταενίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω
ταένιν = νωπό, φρέσκο
ταένυφος = νεόνυμφη
ταένυφ’σσα = νεόνυμφη
ταζελάεμαν = ανανεώνω
ταζελαεύω = ανανεώνω
ταζένιν = νωπός, πρόσφατος
ταζίν = κυνηγετικός σκύλος
ταζιράζω = επιπλήττω
ταζίριν = επίπληξη
ταζιρλαεύω = επιπλήττω, επιτιμώ
ταζπίχ(ιν) = κομπολόι
τάζω = τάζω, υπόσχομαι, κάνω τάμα
ταής = θείος
τάι = νεαρός ίππος
τάι = το ένα από τα δυο φορτία εκατέρωθεν του σάγματος ζώου φορτηγού
ταιγάνα = φραγκόκοτα
ταΐκας = θειούλης
ταιριάζω = ταιριάζω, συμφωνώ
ταιρίασμαν = ταίριασμα
ταΐσα = κατ’ ευθείαν
ταΐτζα = νεαρή φοράδα ή νεαρός ίππος
ταιφά = οικογένεια
τάκα = άκατος
τακάλιν = είδος ραφής
τακάς = τράγος
τακάτζιν = το πλήκτρο του σήμαντρου εκκλησίας
τακάτιν = αντοχή
τακατούκα = το ξύλινο γουδί
τακεύω = αναρτώ, κρεμώ
τακίρ(ιν) = τροχός αμάξης
τακλά = κυβίστημα, τούμπα
τακόζιν = δοκάρι πατώματος
τάκος = άκατος
τάκος = τράγος
τακούδ(ιν) = μικρός τράγος
ταλάγκιν = πηκνό αίμα πληγής
ταλάγκωμαν = αίμα που πήζει
ταλαγκώνω = αίμα που πήζει
ταλαιπωρημένα = ταλαιπωρημένα
ταλαιπωρία = ταλαιπωρία, δυστυχία, φτώχια
ταλαίπωρος = ταλαίπωρος, δυστυχής
ταλαιπωρώ = ταλαιπωρώ, υποφέρω
ταλανεύω = αρπάζω, λεηλατώ
ταλάνιν = αρπαγή, λεηλασία, λαφυραγωγία
τάλαντον = ξύλινο σήμαντρο
ταλάσεμαν = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά
ταλασεύω = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά
ταλάσιν = μπελάς
ταλάσιν = ροκανίδια, σκουπίδια
ταλβά = καθίζημα
ταλγά = κύμα θαλάσσης
ταλγαλαεύω = κυμαίνομαι, μεταφ. ζαλίζομαι
τάλεμαν = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω
ταλεύω = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω
τάλια = ποσότητα από εκατό
ταλίγανλης = έφηβος, νεαρός
ταλκούτζος = βουτηχτής θαλάσσης
ταλτανεύκουμαι = αταφεύγω κάπου για προφύλαξη
ταμάμεμαν = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει
ταμαμεύω = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει
ταμάμιν = το συμπληρωμένο
ταμάριν = φλέβα, νεύρο
ταμαρόφυλλον = το φυτό πεντάνευρο το οποίο έχει φύλο με πέντε νεύρα
ταμάχιν = πλεονεξία
ταμαχκέας = πλεονέκτης
ταμιρτζής = σιδηρουργός
ταμλά = σταγώνα, στάλα, αποπληξία
ταμπαλία = τεμπελιά
page===1

ταμπάλτς = τεμπέλης
ταμπουγά = αποτύπωμα, σφραγίδα
ταμπούρα = είδος έγχορδου μουσικού οργάνου
τάν-τάν = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος
τάνα = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος
τανακιά = τενεκές
τανατόφυλλον = μεγάλο φύλο, πλατύ και παχύ
τανέα = φαγητό αρτυσμένο με τάνιν
τανέα = οσμή του τανιού
τανέας = εκείνος που τρώει συχνά τάνιν
τάνιν = το υπόλειμμα γιαουρτιού μετά την αφαίρεση βουτύρου
τανοκοίλης = εκείνος που πίνει πολύ τάνιν
τανοκούταλο = κουτάλα ειδική για το τάνιν
τανόπον = λίγη ποσότητα τάνιν
τανοσουρβιν = σούπα αρτυσμένη με τάνιν
τανοτέριν = ξύλο μακρύ, με το οποίο ανοιγοκλείνουν το φεγγίτη οικίας
τανούσεμαν = συμβουλεύομαι
τανουσεύκουμαι = συμβουλεύομαι
τανοφάει = χυλόπιτες αρτυσμένες με τάνιν
τάντανα = τα χοροπηδήματα του παιδιού στα γόνατα της μητέρας
ταντάνιγμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ
ταντανίζω = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ
ταντάνισμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ
ταντανιστέρα = η σανίδα πάνω στην οποία ταντανίζουν
ταντανίστρα = σουσουράδα, άνθρωπος κομψευόμενος
ταντανίτζα = το χοροπήδημα παιδιού στα γόνατα
τάντανον = ξηρό και σκληρό
ταντανού = σουσουράδα
τανταρακότζ(ιν) = είδος παιχνιδιού κατά το οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο
ταντή = εκείνος που υποβαστάζει την νύφη κατά την έξοδό της από την πατρική οικία και παράδοσή της στον γαμπρό
ταντινίζω = λέω και επαναλαμβάνω τα ίδια
ταντουράς = εκείνος που παρασκευάζει κάρβουνα
ταντούριν = σωρός ξύλων συσκευασμένα και σκεπασμένα με χώμα προς ανθρακοποίηση
τάνωμαν = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν
τανώνω = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν
τάξη = τάξη (διάταξη), ευκοσμία, σεμνότητα, εθιμοτυπία, τάμα σε άγιο, τάξη σχολείου
τάξι = με αυτό παροτρύνεται ο σκύλος προς επίθεση
ταξιδέας = ταξιδιώτης
ταξίδεμα(ν) = ταξιδεύω
ταξιδεύω = ταξιδεύω
ταξιδιάρικος = ταξιδιάρικος
ταξίδιν = ταξίδι
ταξιδιώτης = ταξιδιώτης
ταξιλάεμαν = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση
ταξιλαεύω = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση
τάξιμο(ν) = τάμα
ταοκάλαθον = καλάθι ορισμένης χωρητικότητας το οποίο φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού
ταόπον = νεαρός ίππος
ταοσάκκιν = σακί ορισμένης χωρητικότητας, που φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού
ταούλιν = νταούλι
ταουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής
ταουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ
τάπα = τάπα, πώμα
ταπά = κορυφή κεφαλής, κορυφή δέντρου
ταπαά = όροφος οικοδομής, πάτωμα
ταπακέρα = ποσότητα όση χωράει η καπνοθήκη
ταπακερέα = ταμπακιέρα, καπνοθήκη
ταπάνιγμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό
ταπανίζω = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό
ταπάνιν = σβάρνα, κοντάκι του τουφεκιού
ταπάνισμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό
ταπάντζα = πιστόλι
ταπαντζέα = βολή πιστολιού, πιστολιά
ταπάχιν = νόσος των διχήλων ζώων
ταπαχούμαι = (διχήλα ζώα) προσβάλλομαι από την νόσο ταπάχιν
ταπεινός = ήσυχος, μετριόφρων, αδύνατος
ταπείνωμαν = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη
ταπεινώνω = αδυνατίζω, ισχναίνω, δείχνω μετριοφροσύνη
ταπείνωση = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη
ταπεινωτός = αδύνατος
ταπιάτιν = χαρακτήρας, συνήθεια, πρόθεση, σκοπός
ταπιατλής = εκείνος που έχει καλά ήθη
τάπλα = γαμήλιο συμπόσιο, δισκοειδές κάλυμμα γυναικείας κεφαλής
ταπόλαμπρα = μετά το Πάσχα
ταπουρίουμαι = αναστενάζω, χτυπώ τα γόνατα με τα χέρια από απελπισία
τάρα = απόβαρο δοχείου
ταραγά = ανακατωτά, ανάμεικτα
ταραγεύω = αναμειγνύω
τάραγμα = ανάμειξη, ανακάτωμα
ταραγμονή = ανακάτωμα, ταραχή, σύγχυση
ταραγός = ανάμεικτος
ταραγύλης = ουράνιο τόξο
ταραζή = ζυγαριά
ταράζω = ανακατώνω, αναμειγνύω, ταράσσομαι
ταρακιάζω = σχηματίζω σωρό θεριζόμενων χόρτων
ταράκιν = σωρός θεριζόμενων χόρτων
ταράκιν = εργαλείο λιθοξόων οδοντωτό
τάραπας = ξύλινο διάφραγμα, φράχτης κήπου από σανίδα
ταραπολόζιν = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη
ταραχή = ανησυχία, ταραχή, θόρυβος
ταραχίζω = θορυβώ, ενοχλώ, πειράζω
ταραχτέας = ταραξίας, ραδιούργος
ταράχτες = όργανο διακινήσεως πράγματος, μεταφ. εκείνος που προκαλεί ταραξίες
ταραχτετής = εκείνος που διακινεί, μεταφ. εκείνος που προκαλεί έριδες, ταραξίες
ταραχτήτρα = γυναίκα ραδιούργα
ταραχτόν = το πρώτο γάλα
ταργόνιν = φυτό εδώδιμο
ταρέζιν = ράφι
ταρεζώνω = κατασκευάζω και τοποθετώ ράφια, τοποθετώ στο ράφι
ταρέλκα = φλιτζάνι τσαγιού ή καφέ
ταρελκέα = ποσότητα όση χωράει η ταρέλκα
ταρζής = ράπτης
τάρι = τώρα
ταρίν = το δημητριακό γέννημα κεχρί
ταρκή = δισάκκιο επί του εφίππου
ταρνάζω = κινούμαι ελαφρώς
ταρνακοτζίζω = είδος βαδίζω στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο, είδος παιχνιδιού
ταρνακότζιν = είδος παιχνιδιού στο οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο
ταρναπουτζεύω = καλπάζω
ταρναπουτζίζω = σκιρτώ, χοροπηδώ
ταρπούκα = τύμπανο στη βάση του λαγηνιού
τάρσα = αντίστροφα
ταρταγανίζω = ξεσκίζω, καταρρακώνω
ταρταγάνιν = το ξεσκισμένο και ρακώδες ύφασμα
ταρταγκίν = πηχτό κατακάθι υγρού
ταρταγκώνω = γίνομαι πηχτός
ταρταρίζω = τρέμω από το ψύχος, σπαρταρώ, τουρτουρίζω
ταρταρίζω = φλυαρώ, αφοδεύω από ευκοιλιότητα
ταρχανά = τραχανάς
τάρ’ = λοιπόν
page===2

τασέα = ποσότητα όση χωράει στο τάσιν
τασεύω = πλημμυρώ
τάσιν = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό
τασλάεμαν = πετροβολώ
τασλαεύω = πετροβολώ
τασόπον = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό
ταστίν = στάμνα
τασχανά = λατομείο
τατανεύω = καλομαθαίνω, συνηθίζομαι, γλυκαίνομαι
ταταρέα = η δυσοσμία του Τατάρου
τάτιν = το μέρος της κάλτσας γύρω από το πόδι
τάτιν = γεύση εδέσματος
τατόλι = το ισόπεδο φτυάρι με το οποίο φουρνίζουν τα ψωμιά
τάττας = πατέρας
ταυρί = αρσενικό μοσχάρι
ταυρολάσιν = η παρακολούθηση πολλών ταύρων μια αγελάδα, ο οργασμός των βοδιών και η διασταύρωσή τους, μεταφ. μεγάλος θόρυβος ανθρώπων
ταφ(ίν) = τάφος, μνήμα, νεκροταφείο
ταφή = ταφή
ταφλά = καθίζημα καφέ
ταφλάνιν = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου
ταφλανόπον = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου
ταφόπον = μικρός τάφος
τάφος = τάφος
ταφρίν = τάφρος
τάφρος = τάφρος
ταφροχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού
τάφρωμαν = ορόσημο αγρού
ταφτάρ(ιν) = βιβλίο λογιστικό
τάφταρα = έγκατα, βάθη
ταφώνω = θάβω
τάχα = δήθεν, τάχα
τάχατες = δήθεν, τάχα
ταχεύω = αναρτώ, κρεμώ
ταχούμιν = πίπα, καπνοσύριγγα
ταχτά-πιτίν = κοριός
ταχταλού = πέθανε
ταχτζηλούκιν = τέχνη οικοδομική
ταχτζής = οικοδόμος
ταχτικός = τακτικός
ταχώ = λαχταρώ
ταψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί
ταψί = ταψί
ταψίν = ταψί
τεά = δήθεν, τάχα
τεβέ = καμήλα
τεβεκελής = μωρός, ηλίθιος, μεταφ. άσκοπος, μάταιος
τεβεκελία = ασκόπως, ματαίως
τεβεκελωτός = λίγο ηλίθιος
τέβιν = μυθικό θηρίο των παραμυθιών
τεβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω
τεβόριν = έλατο
τεβοροκλάδιν = κλαδί ελάτου
τεβορόπον = έλατο
τεβορορρίζιν = ρίζα ελάτου
τεγανέα = τηγανιά
τεγάνι = τηγάνι
τεγανίζω = τηγανίζω
τεένυφος = νεόνυμφη
τεζίν = πεύκο
τεζίνα = δωδεκάδα
τεζοκλάδιν = κλαδί πεύκου
τεζορρίζιν = ρίζα πεύκου
τεζπίχιν = κομπολόι
τεζπιχόπον = κομπολόι
τεινέκης = ισχνός, λιπόσαρκος
τέκα = λέξη στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τέκα τέκα!»
τεκελτάρης = αστείος, ανόητος, μωρός
τεκελτέας = ανόητος, μωρός
τεκερλεμέ = πέτρα που πετάμε στη θάλασσα έτσι ώστε να εφάπτεται διαδοχικά
τεκερλενεύκουμαι = σκοντάφτω
τέκιν = κράσπεδο ενδύματος
τεκίριν = τροχός αμάξης
τεκνοβολώ = τεκνοποιώ
τέκνον = τέκνο
τέλα = πολύ, βαριά
τελαιπωρία = ταλαιπωρία
τελαιπωρώ = ταλαιπωρώ
τελάλης = δημόσιος κήρυκας
τελβέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ
τελεία = τελεία
τέλειος = τέλειος, άμεμπτος
τελείωμαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση
τελειώνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω
τελείωση = τέλος, τερματισμός
τέλεμαν = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ
τελεμονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου
τελένω = τελειώνω
τελετρέα = διάτρηση με τελέτριν
τελέτριν = τρυπάνι, γλύφανο των ξυλουργών
τελεύω = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ
τελίκανλης = έφηβος, νεανίας
τέλιν = σύρμα μετάλλινο, σύρμα τηλεγραφικό, τηλεγράφημα
τελομονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου
τελομός = αποπεράτωση, συντέλεση έργου
τέλος = τέλος
τελφέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ
τελώνα = οι διάττοντες αστέρες
τεμελία = εξ αρχής, σταθερώς
τεμέλιν = θεμέλιο
τεμελώνω = θεμελιώνω
τεμερτζής = σιδηρουργός
τεμιρτζηλίκιν = η τέχνη του σιδηρουργού
τέμνον = το εικονοστάσι της εκκλησίας
τέμπα = με αυτό προτρέπονται οι όρνιθες για να εισέλθουν στο κοτέτσι
τεμπέλης = τεμπέλης, οκνηρός
τεμπελία = τεμπελιά, οκνηρία
τεμπελχανά = άσυλο τεμπέληδων
τέμπλον = το εικονοστάσι της εκκλησίας
τενανάς = αυτός
τενεβίρα = είδος παιχνιδιού
τενεκετζής = αυτός που κατασκευάζει δοχεία από λευκοσίδηρο
τενεκιά = τενεκές
τένος = ιτιά
τέντα = κατάστρωμα πλοίου
τενταλλακλόθα = ακολουθώντας ο ένας τον άλλον
τενταλλακλόθιν = το ακόλουθο, το επόμενο
τενταλλαπάνου = αλλεπάλληλα
τενταλλαπέσου = εισχωρώντας το ένα εντός του άλλου
τεντελάρης = τρεμουλιάρης
τεντελέας = τρεμουλιάρης
page===3

τεντέλης = τρεμουλιάρης
τεντέλιγμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τεντελίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τεντέλισμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τεντελιχτά = τρέμοντας
τεντζερέ = χύτρα, τέντζερης
τεντζερέα = ποσότητα όση χωράει ο τέντζερης
τεντζερόπον = χύτρα, τέντζερης
τεπέ = η κορυφή της κεφαλής του ανθρώπου, η κορυφή δέντρου, όρους κτλ.
Τεπεκιόζης = ο Κύκλωπας της μυθολογίας
τεπός = ανόητος, μωρός
τεπουπίζω = καθαρίζω σιτηρά με τεπούριν
τεπούριγμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν
τεπούριμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν
τεπούριν = μεγάλος ξύλινος δίσκος μονοκόμματος που χρησιμοποιείται στο καθαρισμό των σιτηρών
τεπούρισμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν
τερεδίτζα = ρυάκι, ποταμάκι
τερεζή = ζυγαριά
τέρεμα = βλέμμα, περιποίηση
τερές = ρυάκι
τερζής = ράπτης
τερζίδικον = ραφείο
τερίνα = αθερίνα
τερκή = δισάκι του εφίππου
τερμανάζω = θεραπεύω με φάρμακα
τερμάνιν = φάρμακο, ευρωστία σωματική, ζωτικότητα, δύναμη
τερμονέα = κρημνός
τερνέκιν = ομήγυρη, πανήγυρη
τερπή = ο ξυλοφάγος των ξυλουργών
τέρσα = αντίστροφα
τερσή = είδος αδράκτου, με το οποίο κλώθουν νήμα εις διπλούν
τέρτιν = βάσανο, ταλαιπωρία, χρόνια νόσος, θλίψη, καημός
τερτίπιν = τέχνασμα οποιοδήποτε προς επιτυχία υποθέσεως ή προς εξαπάτηση
τερτόπον = βάσανο, ταλαιπωρία, θλίψη, χρόνια νόσος
τερώ = επιτηρώ, προσέχω, βλέπω, παρατηρώ, περιποιούμαι, διατηρώ, πληρώνω
τεσάεμαν = το στρώσιμο του πατώματος
τεσαεύω = στρώνω πάτωμα
τεσάκιν = στρώμα κλίνης
τεσαμά = πάτωμα σπιτιού
τεσσάριν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων
τεσσάροι = αυτοί που βαστάζουν το φέρετρο με κατεύθυνση προς την εκκλησία και έπειτα προς τον τάφο
τεσσεράγκωνον = τετράγωνο
τεσσεράδιν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων
τεσσερακάντηλος = αυτός που έχει τέσσερις καντήλες
τεσσεράποδος = αυτός που έχει τέσσερα πόδια
τεσσεράχρονος = τετράχρονος
τεσσερεκατόν = τετρακόσια
τεσσερόκοκκο = καρύδι που έχει τέσσερα εσωτερικά χωρίσματα
τέστα = πήλινο αγγείο ευρύστομο
τεστέ = δέσμη χόρτων, σταχυών κτλ.
τεστεκίλιν = είδος μικρού σφυριού χρυσοχόων
τεστίν = στάμνα
τέταρτος = τέταρτος
τετεκιάζω = μουχλιάζω επιφανειακώς
τετέκιν = μούχλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών τροφίμων
τετράγλωσσος = φλύαρος μέχρι κόρου, αδολέσχης
τετραδέτρα = μετων. άνθρωπος, ιδίως γυναίκα, πολυπράγμων
Τετράδη = Τετάρτη
τετράδιπλα = τετραπλά
τετράδιπλος = τετραπλός
Τετραδίτζα = Τετάρτη
τετραδοβλάφτρα = αυτή που βλάφτηκε την Τετάρτη
Τετραδοπαράσκευα = η Τετάρτη και η Παρασκευή, ημέρα νηστείας
τετραδοφάγας = αυτός καταλύει την νηστεία της Τετάρτης
τετρακέφαλος = τετρακέφαλος, μεταφ. έξυπνος, πανούργος
τετρακόσοι = τετρακόσιοι
τετράμερα = τέσσερα μέρη
τετράξανθος = ο πολύ ξανθός
τετραπέρατος = τετραπέρατος
τετράποδον = αυτός που έχει τέσσερα πόδια
τεττές = ο πατέρας (στην παιδική γλώσσα)
τέφιν = κοίτη ζώου του σκύλου και των αγριμιών
τεφτέριν = λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο
τέχα = επιφώνημα με το οποίο δείχνουμε κάτι
τεχάτοχας = νάτος
τεχλικελής = δειλός μέχρι μωρίας
τεχλικελίν = επικίνδυνο
τέχνη = τέχνη, επιδεξιότητα, μαστοριά
τεχνίτες = τεχνίτης, επιδέξιος, επιτήδειος
τεψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί
τεψίν = ταψί
τζάβλακο = μέρος ελώδες
τζαβλούκιν = το σπερματοφόρο στέλεχος φυτού
τζαβλουκώνω = εκφύω σπερματοφόρο στέλεχος (φυτό), αδυνατίζω, ισχναίνω
τζαβταρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από σίκαλη
τζαβτάριν = σίκαλη
τζαβταρόπον = λίγη ποσότητα σικάλεως
τζαβταροψώμιν = ψωμί από σίκαλη
τζαγάνα = κάβουρας, μετων. άνθρωπος ισχνός
τζαγδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω
τζαγδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά
τζάγκαρος = αράχνη, ακρίδα
τζαγκί(ν) = υπόδημα ψηλό μέχρι το γόνατο
τζαγκώνω = απλώνω, εκτείνω
τζαγμονή = φωνή, κραυγή
τζάγωμαν = παρατεταμένη κραυγή, βράχνιασμα από παρατεταμένη κραυγή
τζαγώνω = κραυγάζω παρατεταμένα, βραχνιάζω από παρατεταμένη κραυγή
τζαζού = γυναίκα ραδιούργα, δαιμόνιο που πνίγει τα βρέφη
τζαζούγαρη = γυναίκα ραδιούργα
τζαζουλίκιν = γυναίκα ραδιούργα
τζάζω = φωνάζω, κραυγάζω
τζαΐζω = φωνάζω, κραυγάζω
τζάισμαν = ισχυρή κραυγή
τζαϊχτά = φωναχτά, κραυγαλέα
τζαϊχτεράς = φωνακλάς
τζάκ(ιν) = εστία, τζάκι
τζακάνιν = δημητριακό γέννημα, σίκαλη, κριθή, στην πλήρη εκβλάστησή του
τζακατούρα = άλογο εξαντλημένο από την πολλή κόπωση
τζακατώνω = πρασινίζω
τζακέλιγμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν
τζακελίζω = σκάβω με το τζακέλιν
τζακέλιν = σκαπάνη
τζακέλισμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν
τζακελιχτέριν = σκαλιστήρι, σκαπάνη
τζακελομάκελλον = δικέλλα με την οποία γίνεται η εκρίζωση παρασίτων χόρτων κήπου
τζακίζω = σπάω, κομματιάζω
τζάκιν = κλήρος
τζακογνάφης = αυτός που έχει σπασμένα μούτρα, ασκημομούρης
τζακοθερίσκουμαι = κομματιάζομαι θεριζόμενος
τζακοκάγανον = δρέπανο σπασμένο
page===4

τζακοκεφαλίζω = σπάω το κεφάλι
τζακοκούτιν = σπασμένο κουτί και γενικώς σπασμένο σκεύος
τζακομεσίζω = σπάω τη μέση, προξενώ σ’ αυτήν πόνο
τζακομουντζουράζω = σπάω τα μούτρα, μεταφ. εξευτελίζω, ταπεινώνω
τζακόνιν = αυλή
τζακοπάριν = σπασμένος παράς, μεταφ. ελάχιστο χρήμα, τσακιστή πεντάρα
τζακοποδάζω = σπάω τα πόδια
τζακοποδαρίζω = σπάω, τσακίζω τα πόδια, παθαίνω κάταγμα του ποδός, κουτσαίνω
τζακοποδίζω = τσακίζω τα πόδια
τζακοστουδάζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία
τζακοστουδίζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία
τζακοτζούκαλον = σπασμένο πήλινο αγγείο
τζακοφτερίζω = τσακίζω τα φτερά, μεταφ. αποστερώ κάποιου το μέσω προς εργασία, χάνω το στήριγμά μου και αποθαρρύνομαι
τζακοφτερνίζω = τσακίζω την φτέρνα του υποδήματος στραβοπατώντας
τζακοφτερουλίζω = τσακίζω τα φτερά
τζακοχειλίζω = τσακίζω το χείλος (αγγείο)
τζακοχέρης = φιλάργυρος, κακοπληρωτής
τζακοχερίζω = τσακίζω το χέρι ή τα χέρια κάποιου, μεταφ. στερώ από κάποιον την ικανότητα προς ενέργεια ή εργασία
τζάκωμα(ν) = θραύση, σπάσιμο, τζακώματα χρήματα
τζακώνω = θραύω, τσακίζω, εκριζώνω, εκφοβίζω, επιτιμώ, επιπλήττω
τζακώτα = ελιά πράσινη θλαστή και αλατισμένη
τζακωτήριν = το τελευταίο γεννηθέν παιδί
τζαλαπάτημα = παιδική ασθένεια που συνεπάγεται καχεξία και ατροφία
τζαλαπατώ = ποδοπατώ
τζαλαχώνω = λερώνω, ρυπαίνω
τζαλίμιν = άργιλος
τζαλκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά, πόρπη ενδύματος, κρίκος πάνω στο οποίο προσδένεται κάτι
τζαλοτζάκωμαν = τεμάχιο κομματιασμένου πήλινου αγγείου
τζάμα = ο γυναικεία κοτσίδα
τζαμάζω = πλέκω τα μαλλιά της κεφαλής σε κοτσίδες
τζαμέσιν = βούβαλος
τζάμιν = τζάμι
τζαμίν = τζαμί
τζάμμουας = είδος παιχνιδιού
τζαμμούσα = αυτή που έχει κλειστά μάτια
τζαμμώνω = κλείνω τα μάτια
τζαμμωχτά = με κλειστά μάτια
τζαμμωχτόν = το παιχνίδι «τυφλόμυγα»
τζάμπουρας = αυτός που έχει τα μάτια κλειστά, μεταφ. βλάκας
τζάμπουρο = στέμφυλο
τζαμπρί = τσαμπί
τζαμπώνω = κλείνω τα μάτια
τζαμφέσι = είδος μεταξωτού υφάσματος
τζαναβάριν = άγριο ζώο σαρκοφάγο, μεταφ. άνθρωπος αγροίκος, ασυλλόγιστος
τζανάρ’κον = αυτός που έχει παραχαϊδευθεί
τζανεία = θωπεία, χάδια, ανοησία, μωρία
τζανεύω = παραχαϊδεύω, κάνω καμώματα, παιδιαρίζω
τζανίζω = λαχταρώ
τζάνιν = ο ξύλινος ρυμός που συνδέει την τυκάνη του αλωνίσματος με το ζυγό
τζάνιν = παραχαϊδεμένος
τζάνιν = το εξωτερικό πράσινο περίβλημα του καρυδιού
τζαννία = μωρία, τρέλα
τζαννίζω = τρελαίνομαι
τζαννοκόριτζο = τρελοκόριτσο
τζαννοπαίδι = τρελόπαιδο
τζαννοπίπερον = κόκκινη πιπεριά
τζαννοπορέματα = αταξία της ζωής, ατασθαλία, παρεκτροπή
τζαννοπορεύουμαι = ατασθάλω
τζαννός = ανόητος, επιπόλαιος, πεισματάρης
τζαννώνω = τρελαίνω κάποιον, τρελαίνομαι
τζάνος = ζιζάνιο του σίτου, είδος εντόμου
τζαντζαρεύω = αναρριχώμαι
τζάντζαρος = αράχνη, ακρίδα
τζαντός = αραιός
τζάξιμον = δυνατή κραυγή
τζάπα = πήλινη χύτρα, η κοιλότητα της παλάμης
τζάπα = χειροκρότημα
τζάπιν = πήλινη χύτρα
τζαποκοίλης = αυτός που έχει κοιλιά σαν τον τζάπιν, στρογγυλή και εξογκωμένη
τζαπόπον = πήλινη χύτρα
τζαραγμάδα = χαραμάδα, ρωγμή
τζαραμά = πρόστιμο
τζαραμπούλα = πυγολαμπίδα
τζαραμπουλίζω = λάμπω, στίλβω
τζαραμπουλιχτεράς = αυτός που λαμποκοπά, πανέμορφος
τζαραμπουλίχτρα = πυγολαμπίδα
τζαράνα = τα δοκάρια της στέγης, το μεταξύ της οροφής και της στέγης μέρος της οικίας
τζαρανίζω = τρεμοσβήνω, βλέπω αμυδρά
τζαραντίζει = ψιχαλίζει
τζαραπίζω = γρατσουνίζω, αροτριώ επιπόλαια
τζαραρία = αμυχή, γρατσουνιά
τζαρατζούρα = ύφασμα πρόστυχο και φτηνό
τζαραφάτιν = ύφασμα αραιό στην υφή
τζαραφίζω = γρατσουνίζω, οργώνω επιπόλαια
τζαράφισμαν = γρατζούνισμα, το επιπόλαιο όργωμα
τζαραφοκότα = γάτα που προξενεί αμυχές
τζαραφουλίζω = γρατσουνίζω με νύχια
τζαργαλάριν = ξύλο του οποίου αποσπώνται ξυλάρια, φωνή όχι μελωδική
τζαργάλιν = λεπτό απόσχισμα ξύλου
τζάρεμαν = περισυλλογή σκουπιδιών, επιπόλαιο σκούπισμα
τζαρευτέριν = σάρωθρο για περισυλλογή των σκορπισμένων σταχυών, ξύλινη χτένα
τζαρεύω = περισυλλέγω τα σκουπίδια, σαρώνω επιπόλαια
τζαρίδιν = φυτό που έρπει
τζαρίζω = εκφράζω με ζωηρές και φαιδρές φωνές την επιθυμία μου (για βρέφη)
τζάριν = τρίχα αλόγου
τζαρκέλ(ιν) = σκαπάνη
τζαρμούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια
τζαρμουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια
τζαρμούλισμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια
τζαροκόσκινον = κόσκινο από τρίχες αλογοουράς
τζαρομάγος = αυτός που έχει μάτια τόσο μικρά που μόλις ανοίγουν
τζαρομαλλού = σαρκαστικά γυναίκα που έχει μαλλιά σκληρά σαν τις τρίχες της αλογοουράς
τζάρος = γέρος
τζαροφούρκαλον = σκούπα από κλώνους χαμόδεντρου
τζαρτζαρίζω = τρίζω, κροτώ (ξύλα που καίγονται)
τζαρτζάρισμαν = το τρίξιμο που κάνουν τα ξύλα που καίγονται
τζαρφούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια
τζαρφουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια
τζαρώνω = βάζω λεπτούς κλάδους στην στέγη
τζάτζα = προσφώνηση προς μεγαλύτερη αδελφή
τζατζαλίζω = γυμνώνω κάποιον, αφαιρώ τον καρπό από το στέλεχος
τζατζάλισμαν = γδύσιμο κάποιου, αφαίρεση του καρπού από το στέλεχος
τζάτζαλος = γυμνός
τζατζαλώνω = απογυμνώνω κάποιον
τζατζίν = φρύγανο, κλαδί, θάμνος
τζατζίφταρο = φτυάρι του αλωνιού από καλάμια
τζατζόπον = φρύγανο, κλαδί, θάμνος
τζατζούλα = μικρό πανεράκι
τζατζούρα = μικρά ξυλαράκια
τζατζοφούρκαλον = σκούπα που κατασκευάζεται από κλάδους σκληρών θάμνων ιδίως ερείκης, ο θάμνος ερείκη
page===5

τζατζόφωτα = ξημέρωμα
τζατζοφωτίζω = υποφώσκει
τζατζοφώτισμαν = λυκαυγές
τζαυδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω
τζαυδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά
τζαυδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός
τζαφάρα = περιταινία κρέατος, κρέας ινώδες
τζαφάρα = σφυρίχτρα
τζαφαρίζω = σφυρίζω με σφυρίχτρα
τζαφαρωτόν = ινώδες κρέας
τζάφιγμαν = ξύσιμο
τζαφίζω = ξύνω, κνήθω
τζάφιν = κόσμημα γυναικείας κεφαλής αποτελούμενο από διπλή σειρά αργυρών αλυσίδων που φέρουν στις άκρες δυο αργυρά τεμάχια εξαρτήσεως νομισμάτων επιχρυσωμένα, το δάχτυλο του τυφλοπόντικα
τζάφισμαν = ξύσιμο
τζαφράκα = ρυτιδωμένη γριά
τζαφράκωμαν = ρυτίδωμα στο πρόσωπο
τζαφρακώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο
τζαχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων
τζαχάλης = αδαής, άπειρος, διανοητικά καθυστερημένος
τζάχειλος = αυτός που έχει μεγάλα χείλη, χωρικός που μιλάει ιδίωμα παραφθαρμένο
τζεβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι
τζεβάπιν = απόκριση
τζεβζέ = μπρίκι του καφέ
τζέγκλα = πράγματα που συντελούν για απόλαυση και επίδειξη
τζεζά = ποινή, τιμωρία
τζελέβιν = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για πλύσιμο
τζελελία = γλάρος
τζελεπάζω = φέρω λειχήνες στο δέρμα, ψωριάζω
τζελεπώνω = ντύνω κάποιον με πενιχρά ενδύματα
τζελέφιν = ροκανίδι
τζεπάζω = βάζω στην τσέπη
τζέπη = τσέπη
τζεπλάζω = διασκορπίζω τσόφλια
τζέπλιν = σκληρός φλοιός, τσόφλι κτλ.
τζεπλώνω = σκληρύνομαι όπως το κέλυφος ξηρού καρπού
τζέπρα = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια
τζέπρα = στέμφυλα
τζεπράζω = πάσχω από λέπρα, πάσχω από ψώρα, γίνομαι ρυπαρός
τζεπράρης = λεπρός
τζεπρέας = λεπρός, ψωραλέος, μεταφ. ρυπαρός
τζεπρέδια = στέμφυλα
τζεπρολαλαχεία = χάδια λεπρού ή ψωραλέου
τζερδόνιν = σάπιο ή σκουληκοφαγωμένο ξύλο
τζερεμέ = πρόστιμο
τζερεμόπον = λίγο πρόστιμο
τζερέπης = λιπόσαρκος, κοκκαλιάρης
τζέριγμαν = σκίσιμο
τζερίζω = σκίζω
τζέρισμαν = σκίσιμο
τζερπίουμαι = κουρελιάζομαι στα φορέματά μου
τζέρτζα = διάρροια με αέρια, μετων. άνθρωπος βδελυρός
τζερτζέας = αυτός που πάσχει από χρόνια ευκοιλιότητα
τζερτζός = ρυπαρός, ακάθαρτος
τζερτζοσύνα = ακαθαρσία, ρυπαρότητα
τζευδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός
τζεφάζω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος)
τζέφιν = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών
τζέφλιν = σκληρός φλοιός, αβγού, καρπών κτλ.
τζεφλόν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου
τζεφώνω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος)
τζεχέλης = αδαής, άπειρος, διανοητικός καθυστερημένος
τζεχελίκιν = αδαημοσύνη, απειρία
τζεχενέμιν = κόλαση
τζία = σπινθήρας
τζιαγμονή = φωνή, κραυγή
τζιάζω = καίω βούτυρο ή λάδι για άρτυση φαγητού, ψήνω κάτι στη σχάρα
τζιαμπαρδούκα = είδος παιχνιδιού με άλματα
τζιανίζω = κλαυθμυρίζω (βρέφος)
τζιαστερίτι = τηγανάκι στο οποίο καίγουν βούτυρο
τζιαστός = ψημένος
τζιατού = καλικάντζαρος, μεταφ. γυναίκα μοχθηρή
τζιβδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός
τζιβίζω = τιτίζω (πτηνό)
τζίβιν = το πτηνό στρουθίο
τζιβιντζάλιν = μετων. άνθρωπος μικρόσωμος
τζιβολίζω = μαδώ, δέρνω
τζιγάνος = άνθρωπος φειδωλευμένος, τσιγκούνης
τζιγαρέα = η οσμή του τσιγάρου
τζιγάρον = τσιγάρο
τζιγαρόξυλον = πίπα
τζιγαροχάρτιν = χαρτί ειδικό για τύλιγμα τσιγάρου
τζιγγιαναλίκιν = φειδωλία, φιλαργυρία
Τζιγγιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος
τζιγγιανοπούλλιν = γυφτόπουλο
τζίγγρα = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα, μετων. άνθρωπος μεμψίμοιρος
τζιγγράζω = παραπονιέμαι, γκρινιάζω
τζιγγράρης = παραπονιάρης, γκρινιάρης
τζιγγρέας = παραπονιάρης, γκρινιάρης, φιλάργυρος, τσιγκούνης
τζίγγρωμαν = κλαψούρισμα, μεμψιμοιρία, σκυθρώπιασμα
τζιγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω
τζιγκαλίδα = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός
τζιγκαλιδάζω = κλώθω πολύ το νήμα και προκαλώ το σχηματισμό σπειρώσεων
τζιγκαλιδάριν = νήμα που είναι στριμμένο πολύ και έχει πολλές σπειρώσεις, έριο σγουρό και με κόμπους
τζιγκαλιδέας = μεταφ. στριμμένος
τζιγκαλίδιν = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός
Τζιγκιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος
τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω
τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω
τζιγκλιμιδίζω = συνθλίβω
τζιγκρά = αισθητά, ελαφρά
τζίδιν = ροκανίδι
τζιδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω
τζιδωτέριν = λεπτό ξυλαράκι που χρησιμοποιείται για προσάναμμα
τζιζεύω = χαράζω γραμμή
τζιζή = γραμμή χαρασσόμενη
τζιζιλαεύω = κάνω ή χαράζω γραμμή
τζιζιλαύω = παράγω ψίθυρο
τζίζω = αισθάνομαι οδυνηρό τσίμπημα
τζίκαρη = τσιγάρο
τζίκαρη = θάμνος
τζικάριν = πνεύμονας, ήπαρ
τζικίζω = τσιμπώ
τζίκνα = τσίκνα, ομίχλη
τζικνάζω = ξεωριάζω
τζικνέα = η οσμή της κνίσας
τζικουτέα = χτύπημα με σκούπα
τζικουτίτζα = μικρό κλαδάκι ελάτου, χόρτο που χρησιμοποιείται για μικρές σκούπες
τζικουτοκλάδιν = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου
τζίκουτον = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου, σκούπα από κλαδιά ελάτου
τζικουτόσπορον = σπόρος παραγόμενος από φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες
page===6

τζικουτώνω = διακλαδίζομαι πολύ σαν το φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες
τζιλάγκος = αισχρός στην όψη, δυσειδής
τζιλάζω = αφοδεύω υγρά αποχωρήματα
τζιλαλίζτρα = θάμνος που παράγει μαύρους καρπούς
τζιλαρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα
τζιλαρίτα = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλαταρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλατάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα
τζιλατείον = ευκοιλιότητα, διάρροια
τζιλβονίτα = είδος άγριου μενεξέ
τζιλγανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω
τζιλέα = τα υδαρή αποχωρήματα του ανθρώπου, κουτσουλιά, σάπιος καρπός
τζιλέας = αυτός που πάσχει από διάρροια
τζίλεμαν = διάρροια, κόπρος πτηνού
τζιλεύω = κοπρίζω (πτηνό)
τζιλίδιν = πυρωμένο κάρβουνο εστίας
τζιλιδόπον = μικρό κάρβουνο πυρωμένο
τζιλιμουγκρίζω = παραπονιέμαι κλαψουρίζοντας, γκρινιάζω για το έργο που μου ανατίθεται
τζιλιμπούρδα = πυγολαμπίδα
τζιλιμπουρδίζω = εκπέμπω αμυδρό φως
τζιλόκολος = αυτός που πάσχει από συνεχή διάρροια
τζιλόνομος = εκείνος του οποίου ο θρησκευτικός νόμος είναι άξιος περιφρονήσεως
τζιλόπετρα = λίθος πολύ εύθραυστος
τζιλοφάγας = (υβριστικώς) αυτός που τρώει αποχωρήματα
τζιλτάρης = αυτός που πάσχει από ακράτεια
τζιλτέας = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός
τζίλτεμα(ν) = ούρα
τζιλτεμέα = η οσμή του ούρου
τζιλτευτέρα = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση
τζιλτευτέριν = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση
τζιλτεύω = ουρώ, κατουριέμαι
τζιλτοζώμιν = κωμικώς το ούρο
τζιλτού = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός
τζιλτούκης = αυτός που πάσχει από ακράτεια
τζιλτούρα = αυτή που πάσχει από ούρα
τζιλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα
τζιμίδιν = εγκέφαλος, νους, η υπολειπόμενη μάζα των καρυδιών μετά την εκπίεση του ελαίου, πολτός από πίτουρα ως τροφή αγελάδας, χόρτα στραγγισμένα μετά το βράσιμο και αρτυσμένα με βούτυρο
τζιμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζίμισμαν = στύψιμο με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζιμπάρι = σφύρα λιθοξόου
τζίμπλα = τσίμπλα
τζιμπλάζω = φέρω τσίμπλες
τζιμπλάρης = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλαρίτζα = γυναίκα τσιμπλού
τζιμπλατίνος = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλέας = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλετάνος = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλίασμαν = φέρω τσίμπλες
τζιμπλομμάτης = αυτός που έχει τσίμπλες
τζιμπλοπέτεινος = παρωνύμιο του τζιμπλομμάτης
τζιμπονίζω = αναβλύζω με ορμή
τζιμπόνιν = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα
τζιμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας
τζιμπούσ(ιν) = συμπόσιο, τσιμπούσι
τζινάζω = αφήνω κουτσουλιά (πτηνό)
τζινακιάζω = εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
τζινάκιασμαν = λάμψη σπινθήρα, καμένο μέρος πράγματος από σπινθήρα
τζινακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια
τζινάκιν = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος
τζινακόπια = μικρά ψαράκια
τζινατίζω = λερώνω με τζινέαν
τζινάτωμαν = αλείφω με τζινέαν, λερώνομαι με τζινέαν
τζινέα = κουτσουλιά
τζινεύομαι = στενοχωριέμαι
τζινί = σκελίδα σκόρδου, φέτα φρούτου
τζινίζω = κλαψουρίζω
τζινίκα = γυναίκα κλαψιάρα
τζίνος = γλάρος
τζινταράζω = βγάζω ίνες από ξύλο
τζιντάριν = λεπτή ίνα ξύλου, σχίζα
τζιντζής = μάγος
τζίντζιρος = ρυτιδωμένος
τζιντζιρώνω = γερνάω πολύ
τζίξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος
τζιουμάζω = στύβω τα ρούχα για να φύγει το νερό
τζιουμπουρώ = τσιμπώ
τζιουμπροχειλίουμαι = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα
τζιουπροχείλισμα = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα
τζιουχλεύω = βάζω σημάδι, στοχεύω
τζιουχλί = αλιευτική απόχη
τζιπάζω = περνώ βελόνες για πλέξιμο, στερεώνω κάτι με σφήνα
τζιπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης
τζιπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλάκι
τζιπίω = εξάγω τις ίνες του κελύφους των φασολιών
τζιπρώνω = συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σαπίζω στη γη δεν φυτρώνω (σπόρος), στεγνώνω
τζίρα = αδυναμία σωματική, εξάντληση
τζιργάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου
τζιργανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω
τζίριγμαν = τσιρίδα
τζιρίζω = τσιρίζω
τζίριν = αχλάδια ή μήλα φουρνισμένα ή ξηραμένα στον ήλιο
τζιριχτεύω = παρασκευάζω τηγανίτες
τζιριχτόν = τηγανίτα
τζίρλα = διάρροια
τζιρλέα = κλαψούρισμα, κραυγή
τζιρλετής = διάρροια
τζιρλίζω = κλαίω, κλαψουρίζω
τζιρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη
τζιρνία = ο ελάχιστος ψίθυρος φωνής, κλαψούρισμα
τζιρνίζω = βγάζω τσιμουδιά, ψιθυρίζω, κλαψουρίζω
τζιροζώμιν = το ζουμί των βρασμένων τζιριών
τζιρόνα = είδος πτηνού
τζίρος = είδος σκόμβρου, τσίρος
τζιρούτ(ιν) = ακόντιο
τζίρτα = σάλιο, μεταφ. ελάχιστη ποσότητα πράγματος
τζιρτζιρίζω = τσιρίζω
τζιρτίζω = εκσφενδονίζω σάλιο, αναβλύζω αναπηδώντας
τζιρτιχτέρα = σωληνάριο με έμβολο με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκσφενδονίζοντας νερό ο ένας στον άλλον
τζιρώνω = γίνομαι κάτισχνος
τζιτάμης = νωθρός, οκνηρός
τζιταμλίκιν = νωθρότητα, οκνηρία
τζίτζα = ελάχιστη ποσότητα πράγματος
τζιτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω
τζιτζάνισμαν = απορρόφηση, θήλασμα
τζιτζίδι = μετων. άνθρωπος ολόγυμνος
τζίτζιδος = τσίτσιδος
τζιτζίλι = το παιδικό μόριο
τζιτζιλίαμαν = τριγυρίστρα
τζιτζίλιν = θρομβοειδές υγρό απόσταγμα δέντρων, δερματικό μαλακό έκθυμα, ομφαλός
page===7

τζιτζιλομάστικα = μαστίχα από έλατο
τζίτζιλος = ολόγυμνος, τσίτσιδος
τζιτζίν = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός
τζίτζιρα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυομένου λίπους της ουράς προβάτου
τζιτίζω = κρυφοκοιτάζω από χαραμάδα
τζιφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζιφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται
τζίφισμαν = χάραγμα με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζιφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη
τζιφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά
τζιφλάνιν = μικρό απόσχισμα ξύλου
τζιφτός = λεπτοφυής
τζιχάρ(ιν) = τσιγάρο
τζίχλα = το πτηνό τσίχλα
τζιχλάζω = συντρίβω, συνθλίβω
τζιχλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη
τζιχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει
τζιχλάκιν = το πτηνό τσίχλα
τζιχλιμιδίζω = συντρίβω, τρίβω στάχυα στο χέρι για να βγάλω τον καρπό
τζιχλιμίδιν = συντρίμμι
τζιχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός
τζιχλώνω = συνθλίβω με πίεση
τζίχνα = τσίκνα, ομίχλη
τζιχνάριν = το τσικνισμένο φαγητό
τζιχνέα = η οσμή της τσίκνας
τζιχνέας = ο ενοχλητικός
τζιχνίζω = καψαλίζω
τζίχνισμαν = ακροθιγής καύση πράγματος, καψάλισμα υφάσματος, δέρματος, πτηνού κτλ., ανάδοση οσμής τσίκνας φαγητού
τζιχτζιράνος = αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη
τζιχτζιρίνος = αβγό γεμισμένο με επιδέξιο τρόπο με πίσσα για να γίνει ισχυρό και να σπάσει τα αβγά των άλλων το Πάσχα, αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη, μετων. άνθρωπος λεπτοκαμωμένος
τζοάπιν = απόκριση
τζοβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι
τζόβενος = νεαρός κομψά ντυμένος
τζόβιν = λεπτό και πλατύ απόκομμα ξύλου, φλοιός δέντρου
τζολόφιν = ο λοβός του φασολιού
τζόνιν = σχισμένες βέργες, με τις οποίες πλέκουν καλάθια
τζονοκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο από λεπτές βέργες
τζονορράβδιν = βέργα με την οποία παρασκευάζονται τα τζόνα
τζόπα = τσέπη
τζορίζω = μόλις που αναβλύζω από ελάχιστη ποσότητα νερού
τζορίν = γήλοφος, βουνό
τζορίν = πηγή νερού ελάχιστης ποσότητας που μόλις αναβλύζει, έλος, τέλμα
τζορόπον = γήλοφος, βουνό
τζοροχόρταρον = χόρτο που μεγαλώνει σε τόπο υγρό ή ελώδη
τζορτζοθολώνω = θολώνω πολύ λίγο ή ρίχνω σε κάτι λίγο νερό, διαβρέχω ελάχιστα, αφήνω έργο ημιτελές
τζούβος = άδειος, κούφιος
τζουβώνω = γίνομαι κούφιος
τζουγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω
τζουγκαλίδω = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός
τζουδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω
τζούζω = τσούζω, μεταφ. αισθάνομαι για κάποιον λύπη, συμπάθεια
τζουκαλάς = ο κατασκευαστής πήλινων αγγείων
τζουκάλιν = πήλινη χύτρα
τζουκαλού = πήλινη χύτρα
τζουκαλοφούρνι = κάμινος όπου ψήνονται τα πήλινα αγγεία
τζουκαλώνω = στήνω χύτρα στην εστία για παρασκευή φαγητού
τζούλα = τρίχα από ουρά αλόγου
τζουλάνιν = σκελίδα σκόρδου
τζουλγάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου
τζουλούφ(ιν) = ο λοβός του φασολιού
τζουλούχος = είδος φαγητού από ποικίλα συστατικά
τζουλτούκ(η)ς = αυτός που πάσχει από ακράτεια
τζουλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα
τζούμιγμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζουμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζούμισμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη
τζουμουδιώ = τσαλακώνομαι
τζουμουλάζω = τσιμπώ
τζουμουράζω = τσαλακώνω
τζουμουρεύω = πιέζω, συνθλίβω
τζουμουρίασμαν = τσαλάκωμα
τζουμούριν = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη
τζουμουρόπον = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη
τζουμπίζω = τσιμπώ, κεντώ
τζουμπιχτέρα = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα
τζουμπιχτέριν = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα
τζουμπό(ιν) = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα
τζουμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας
τζουμπουλάζω = κεντώ, τσιμπώ
τζουμπούρι = τσιμπούρι
τζουμπούσιν = συμπόσιο
τζούνα = σκύλα
τζουνάκ(ιν) = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος
τζουνακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια
τζουντζουβάνα = είδος ξύλου που χρησιμοποιούντα παιδιά για παιχνίδι
τζουντζούνα = φαγώσιμο αγριόχορτο
τζουντζουνίζω = πιπιλίζω
τζούντζουνος = υπέργηρος
τζουντζούρεμαν = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο
τζουντζουρεύω = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο
τζούντζουρος = ρυτιδωμένος
τζουντζουρούκιν = κοντός με τον οποίο διαρρυθμίζουμε την θέση των καιόμενων ξύλων του φούρνου
τζουντζουρώνω = γερνάω πολύ
τζουντουβανίουμαι = παίζω με την τζουντουβάνα
τζουντουνάς = αυτός που αγαπά να τρώει τζουντζούνες
τζούξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος
τζούπα = κλείσιμο
τζουπαδάς = ο πωλητής καλαμποκιού
τζουπαδένος = αυτό που προέρχεται από καλαμπόκι
τζουπαδίτικος = καλαμποκίσιος
τζουπαδοκόθιν = το ξηρό στέλεχος του καλαμποκιού μετά την αφαίρεση του καρπού
τζουπαδοπούλλιν = νεαρός βλαστός καλαμποκιού
τζουπαδοστέλιν = ο κορμός του καλαμποκιού
τζουπαδοτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με αλεύρι καλαμποκιού
τζουπαδόφυλλον = φύλλο καλαμποκιού
τζουπαδοψώμιν = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού
τζουπάζω = περνώ βελόνες για το πλέξιμο κάλτσας, στερεώνω κάτι με σφήνα
τζουπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης
τζουπίζω = βγάζω τις ίνες από το κέλυφος των φασολιών
τζουπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλαράκι
τζουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα
τζουπράριν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος
τζουπρόν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος
τζούπρον = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια
τζουπρούρα = σουφρωμένη γριά, ρυτιδωμένη
τζουπρώνω = μένω ατροφικός, δεν μεστώνω (καρπός), συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σπόρος που σαπίζει στη γη και δεν φυτρώνει, στεγνώνω
τζουπρωτόν = ατροφικός καρπός
τζούπωμαν = κλείσιμο
τζουπώνω = κλείνω, βουλώνω
τζουπωχτέριν = επιστόμιο δοχείου, πώμα, βούλωμα
page===8

τζουρανέα = είδος θάμνου με φαγώσιμους καρπούς
τζουρανοζώμιν = ζωμός του καρπού τζουρανέας
τζουραντάκιν = είδος φαρμάκου
τζουραρεύω = μαζεύω γάλα σε μικρές ποσότητες
τζουρμανέα = δυσεξάλειπτη αιθάλη καπνοδόχου
τζουρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη
τζουρμουλάζω = τσιμπώ
τζουρμουλίζω = αρπάζω με νύχια, τσιμπώ, λυπάμαι κάποιον κατάκαρδα
τζουρνίκιν = αρσενικό δηλητήριο
τζουρολογώ = εξαντλώ τελείως το περιεχόμενο υγρό σκεύους, πίνω από βρύση που κοντεύει να στερέψει
τζουροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό, στερεμένη
τζουροπόταμον = ξηροπόταμος, χείμαρρος
τζουρουμουγκρίζω = μουρμουρίζω, γκρινιάζω, κλαψουρίζω
τζουρούτιν = ακόντιο
τζούρτι = καπνοδόχος, καμινάδα
τζούρωμα = στέρεμα πηγής η οποία παύει να παρέχει νερό, στέρεμα αγελάδας η οποία δεν παρέχει γάλα
τζουρώνω = αδειάζω από το περιεχόμενο νερό, στερεύω
τζουτάμης = νωθρός, οκνηρός
τζουταμλούκ(ιν) = νωθρότητα, οκνηρία
τζουτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω
τζούτζου = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός
τζουτζούκιν = ο ορρός του διυλισμένου γιαουρτιού
τζουτζουκώνω = απολύω ορρό (γιαούρτι)
τζουτζούλι = το παιδικό μόριο
τζουτζουνίζω = ροφώ άπληστα
τζουτζουρούμαι = φλέγομαι από δίψα λόγω αλμυρού φαγητού
τζούφ(ιν) = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών
τζουφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζουφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται
τζούφισμαν = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου
τζουφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη
τζουφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά
τζουφλάν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου
τζουφοκόκκιν = σίτος ζουφός
τζουφόπονος = αυτός που δεν αντέχει τον ελάχιστο πόνο ή για το παραμικρό πόνο παραπονιέται ότι πονάει πολύ
τζούφος = καρπός άδειος, κούφιος
τζουφούλιν = τσαρούχι
τζουφουλοπρόσωπος = μεταφ. αναίσχυντος
τζουφώνω = γίνομαι κούφιος (καρπός)
τζουφωτός = ο σχεδόν κούφιος καρπός
τζούχ(ιν) = καρπός άδειος, κούφιος
τζουχαβελέα = χτύπημα με σκούπα
τζουχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων
τζουχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει
τζουχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός
τζουχλώνω = συνθλίβω με πίεση
τζούχνα = τσίκνα, ομίχλη
τζουχνέα = η οσμή της τσίκνας
τζουχνίζω = καψαλίζω
τζούχος = καρπός άδειος, κούφιος
τζούχτρα = δηκτική γυναίκα
τζουχτρέας = φίλερις, δηκτικός
τζόχα = μάλλινο ύφασμα, μάλλινος επενδυτής
τζοχαβέλ(ιν) = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων
τζοχάριν = μετάλλευμα
τζοχοσάλβαρον = αντρικό σαλβάρι από μάλλινο ύφασμα
τζοχταρίζω = κατασκοπεύω, κρυφακούω
τζυλιβαρίζω = κατρακυλώ
τζυμπίζω = τσιμπώ, κεντώ
τζύμπισμαν = τσίμπημα, κέντημα
τζυμπτζυλίουμαι = κάνω τσουλήθρα
τζυμπώ = τσιμπώ
τζύπα = ομφαλός, πρωκτός
τζωμοκυλίζω = χτυπώ και ρίχνω στη γη
τη = τρειοινέτερον των τριών
τηγανέα = τηγανιά
τηγανίζω = τηγανίζω
τηγάνιν = τηγάνι
τηγάνισμαν = τηγάνισμα
τηγανίτα = τηγανίτα
τηγανολάβασον = λαγάνα ψημένη στο τηγάνι
τηγανόπον = τηγανάκι
την = εκείνον τον οποίον, εκείνους τους οποίους
τηρητής = ληστής
τηρητσούμαι = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω
τηρώ = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω
τι = ποιος
τιβτίκα = γυναίκα επιπόλαιη και φλύαρη
τίγα = πως, όπως, καθώς
τίγκιν = μυλόπετρα ειδική για το ξεφλούδισμα σίτου ή πλιγουριού
τιγκόσμιν = εκφέρεται συνήθως με το αριθμητικό ένα για δήλωση πλήθους ή μεγάλου ποσού
τιδέν = κάτι, κάποιο, ουδέν, τίποτε
τίζα = τσιμπούρι, αλογόμυγα
τίζεμαν = βάζοντας κατά σειρά, αραδιάζοντας
τιζεύω = βάζω κατά σειρά, αραδιάζω
τιζκίνι = ηνίο, χαλινάρι
τιζλίκ(ιν) = περικνημίδα
τιζτιράνος = είδος εντόμου
τίκα = στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τίκα τίκα!»
τικεύω = στήνω κάτι όρθιο, καθέτως
τίκια = όρθια
τικλάεμαν = το να στήνεις κάτι όρθια
τικλαεύω = στήνω κάθετα, όρθια
τίκοιος = ο τάδε
τικταπάνος = υπάλληλος του καπνικού μονοπωλίου που καταδιώκει αυτούς που χρησιμοποιούν λαθρεμπορικό καπνό
τιλισίμιν = μαγική δύναμη την οποία έχουν πρόσωπα παραμυθιών
τιλισιμλής = αυτός που έχει αποκτήσει μαγική δύναμη
τιλκί = αλεπού
τιλκιάρης = ξυλουργός, μαραγκός
τίλογης = πως, όπως, καθώς
τίλογος = τι λογής, όποιος τις, ποιο είδος
τιμάρεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τιμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τιμάριν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τιμαρλάεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τιμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τιμή = τιμή
τιμητακός = αυτός που σέβεται τους άλλους
τιμητικός = τιμητικός
τιμιόξυλο = κομμάτι ξύλου που νομίζεται ότι προέρχεται από τον τίμιο σταυρό και χρησιμοποιείται ως φυλαχτό
τίμιος = τίμιος
τιμιότα = τιμιότης, μετων. πρόσωπο τίμιο, σεβαστό
τιμιωτέρα = ύμνος προς την Παναγία του οποίου η αρχή είναι «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ»
τιμώ = τιμώ, σέβομαι, εκτιμώ
τίν = αφτί
τίναγμα = τίναγμα, εκσφενδόνιση
τινάζω = τινάζω
τιναχτά = είδος εδέσματος με φασόλια
τιναχτός = ψηλός
τινενός = του ενός
page===9

τίντζα = τα αποτσιγαρίδια λίπους
τιντιλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τιουλκέρης = ξυλουργός, μαραγκός
τιουτιούν = νερό (στη παιδική γλώσσα)
τιουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού
τιουφέγκιν = τουφέκι
τιπάκιν = μεγάλο λίθινο ιγδίο
τίπη = βάθος, πυμή, βάση
τιπίν = χιονοθύελλα
τίποτε = τα, κάτι, ουδέν
τιριζίτα = φαγώσιμο αγριόχορτο
τιρλίκιν = ο τρόπος του ζην σε κατάσταση φτώχιας
τιρμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος
τιρμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
τιρσί = το ψάρι φρίσσα
τίρτεμαν = έρευνα, ψάξιμο με το δάχτυλο, ενόχληση χειρονομώντας
τιρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας
τισάκ(ιν) = στρώμα
τίταρα = ωμοπλάτη
τίτεμαν = άνοιγμα με τα χέρια μαλλιών στρώματος, ξέφτισμα
τιτεύω = ανοίγω με τα χέρια μαλλιά στρώματος, ξεφτώ, τίλλω
τίτζιν = πλακόστρωτο διαμέρισμα μάνδρας όπου ταΐζουν τα ζώα
τίτιλος = είδος παιχνιδιού
τιτινέα = η οσμή του καπνού
τιτίνιν = καπνός
τιτινοκέσιν = σακουλάκι για καπνό
τιτινόπον = λίγη ποσότητα καπνού
τιτινοτόπιν = τόπος κατάλληλο για την καλλιέργεια καπνού
τιτιντζής = πωλητής καπνού πλανόδιος
τιφέγκ(ιν) = τουφέκι
τιφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού
τιφτικένον = αυτό που είναι φτιαγμένο από τιφτίκιν
τιφτίκιν = το χνουδωτό μαλλί της αίγας από το τρίχωμα
τιφτικόρταρα = κάλτσες από τιφτίκιν
το = εκείνο το οποίο, εκείνο όπερ, όπερ, το οποίο, τούτο
τοβάς = ευχή, παράκληση
τόγκιαν = εκείνο που, οτιδήποτε
τογράεμαν = κομμάτιασμα, λείανση
τογραεύω = κομματιάζω, λιανίζω
τογράμα = τεμάχια, κομμάτια
τογραμά = κόψιμο σε κομμάτια, μέρη οικοδομής όπως πόρτα, παράθυρα κτλ.
τογραματζής = μαραγκός, λεπτουργός
τογρηλούκιν = ευθύτητα, αλήθεια, δικαιοσύνη
τογρής = ευθύς, ίσιος, ειλικρινής, δίκαιος, αληθής
τογρία = αλήθεια
τογρουλάεμαν = τακτοποίηση
τογρουλαεύω = τακτοποιώ
τόζιν = σκόνη
τοζλαεύω = σηκώνω σκόνη
τοζλούκιν = περικνημίδα
τόζωμαν = σκόνισμα
τοζώνω = σκονίζω, σηκώνω σκόνη
τοίκοιος = ο τάδε
τοίς = εκείνους που
τόισος = τι λογής, τι είδους
τοίχος = τοίχος
τοιχούμαι = χώνομαι κάπου και γίνομαι αφανής
τοκά = μεταλλική αγκράφα δερμάτινης ζώνης
τόκα = σύγκρουση ποτηριών σε πρόποση
τοκίζω = τοκίζω
τόκιν = βέλος
τοκμά = λουκουμάς
τόκος = τόκος
τοκούνεμαν = προσβολή κάποιου με λόγια, πείραγμα, βλάψιμο
τοκουνεύκουμα = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω
τόλα = αλισίβα για πλύσιμο
τολάνεμαν = στρίψιμο, κύλημα, περιστροφή
τολανεύκουμαι = κάνω στροφή, κύκλο, περιστροφή
τολαντούρεμαν = περιφορά, απάτη
τολαντουρεύω = περιφέρω, απατώ
τολαντουρτζής = απατεώνας, αισχροκερδής, ψεύτης στις υποσχέσεις
τολαπάζω = βάζω, τοποθετώ κάτι στο ντουλάπι, μεταφ. απατώ
τολάπιν = ντουλάπι
τόλιν = θολός, καμάρα
τολμά = ντολμάς, τοίχος χτισμένος με κάθετα ξύλα των οποίων τα κενά μεταξύ διαστήματα γεμίζουν με λίθο
τολμώ = τολμώ
τόλομαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση
τολόνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω
τομή = μετων. γυναίκα άμυαλη, κουτή
τομίαν = κατά πρώτη φορά, το πρώτο
τόμου = ευθύς ως, άμα, μόλις
τομπούλλης = στρογγυλός
τονάνα = μετων. άνθρωπος δυσκίνητος ή ηλίθιος
τονανμά = συνεχής πυροβολισμός εορταστικός ή διασκεδαστικός
τονάριν = το μήκος της αλιευτικής ορμιάς
τονάτεμαν = ευτρεπισμός, στολισμός
τόνος = τόνος
τόντζενος = ορειχάλκινος
τοξαράζω = παίζω με την λύρα
τοξαράτικα = η αμοιβή του λυράρη
τοξαρέα = τοξαριά
τοξαρίασμαν = ανάκρουση μέλους με τη λύρα
τοξάριν = τόξο πολεμικό, τόξο λύρας
τόξεμαν = εκτόξευση βέλους, μεταφ. δαρμός
τοξεύω = χτυπώ με εκτοξευμένο βέλος, ξαίνω με τοξάρι μαλλί ή βαμβάκι
τόξον = τόξο
τοξοσάιτον = τόξο και βέλος μαζί
τοξώνω = κυρτώνω σε σχήμα τόξου
τόπιν = τόπι, κανόνι, τηλεβόλο, τόπι υφάσματος
τοπλάεμαν = μάζεμα, συλλογή
τοπλαεύω = μαζεύω, συνάγω
τοπόπον = μικρός τόπος, μικρό οικόπεδο
τόπος = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση
τόπου = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση
τοπούζιν = σφαίρα, μπάλα, ρόπαλο
τορεύω = μουσκεύω
τόριν = αλιευτικό δίχτυ
τορνεία = καλλωπισμός
τόρνεμαν = τόρνεμα
τορνεύω = τορνεύω, ευπρεπίζω, στολίζω
τόρνος = τόρνος
τορπά = σάκος που περιέχει την τροφή μονόχηλου ζώου, τορβάς
τοσέκιν = στρώμα
τοσιανάς = τόσος δα
τοσιάς = τόσος δα
τοσίκος = τόσο μικρός
τόσος = τόσον μέγας ή τόσον πολύς, τόσον πολύ
τοσούτζικος = τόσον μικρός ή τόσος ολίγος
τόστης = φίλος
τοστλούκιν = φιλία
page===10

τότε = τότε
του = τρειοινέτερον των τριών
τουβάριν = ντουβάρι, τοίχος
τουβραδής = κατά το βράδυ, το εσπέρας
τούζ = δηλώνει την βοή την οποία παράγει η μέλισσα
τουζάνιν = αργαλειός
τουζάχιν = παγίδα για φόνο ή σύλληψη ζώων
τουζουλαεύω = σφυρίζω, συρίζω
τουκανίζω = αλωνίζω
τουκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη
τούλα = ήσυχα, φρόνιμα, σιγά, αθόρυβα
τούλα = πλίνθος οπτή, λίθινη πλάκα με την οποία τρίβουν τα πατώματα για καθαρισμό
τούλαης = πως, όπως, καθώς
τούλας = πως, όπως, καθώς
τουλγούνης = ήσυχος
τουλγούν’κα = ήσυχα
τούλιν = αραχνοειδές ύφασμα
τουλούμιν = ασκός, τουλούμι
τουλουμίτζα = ασκός, τουλούμι
τουλουμόπον = μικρός ασκός φουσκωμένος
τουλούπα = τουλούπα
τουλτούλα = γυναίκα ανόητη, άμυαλη
τουλώνω = ησυχάζω, κάθομαι φρόνιμα
τουλωτός = ήσυχος
τουλ’γαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλιά το θερισμένο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα
τουλ’γάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγουν κάτι, περίζωμα των λουομένων, αγκαλιά θερισμένου χόρτου, κουβάρι
τουλ’γαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος
τουμάρ(ιν) = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου
τουμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τουμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο
τούμπα = τούμπα
τούμπανον = τύμπανο
τουμπάριν = πετρώδες ύψωμα γης, προεξοχή εδάφους σε μέρος ομαλό
τουμπάριν = έδαφος που έχει υψώματα
τουμπίν = γήλοφος, μπουμπούκι
τουμπόπον = γήλοφος, μπουμπούκι
τουμπούζιν = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος
τουμπουζόπον = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος
τούμπωμαν = εξόγκωμα, φούσκωμα, μπουμπούκιασμα (φυτό)
τουμπώνω = εξογκώνομαι, φουσκώνομαι, μπουμπουκιάζω (φυτό)
τουντζένος = ορειχάλκινος
τούντζιν = ορείχαλκος
τούντζινος = ορειχάλκινος
τουντουλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι
τουντουνίζω = τουρτουρίζω, χορεύω παιδάκι στα γόνατά μου
τούντουνος = εκείνος που τρέμει από ψύχος
τούπιν = ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για γαλακτοκομία
τουράδιν = ουρά
τουρκέα = η οσμή του Τούρκου
τουρκίζω = γίνομαι Τούρκος, μεταφ. ξινίζω
τούρκικα = τούρκικα
τούρκισμα = εξωμοσία
Τουρκίτζης = Τουρκόπουλο, Τούρκος
τουρκοκονταρισμένος = ο φονευμένος από Τούρκο
τουρκοπολίτες = τούρκος πολίτης
τουρκοπούλλιν = Τουρκόπαιδο, Τούρκος
τουρκότε = η ιδιότητα του Τούρκου ως απίστου, αυθαιρέτου και άρπαγος
τουρκοφάγετον = αγρός, κήπος ή βοσκότοπος άδικα και αυθαίρετα καταληφθέν από Τούρκο
τουρκοχώριν = χωριό κατοικούμενο από Τούρκο
τουρλαγγευτά = χοροπηδώντας
τουρλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ
τουρμουντάριν = είδος γογγύλης με υπόγειο βολβό εδώδιμο
τουρμούχτες = όργανο περισυλλογής ξηρών χόρτων
τουρνανά = ελαφρόμυαλη γυναίκα
τουρούλεμαν = παύση
τουρουλεύω = παύω
τουρπάριν = τρυπάνι
τουρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας
τουρτούρα = φλύαρη, πολυλογού
τουρτουράζω = σκουληκιάζω, τρέμω
τουρτουράριν = σκουληκιασμένο
τουρτούριγμαν = τουρτούρισμα
τουρτουρίζω = τουρτουρίζω
τουρτούριν = κάμπια, μετων. άνθρωπος ανήσυχος
τουρτούριν = αβγό με λεπτό φλοιό, το οποίο αν το χτυπήσουμε στα δόντια παράγει τρομώδη ήχο
τουρτούρισμαν = τουρτούρισμα
τουρτουρόχειλος = εκείνος του οποίου τρέμουν τα χείλη
τουρτουρόχορτον = χόρτο που έρπει, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με κάμπιας
τους-ωρού = ευθύς, αμέσως
τουσεύω = μαλώνω
τουσμάνικος = εχθρικός
τουσμάνος = εχθρός
τουσουνεύκομαι = σκέφτομαι, συλλογίζομαι
τουτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά
τουτζένος = ορειχάλκινος
τούτζιν = ορείχαλκος
τούτιν = μουριά
τουτκάλιν = ψαρόκολλα
τούτος = ούτος
τουτού = νερό (στη παιδική γλώσσα)
τουτουγιά = άνθος της εξοχής, αγριόχορτο εδώδιμο
τουτούκα = νερό (στη παιδική γλώσσα)
τουτουλεύκουμαι = πάσχω από δυσουρία
τουτουμάζω = μουχλιάζω
τουτουμάριν = μουχλιασμένο
τουτουμίαμαν = μουχλιάζω
τουτούμιν = μούχλα
τούφα = καπνός, ατμός, χιονοθύελλα
τουφάνι = ανεμοστρόβιλος
τουφανίζω = γίνεται χιονοθύελλα
τουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού
τουφέγκιν = τουφέκι
τουφεγξής = κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών
τουφίζω = εκπέμπω ατμό, αναδίδω ατμό, θερμαίνομαι πολύ
τούχτιν = μονάς βάρους πενήντα δραμιών
τοχλίν = αρνί ενός έτους, μεταφ. ζώο ή παιδί παχουλό
τοχούμιν = σπέρμα
τοχουνεύκουμαι = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω
τοχταεύω = στέκομαι στερεός
τόχτωμαν = μώλωπας
τοχτώνω = μωλωπίζω, προκαλώ με πλήγμα εκχύμωση
τοψίν = το εκτοξευμένο βέλος
τρά = νήμα όσο χρειάζεται για μια βελονιά
τραβάλα = φροντίδες, έγνοιες
τραβωδία = τραγούδι
τραγάνι = ο διάμεσος των ρωθώνων χόνδρος
τραγόραστος = πολύ ακριβός
τραγωδάνος = τραγουδιστής
τραγώδεμαν = τραγούδι
τραγωδία = τραγούδι
page===11

τραγώδιν = τραγούδι
τραγωδόπον = τραγουδάκι
τραδελφάκια = τρία αδέλφια
τράδερφα = τρία αδέλφια
τράδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα
τραδωδώ = τραγουδώ
τραελάρης = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας
τραελέας = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας
τραελεία = καλόπιασμα, κολακεία
τραέλεμαν = χάιδεμα, καλόπιασμα, κολακεία, απάτη
τραελεύω = χαϊδεύω, καλοπιάνω, κολακεύω, απατώ
τραίματα = τραύματα
τράκ = είναι δηλωτικό κρότου
τράκα-τράκ = δηλώνει κρότο
τρακαλαφατίνα = τριπλό καλαφάτισμα πλοίου
τρακάραβα = τρία καράβια
τράκατα = απροκάλυπτα, ειλικρινά
τρακατζέα = πλήγμα στο κεφάλι
τρακόσοι = τριακόσιοι
τράλαλα = σε κατάσταση αναισθησίας
τραλαλετής = ο διαλαλών, ο κήρυκας
τράλαλος = όλως αναίσθητος
τραλαλώ = διακηρύττω, διασαλπίζω παντού
τραλίζω = βλάπτω, καταστρέφω, μετακινώ, ταράσσομαι
τράμ-τρούμ = δηλώνει ήχο μουσικών οργάνων
τράμερα = τέσσερα μέρη
τράμιν = δράμι
τραμολοϊσμένος = ο ζυγισμένος ακριβέστατα μέχρι δραμιού
τράμπα = ανταλλαγή
τραμπουτζάζω = δέρνω με το χέρι, μπατσίζω
τραμπουτζώνω = παραχορταίνω, δέρνομαι
τράνεμα = μεγάλωμα, εξόγκωμα, αύξηση ηλικίας, μεταφ. έπαρση, μεγαλαυχία
τρανεύω = γίνομαι μεγάλος, ψηλός στο ανάστημα, μεγαλώνω σε ηλικία, μεταφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι
τρανί = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
τρανίτζικος = μεγαλούτσικος
τρανογούλης = αυτός που έχει μεγάλο λαιμό, μεταφ. αδηφάγος, λαίμαργος
τρανοκάρδης = μεγαλόκαρδος, μεταφ. γενναιόδωρος, γενναιόψυχος
τρανοκέφαλος = κεφάλας, μεταφ. ανόητος, μωρός
τρανόκολος = αυτός που έχει μεγάλους γλουτούς
τρανοκόφτω = κόβω σε χοντρά κομμάτια, μεταφ. λέω υπερβολές
τρανόπονος = αυτός που προξενεί πολλή ψυχική οδύνη
τράνος = αύξηση κατ’ όγκο, αύξηση καθ’ ηλικία, μέγεθος
τρανός = μεγάλος
τράνος = προσοχή, προφύλαξη
τραντάφυλλον = τριαντάφυλλο
Τραντέλλενος = κατά κάποιο τρόπο τριακοντάκις Έλλην, γενναίος Έλληνας
τράνυμα = μεγέθυνση, αύξηση καθ’ ηλικία
τρανύνω = μεγεθύνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι χρονικώς, μεταφ. γίνομαι επίσημος, φημίζομαι, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι
τρανώ = βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, προσέχω
τραπεζαίος = η κεντρική δοκός της στέγης οικίας
τραπεζαρείος = τραπεζαρία, εστιατόριο
τραπεζάρης = επιμελητής εστιατορίου
τραπέζιν = τραπέζι
τραπεζίτης = τραπεζίτης
τραπεζόλιθον = λίθος που έχει επιφάνεια τραπεζοειδή
τραπεζομάντηλον = τραπεζομάντηλο
τραπεζόπον = τραπεζάκι
τραπέζωμαν = τραπέζωμα
τραπεζώνω = τραπεζώνω
τραπολόζ(ιν) = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη
τραπώνω = αρχίζω να σαπίζω
τράσαγμαν = δερματική νόσος που προκαλεί λεπίδες όπως των ψαριών
τράτσος = πολύ χοντρός άνθρωπος
τραυαγγέλιγμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά
τραυαγγελίζω = αναγινώσκω περικοπές του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά
τραυαγγέλισμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά
τραυάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη
τραφίν = τάφρος
τραφοχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού
τράφωμαν = ορόσημο αγρού
τραχαγκάλι = τροχαλία
τραχανάς = τραχανάς
τραχανένον = το παρασκευασμένο από τραχανά
τραχανεύω = παρασκευάζω τραχανά
τραχανοσίρβιν = σούπα από τραχανά
τραχάσματα = δερματικά εκζέματα που έχουν μορφή πιτυριάσεως
τραχέα = τραχέα, προσβλητικά
τραχελιδάζω = περιβάλλω τον λαιμό μοσχαριού με τραχηλιά
τραχηλέα = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια, γυναικείος χιτώνας κεντητός γύρω από τον λαιμό, το άνοιγμα του γιακά στο πουκάμισο
τραχηλίδιν = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια
τράχορα = είδος θαλάσσιου σκώληκα που χρησιμοποιείται ως δόλωμα
τραχύς = τραχύς
τραωδία = τραγούδι
τρέγλα = σαπίλα
τρεγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζομαι
τρεγλέας = ο πολύ οκνηρός
τρεΐα = το κατακάθι του οίνου, υποστάθμη
τρείοι = τρεις
τρειοινέτερον = των τριών
τρεις = τρεις
τρελλαίνω = τρελαίνομαι
τρελλομάννα = μάνα τρελή
τρελλός = τρελός
τρελλώνω = τρελαίνω
τρελλωτός = λίγο τρελός
τρέμος = αραχνοειδής νυμφικός πέπλος
τρεμοτουλία = τουρτούρισμα
τρεμοτουλίζω = τουρτουρίζω
τρεμοτούλισμα = τουρτούρισμα
τρεμουλίζω = τρέμω από φόβο
τρέμπαλλο = ένδυμα με πολλά μπαλώματα ή παμπάλαιο
τρέμω = τρέμω, τρομάζω
τρέξιμον = τρέξιμο, φορά, δρόμος
τρεξίον = τρέξιμο, φορά
τρεσκέλ(ιν) = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη
τρέφω = τρέφω
τρεχαντήριν = είδος πλοίου ταχύπλοου
τρεχός = τροχός
τρεχού-τρεχού = τροχάδην, τρεχάτα
τρεχτά = τροχάδην, τρεχάτα
τρεχτάριν = ζώο που δεν βόσκει ήσυχα μαζί με άλλα, αλλά τρέχει εδώ και εκεί
τρέχτες = τρίτροχο αμαξάκι με το οποίο συνηθίζουν τα νήπια να περπατούν
τρεχτού = ταχύπους
τρέχτρα = ξύλινο μηχάνημα στο οποίο στηρίζονται τα νήπια και μαθαίνουν τα περπατούν
τρέχω = τρέχω
τρία = τρείς
Τριάδα = η εορτή των Τριών Ιεραρχών
τριάδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα
τριανταφύλλα = προσωνυμία ωραίας κόρης
τριανταφυλλέα = τριαντάφυλλο
page===12

τριανταφυλλίτζα = μικρά τριανταφυλλάκια
τριαντάφυλλον = τριαντάφυλλο
τριανταφυλλόξιδον = ξίδι από τριαντάφυλλα
τριανταφυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει ρόδινο πρόσωπο
τριανταφυλλού = εκείνη που μιλώντας σκορπίζει τριαντάφυλλα από το στόμα της
τριαντάχρονος = τριαντάχρονος
τριάριν = το χαρτί τρία στο παιγνιόχαρτο
τριβάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη
τριβιδάχκομαι = στρέφομαι εδώ κι εκεί, αγωνίζομαι
τριβίδι = φροντίδα, ενασχόληση
τριβιλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τριβίλιν = κυλινδρικό χοντρό ξύλο με το οποίο μετακινούν την μυλόπετρα όταν είναι ανάγκη να την ανασηκώσουν, οτιδήποτε υπομόχλιο για μετακίνηση μεγάλων βαρών
τρίβιτζον = δέσμη από τρεις βέργες άγριας λεπτοκαρυάς, άγριας τριανταφυλλιάς και άγριας ροδοδάφνης, που χρησιμοποιείται για μαγική πράξη την πρωτομαγιά
τριβόλαρα = λιθάρια πεντόβολων για παιχνίδι η οποία παίζεται με τρία άτομα
τριβόλιν = το αγκάθι τρίβολος
τριβουλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τρίβραστος = αυτό που είναι βρασμένο τρεις φορές ή πολλή ώρα
τρίβω = τρίβω
τριβωλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τριβώλισμαν = όργωμα αγρού τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι
τριβωνεύομαι = χρονοτριβώ, αναβάλλω
τριγκίον = σκουλαρίκι
τριγκλιστά = αργά, σιγά
τρίγλα = σαπίλα
τριγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω
τριγλέας = ο πολύ οκνηρός
τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
τριγύριν = πράγμα το οποίο περιτριγυρίζει, περιβάλλει, πλατειά ζώνη βρέφους
τριγύρισμαν = τριγύρισμα, περικύκλωμα
τριγυροκλώθω = περιτριγυρίζω, περικυκλώνω
τριγυροκλώσιμον = περικύκλωση, περιφορά γύρω από κάποιον
τριγύρω = τριγύρω
τριγώνιν = χριστουγεννιάτικος τριγωνικός άρτος, γαμήλιος άρτος τριγωνικού σχήματος που πλάθεται στην οικία του μελλονύμφου από δυο παρθένων
τρίγωνος = τρίγωνος, κόσμημα γυναικείου ενδύματος, είδος πτηνού κεντητού
τρίδιπλα = τριπλά
τρίδιπλος = τριπλός, παχύσαρκος
τριδυμάριν = παιδί τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια
τρίδυμον = τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια
τριήμερα = τριήμερα
τριήμερος = τριήμερος
τρικάκκαλος = αυτός που είναι τριόρχης, μεταφ. πολύ ζωηρός
τρικάλαμπος = πολύ λαμπερός
τρικάμαρον = οίκημα με τρία δωμάτια
τρικάντηλος = πολύ λαμπερός
τρικαψίδιν = παιδί που ενοχλεί τους γονείς του με τια αταξίες του
τρικέριν = κηροστάτης με τρία κεριά διασταυρούμενα χιαστί, για να χρησιμοποιηθεί σε λειτουργία αρχιερατική
τρίκερον = αυτός που έχει τρία κέρατα, μεταφ. ισχυρό, τολμηρό, αδάμαστο
τρικεύω = σκάβω αμελώς αποσπώντας μικρούς βώλους χώματος
τρικεφαλάζω = γίνομαι πολύ άτακτος
τρικέφαλος = τρικέφαλος, μεταφ. πολύ ζωηρός, πολύ άτακτος
τρίκλωνον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά
τρίκλωστον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά
τρίκοκκον = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα
τρίκοκον = νήμα συνιστάμενο από τρία απλά, είδος πλεκτού με τριπλή κλωστή
τρίκολος = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα απλά
τρίκοτζος = αυτός που κουτσαίνει πολύ
τρίκοτζος = τρίποδος, καρύδια τριπλά ενωμένα πριν ωριμάσουν και πέσουν
τρικουκουνίζω = καθαρίζω, ξεσκονίζω
τρίλαβον = σκεύος με τρεις λαβές
τριλάγγεμαν = χοροπήδημα, αναπήδημα
τριλαγγευτά = χοροπηδώντας
τριλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ
τριμελάριν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός
τριμελέας = πολύ προσφιλής, αγαπητός
τριμελεύω = παραχαϊδεύω
τριμελημένος = παιδί πολύ προσφιλής, παραχαϊδεμένος
τριμέλιν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός
τρίμερα = τριήμερα
τρίμερος = τριήμερος
τρίμισυ = τρεισήμισι
τρίμμα = τρίμμα
τριμμόπον = λίγη ποσότητα τρίμματος
τριμμοχάβιτζον = είδος φαγητού
τρίνος = αριθμός που δηλώνει υποδιαίρεση στο παιχνίδι των πεντόβολων
τριντανώνω = φουσκώνω από πολυφαγία, γίνομαι δύσκαμπτος ή άκαμπτος
τριντζανίζω = τρίζω
τριόκοκκο = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα
τρίπατον = τρίπατο
τριπηδώ = χοροπηδώ
τριπίθαμος = αυτός που έχει ανάστημα τριών σπιθαμών
τριπλά = τριπλά
τριπλάζω = τριπλασιάζω, επαναλαμβάνω τρις φορές, υπερβαίνω την ηλικία τρεις φορές
τριπλάσιος = τριπλάσιος
τριπλός = τριπλός
τριπλοφώναγμαν = επίκληση αγίου τρεις φορές
τριπλοφωνάζω = επικαλούμαι άγιο τρεις φορές
τρίποδον = τρίποδο
τριπόπαδον = αυτό που γίνεται από τρεις παπάδες
τρίπορτον = αυτό που έχει τρεις πόρτες
τριπόταμον = το μέρος συμβολής τριών ποταμών, μέγας ποταμός
τριπουλίτζα = πράγμα πολύ μικρό
τριπρόσωπος = τριπρόσωπος
τρίπυρον = αυτό που άναψε τρεις φορές την μια μέρα
τρις = τρεις φορές
τρισανάθεμα = τριπλό ανάθεμα
τρισαναθεματισμένος = τριπλά αναθεματισμένος
τρισαφόριστος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης
τρισαφωρισμένος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης
τρισεβδομήντα = τρεις φορές εβδομήντα
τρισέγγονο = τρισέγγονο
τρισέλιν = έριδα, φιλονικία μεγάλη
Τρισέλλενος = ο τρεις φορές Έλληνας, γενναίος Έλληνας
τρίσερος = έριδα, φιλονικία μεγάλη
τρισκαταραμένος = τριπλά καταραμένος, εξώλης και προώλης
τρισκατάρατος = τρισκατάρατος
τρισκέλιν = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη
τρίσκοινος = αυτός που είναι δεμένος με τρία σχοινιά, μεταφ. δυνατός, ισχυρός
τρισκούτικος = αυτός που είναι πολύ κουτός
τρίσορος = έριδα, φιλονικία μεγάλη
τρίστομος = αυτός που έχει τρία στόματα, μεταφ. πολύ φλύαρος, λαλίστατος
τρίστρατο = τρίστρατο
τρίτα = μνημόσυνο που τελείται την τρίτη μέρα από το θάνατο
τρίτζα = τρίλιζα
τριτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά
τριτζάριν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως
τριτζάρισμαν = πέρδομαι δυνατά
τριτζέας = μεταφ. σφοδρά δειλός
τριτζοβράκης = αυτός που από το υπερβολικό φόβο τα κάνει πάνω του
τριτζόκολος = εκείνος που αφοδεύει από το φόβο του
page===13

Τρίτη = Τρίτη
τριτοκατάρατος = η καταραμένη την μέρα Τρίτη
τριτοκαταρέτα = η καταραμένη την μέρα Τρίτη
τριτολάλεμαν = τρίτη κατά σειρά πρόσκληση
τρίτος = τρίτος, τρίτη φορά
τριτσάταλον = αυτό που έχει τρεις διακλαδώσεις
τριφάρμακον = αλοιφή φαρμακευτική από τρία συστατικά, λιβάνι, πίσσα και σαπούνι, άσπρο κερί, κρόκο αβγού και λάδι κτλ.
τριφάρμακον = φάρμακο για κάθε ασθένεια
τριφούρνιν = φούρνος αναμμένος τρεις φορές την μια μέρα
τριφτέριν = τρίφτης
τρίφτης = τρίφτης, μεγάλο λίθινο ιγδίο με το οποίο τρίβουν σιτάρι για αποφλοίωση
τριφτόξυλο = ξύλινος κόπανος
τρίφτω = τρίβω
τριφύλλιν = τριφύλλι
τριφυλλίτζα = είδος χόρτου
τρίφυλλον = τριφύλλι
τρίφυλλος = τρίφυλλος
τρίφω = τρίβω
τρίχα = τρίχα
Τρίχα = το γεφύρι της Τρίχας
τριχαγκάλι = ξύλινο ή μετάλλινο εξάρτημα του χειρόμυλου γύρω από το οποίο περιστρέφεται
τριχαλίζω = μεγαλώνω όσο μια τρίχα
τριχαντζαράζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί
τριχαντζαρίζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί
τριχαρένος = πλεκτό ή υφαντό που είναι φτιαγμένο από τρίχα γίδας
τριχάριν = τρίχα γίδας, γενικώς τρίχα, τρίχινο ένδυμα μοναχών
τριχέα = χράμι από γιδήσια τρίχα, σάκος από όμοια τρίχα
τρίχειλος = αυτός που δεν μιλάει καθαρά και ψευδίζει, μεταφ. πανούργος
τριχένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από γιδήσια τρίχα
τριχινεύκουμαι = φθείρομαι
τριχινίζω = τροχίζω
τριχινίουμαι = φθείρομαι
τριχού = (φρ. νυχού τριχού) με κάθε λεπτομέρεια
τριχούδα = ζωύφιο διαιτώμενο εντός πηγών
τριχοφαγάς = η νόσος τριχοφάγος
τρίχρονος = τρίχρονος
τριχύλλι = λεπτό μεταξωτό γαϊτάνι, είδος γαϊτανιού από τρεις κλωστές μαύρες ή κυανές κλωσμένες μαζί
τρίψιμο(ν) = τριβή, προστριβή
τριψιώτης = λαίμαργος, αδηφάγος
τρίψυχος = αυτός που έχει τρεις ψυχές, μεταφ. αυτός που αντέχει σε όλες τις κακουχίες
Τρογομηνάς = Οκτώβριος
τρογόνα = το πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδούς με ουρά, είδος χορού
τρογυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
Τροία = Τροία
τρόμαγμαν = τρόμος
τρομάζω = τρομάζω
τρομάρα = τρομάρα
τρομαχτά = τρομάζοντας
τρομαχτέας = εκείνος που πάσχει από τρομώδη παράλυση
τρομαχτίτζα = το δέντρο λεύκη της οποίας τα φύλλα σε ελαφριά πνοή του ανέμου τρέμουν και θροΐζουν
τρομαχτόν = είδος χορού
τρόμος = τρόμος
τροπάδιν = τροπάριο, επωδή, ξόρκι
τροπίδιν = τρόπιδα πλοίου
τρόπος = τρόπος, επάρκεια
τροπούνι = είδος πυροβόλου όπλου
τρόπωμα(ν) = στρίφωμα, τρύπωμα, μπάλωμα
τροπώνω = στριφώνω, τρυπώνω, μπαλώνω
τρουγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω
τρουγύρου = τριγύρω, πέριξ
τρουμουλίζω = τρέμω από το φόβο
τρουτζάρ(ιν) = πράγμα άξιο περιφρονήσεως
τρούφουλλο = τριφύλλι
τρούχου = με κάθε λεπτομέρεια
τρόχι = τροχός, πράγμα τροχοειδές, στρογγυλό και πλακωτό
τροχός = τροχός, ρόδα
τρύγεμαν = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός
τρυγετέριν = κοφίνι για το τρυγητό του αμπελιού
τρύγισμαν = τρύγημα των σταφυλιών, τρύγημα του μελιού των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός
τρυγοκάλαθον = καλάθι τρυγητού
Τρυγομηνάς = Οκτώβριος
τρυγόνα = πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδές με ουρά, είδος χορού
τρυγονίζω = μουρμουρίζω, χαριεντίζομαι
τρυγόνιν = το πτηνό τρυγόνι
τρυγόνισμαν = μουρμούρισμα, χαριέντισμα
τρυγονίτζα = μικρό τρυγόνι, μεταφ. αγαπημένη κόρη
τρυγονόπ’λλον = μικρή τρυγόνα
τρύγος = τρύγος
τρυγώ = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, καρπούμαι, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός
τρυγώνω = τρυγώ το μέλι της κυψέλης
τρυγωτέριν = καλάθι στο οποίο συλλέγουν τα σταφύλια και άλλους καρπούς
τρύπα = τρύπα
τρυπανίζω = ανοίγω τρύπα με τρυπάνι
τρυπάνιν = τρυπάνι
τρυπάριν = τρύπα
τρύπεμαν = τρύπημα
τρυπέμπαλλον = στενόμακρα πανιά τρύπια στη μέση για να διοχετευθούν μέσω ουρητήρα τα ούρα του βρέφους στο από κάτω ουροδοχείο
τρυπένω = τρυπώ, διακορεύω
τρυπητέριν = όργανο με το οποίο τρυπούν, το καρφί του πετάλου ζώου
τρυπί(ν) = τρύπα, ρουθούνι, φυλακή
τρυπίτζα = τρυπούλα
τρυποκόσκινον = διάτρητο κόσκινο
τρυπολάηνο = λαγήνι που χρησιμοποιείται στο αποχωρητήριο
τρυπομμάτης = εκείνος που έχει μάτια μικρά και βαθουλά σαν τρύπες
τρυποστόμιν = στόμιο μεταλλείου
τρυπόχωμα = χώμα από το αποχωρητήριο κατάλληλο για την ανθοκομία
τρυπώνω = τρυπώνω, κρύβομαι
τρυπώτιν = τετράγωνο πανί με τρύπα στη μέση με το οποίο φασκιώνουν βρέφος
τρυφερά = απαλά, τρυφερά
τρυφέραιμαν = τρυφερότητα, μαλακότητα, μεταφ. υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα
τρυφεραίνω = γίνομαι μαλακός, τρυφερός, μεταφ. γίνομαι ήπιο, υποχωρητικός ενδοτικός
τρυφερόκαρδος = αυτός που εύκολα συγκινείται, ευσυμπάθητος
τρυφεροποδία = μέλος μαλακό, όπου πατάς και δεν αισθάνεσαι τη σκληρότητα του εδάφους
τρυφεροπρόσωπος = αυτός που έχει τρυφερό πρόσωπο, μεταφ. ήπιος, ήμερος
τρυφερός = τρυφερός, απαλός, μαλακός
τρυφερόχορτη = είδος αγριάδας
τρυφέρυμαν = απαλότητα υφής, μαλακότητα
τρυφερύνω = γίνομαι απαλός στην υφή, γίνομαι μαλακός
τρυφερώνω = κάνω κάτι τρυφερό ή γίνομαι τρυφερός
τρώγω = τρώω
τρωιτσούμαι = τρώγομαι
τσάβλα = τέλμα
τσαβλίν = χόρτα χοντρά τα οποία καταλείπει η αγελάδα στη φάτνη
τσαβλουκίζω = μασώ με θόρυβο και αηδία, σαλιάζω το φαΐ, θολώνω
τσαβλούκιν = το σαλιασμένο αποφάει
τσαβλούκισμαν = μάσημα με θόρυβο και αηδία, σαλιάρισμα του φαγητού, θόλωμα
τσαβρά = μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής
τσαγανίζω = στρέφομαι γρήγορα και με θόρυβο (μύλος)
τσάγδη = άνω κάτω (φρ. τσάγδη μάγδη)
τσαγδίζω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι
page===14

τσαγδομάγισσα = γυναίκα με ατημέλητη κόμη
τσαγδώνω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω
τσαγιάνικον = δοχείο παρασκευής τσαγιού
τσαγιοπότηρον = ποτήρι τσαγιού
τσαγκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι
Τσαγκαλοδευτέρα = (τσαγκάρης και Δευτέρα) έτσι αποκαλούσαν την Δευτέρα γιατί οι εργάτες υποδηματοποιοί συνήθως αργούσαν αυτήν την ημέρα
τσαγκαλοκαρφωμένος = εννοεί αυτόν που είναι καρφωμένος με άγκιστρα ή έχει πολλά άγκιστρα για να είναι απροσπέλαστος
τσαγκιά = σαγόνι, γνάθος
τσαγκλίζω = διασκορπίζω νερό
τσάγκλισμαν = διασκόρπιση νερού
τσαγκλιστέρα = είδος εμβόλου με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκτοξεύοντας νερό
τσαγούλιν = μικρό χαλίκι, πετραδάκι
τσάι = τσάι
τσαί = εκεί
τσαικά = εκεί
τσαιλάγος = γεράκι
τσαινίκιν = δοχείο για παρασκευή τσαγιού
τσαΐριν = χορτολίβαδο
τσαϊρίχτρα = είδος πτηνού
τσαϊροκόλιν = το κάτω άκρο λειμώνος επικλινούς
τσαιρός = καιρός
τσαϊρότοπος = τόπος που παράγει άφθονο χόρτο
τσακάλα = γαλανομάτα
τσακάλιν = τσακάλι
τσακαλίνα = τσουρέκι με αυτό στη μέση
τσακαλίτζης = μικρή αράχνη
τσακαλομάλα = ψώρα που μεταδίδεται στους ανθρώπους από τα τσακάλια
τσάκαλος = τσακάλι
τσακαλοχώριν = χωριό μικρό και ασήμαντο
τσακανίζω = διαλύω βώλους με το τσακάνιν
τσακανίζω = σύρω κατά γης
τσακάνιν = γεωργικό όργανο, σβάρνα, με το οποίο βολοκοπούν
τσακλάρης = γαλανομάτης
τσακλαρομμάτης = γαλανομάτης
τσακλέας = γαλανομάτης
τσακλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων
τσακλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό
τσακλιπάτα = αγριόχορτο που παράγει φούσκες, οι οποίες διαρρηγνύονται με κρότο
τσακλιστέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς, χαρτί διπλωμένο τετραγωνικά και όταν το ανοίγεις απότομα παράγει κρότο
τσακμάκιν = η όλη συσκευή του τσακμακιού
τσακμακόπετρα = τσακμακόπετρα
τσακμακώνω = παράγω σπινθήρα με το τσακμάκι
τσακουτζέα = χτύπημα με σφυρί
τσακούτζιν = σφυρί
τσακουτζόπον = σφυράκι
τσαλαπατώ = ποδοπατώ
τσαλαπωμένος = σκεπασμένος
τσαλαφούρτσι = είδος σταφυλής
τσαλγούν = μουσικό όργανο
τσαλγουτζής = αυτός που παίζει μουσικό όργανο
τσάλεβο = αετός
τσαλί = ακίδα, κάρφος, σκύβαλο, σκουπίδι
τσαλίκ(ιν) = χάλυβας, ατσάλι
τσαλούμιν = τσαλίμι
τσαλουμόδεμαν = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής
τσαλουμοδένω = δένω τον κεφαλόδεσμο και επιδεικτική φιλοκαλία
τσαλουμοδέσιμον = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής
τσαλουμόπον = τσαλίμι
τσαλουφίζω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα
τσαλτίκα = είδος παιχνιδιού
τσαλτικιάζω = εμποδίζω κάποιον και τον κάνω να πέσει
τσαλτικώνω = χτυπώ κάποιον τυχαία στο εκπεμπόμενο ξύλο
τσαλώνω = γίνομαι σάπιος, σαπίζω
τσαλώνω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα
τσαλωτόν = ξύλο που άρχισε να σαπίζει
τσαμάνιν = κηρήθρα κυψέλης
τσαμιντζάχραδον = καρπός άγριας αχλαδιάς που έχει γεύση σταφίδας
τσαμίντζιν = σταφίδα
τσαμιντζότουτον = συκαμινιά της οποίας τα συκάμινα ξηραίνονται
τσαμούριν = λάσπη, πηλος
τσαμουρόχτιστος = αυτός που δημιουργήθηκε από λάσπη
τσαμουρώνω = λερώνω, πασαλείφω με λάσπη, λασπώνω
τσαμπάρ(ιν) = τσεμπέρι
τσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω τα μάτια
τσάμπλισμαν = το ανοιγοκλείσιμο των ματιών
τσαμπουνώ = κάνω λάθος
τσανάκιν = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι
τσανίζω = καταβρέχω, διαχέω, διασκορπίζω
τσανιστέριν = δοχείο με το οποίο καταβρέχουμε κάτι
τσανιχτά = σκορπιστά
τσανίχτρα = καταρράκτης
τσάντα = τσάντα
τσαντάχιν = τσάντα
τσάνταχος = σκίουρος
τσαντού = σφαιροβολία
τσαξίριν = πλατειά περισκελίδα, συνήθως των ιερωμένων
τσαπάλιν = σκύβαλα σίτου
τσαπαλώνω = κάνω σκουπίδια
τσαπαλωσία = σαρίδι
τσαπάριν = φράχτης κήπου
τσαπκούνης = αχρείος, κακοήθης, μάγκας
τσάπουλα = είδος ανδρικού υποδήματος
τσάπουλατζης = αυτός που κατασκευάζει τσάπουλα
τσαπουτάζω = κουρελιάζω, τυλίγω κάτι σε ύφασμα ρακώδες
τσαπούτιν = κουρέλι, ράκος
τσαπρά = λοξά
τσαπρίζω = λοξοκοιτάζω, αλληθωρίζω
τσαπρός = αλλήθωρος
τσαπρώνω = στραβίζω, αλληθωρίζω
τσαπρωτός = λίγο αλλήθωρος
τσαρακώνω = εξαντλώ, εξολοθρεύω
τσαργιά = δούλη, υπηρέτρια
τσαρκαπίνα = μετων. άνθρωπος διακρινόμενος για την βραχύτητα του σώματος και την ταχύτητα των κινήσεων
τσαρκουλάζω = καλύπτω με καλύπτρα
τσαρκούλιν = καλύπτρα γυναικεία, κάλλαιο πτηνού
τσαρκουλώνω = καλύπτω με καλύπτρα
τσαρούχιν = τσαρούχι
τσαρουχοδέμιν = δέμα τσαρουχιού
τσαρουχοπρόσωπος = αυτός που έχει δέρμα προσώπου κατάλληλο για τσαρούχι, αναιδής, αναίσχυντος
τσαρουχόσκοινον = δέμα τσαρουχιού
τσαρουχώνω = ντύνω κάποιον με τσαρούχια, μεταφ. γίνομαι σαν τσαρούχι
τσαρπινεύκουμαι = βλάπτομαι από την επήρεια των μαγισσών
τσαρσίν = αγορά
τσαρτάκιν = σκιάς υποστηριζόμενο από στύλο
τσαρτακώνω = στοιβάζω, εμπλέκομαι
τσαρτιλίζω = λαμπυρίζω
τσαρτομάισσα = αλλήθωρη μάγισσα, μεταφ. γυναίκα στρίγγλα
τσαρτουλίζω = λαμπυρίζω
τσαρτσαρίζω = φωνάζω βγάζοντας άναρθρους φθόγγους
τσαρτσάφιν = σινδόνι, γυναικεία καλύπτρα
page===15

τσαρτσής = ψιλικατζής
τσάρχα = τροχός υδρόμυλου, κύκλος, ανέμη
τσατάλιν = δίκρανο
τσαταλίν = δικρανοειδές, διχαλωτό
τσαταλώνω = διακλαδίζομαι
τσάτεμαν = συνάντηση
τσατεύω = συναντώ
τσατίν = δύσκολο
τσάτιν = άρτος από καλαμπόκι
τσατίριν = σκηνή, τέντα
τσατμά = ξύλινο παράπηγμα, ξύλινος οικίσκος
τσαχνίδα = μικρή σχίζα ξύλου, αγκίθα
τσαχνιδιάρικο = ξύλο με πολλές αγκίθες
τσαχνίζω = καθαρίζω ψάρια αφαιρώντας τα αγκάθια
τσάχος = θαλασσινός σκορπιός
τσαχούρης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς, ξανθός
τσαχουρομμάτης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς
τσαχρά = όψη, πρόσωπο
τσαχρεύω = αποδιώκω πτηνά, επιπλήττω
τσαχτσαβακίζω = χτυπώ τα πλυμένα χέρια στη σκάφη
τσεβρέ = τσεβρές
τσεγκέλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι
τσεκλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων
τσεκλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό
τσεκμετζέ = συρτάρι
τσεκουρέα = τσεκουριά
τσεκούριν = αξίνα, τσεκούρι
τσελεπής = ευγενής, ευπατρίδης
τσελικένον = αυτός που είναι φτιαγμένος από χάλυβα
τσελίκιν = χάλυβας, ατσάλι
τσελίκωμαν = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα
τσελικώνω = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα
τσέμου = ποιος, ποια, όποιος
τσεμπέριν = γυναικείο κάλυμμα κεφαλής
τσενάκ(ιν) = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι
τσεπέλιν = βροχερός καιρός
τσέπη = σκεπή, στέγη
τσετίν = δύσκολο
τσετίνα = με δυσκολία, δύσκολα
τσεύος = σκεύος
τσεφούλια = τσαρούχια από ακατέργαστο δέρμα
τσεχρέ = όψη, πρόσωπο
τσί = τι, ποιος
τσί = τι, ποιος
τσιάδι = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου
τσιάουμαι = σκιάζω
τσιβάλ(ιν) = τσουβάλι
τσιβαλτούζιν = σακοράφα
τσιβίζω = αναποδογυρίζω
τσιβίν = σφήνα, πάσσαλος, βελόνα ραψίματος, καλτσοβελόνα, ξυλάριο
τσιβομμάτης = αυτός που έχει πάντοτε μισόκλειστους οφθαλμούς
τσιβώνω = μισοκλείνω τους οφθαλμούς
τσιδίν = είδος πτηνού μελισσοφάγου
τσίκουλτζα = φυτό εδώδιμο
τσικούρι = τσεκούρι
τσιλάζω = κυρίως σκεπάζω με τσούλι και γενικότερα καλύπτω
τσιλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω
τσιματούμαι = παθαίνω από οφθαλμία
τσιμάχιν = δηλητηριώδες φυτό του οποίου βράζουν τη ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων
τσιμένιν = γη καλυμμένη από πρασινάδα
τσιμενόπον = μικρές εκτάσεις γης καλυμμένες από πρασινάδα
τσιμούτα = γυναίκα που δεν βλέπει καλά
τσιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό
τσιμσίριν = θάμνος πυξός
τσινί = φέτα καρπού ή σκελίδα σκόρδου
τσινίν = σκεύος από πορσελάνη
τσιντουλάζω = κάνω βίαιες και σπασμωδικές κινήσεις, τρέχοντας άνω κάτω σαν οιστρηλατημένος, εξοργίζω κάποιον
τσιντσινίζω = σύρω, έλκω κατά γης
τσιντσινιχτέρα = κατωφέρεια παγοδρομίας
τσίπ = συνεκφερόμενο με επιρρήματα επιτείνει την σημασία αυτών «Τσίπ έμορφα εποίκες»
τσιπλάκης = γυμνός
τσιπουκέα = χτύπημα με μαστίγιο
τσιπούκιν = μάστιγα ή ράβδος λεπτού ξύλου, καπνοσύριγγα
τσιράκιν = βαφτισιμιός, αναδεκτός
τσιρίσιν = είδος αμυλόκολλας που χρησιμοποιείται στην υποδηματοποιεία και την βιβλιοδεσία, τσιρίσι
τσιρουλάζω = συναθροίζω
τσιρουφίζω = ροφώ, απορροφώ
τσιρπίν = λεπτό σχοινί το οποίο οι κτίστες εκτείνουν κατά μήκος εγειρόμενου τοίχου και έτσι επιτυγχάνουν την ευθυγράμμισή του
τσιρραίνω = πυκνώνω
τσιρρός = πυκτός
τσίς = ποιος
τσίτιν = πολύχρωμο μαντίλι για το κεφάλι
τσιτούμαι = αποκτώ τσίτιν
τσιτσεκέα = η ευωδιά άνθους
τσιτσέκιν = άνθος
τσιτσεκόπον = λουλουδάκι
τσιτσεκώνω = ανθίζω
τσιτσιβάζω = ισχναίνομαι, αδυνατίζω
τσιτσίλιν = ομφαλός
τσιφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων
τσιφινάουμαι = ζαλίζομαι τρώγοντας άνθη της Ποντικής αζαλέας
τσιφίνιν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων
τσιφινούμαι = μεταφ. μεθύω
τσιφλικάνος = κύριος αγροκτήματος
τσιφλίκιν = αγρόκτημα, τσιφλίκι
Τσιφούτης = παρωνύμιο όνομα του Εβραίου, άνθρωπος σκληρός
τσιφτζής = γεωργός
τσιχότκα = φυματίωση
τσιχότκαλης = φυματικός
τσιχρίτες = ακρίδα, σαύρα
τσίω = σκίζω
τσοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας
τσοινί = σκοινί
τσοκαλίκιν = γιαούρτι σακουλίσιο
τσοκανίζω = σύρω κατά γης
τσόκεμαν = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά
τσοκεύω = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά
τσολάκης = μονόχειρας
τσόλιν = τόπος έρημος, ακατοίκητος, κτήμα αδέσποτο
τσολτσολιχτέρα = καταρράκτης
τσολτσολίχω = ρέω καταπέφτοντας με θόρυβο
τσομαζίτης = υποτακτικός, υπηρέτης
τσομάζος = υποτακτικός, υπηρέτης
τσοπανάβα = σύζυγος βοσκού, ποιμενίς
τσοπανάζω = παραδίζω ζώο στο βοσκό για βοσκή
τσοπάνικος = ποιμενικός
τσοπανίτζης = τσοπάνος, βοσκός
τσοπανόπουλλον = μικρός βοσκός
τσοπάνος = βοσκός
τσοπανόσκυλλον = τσοπανόσκυλο
page===16

τσοπλίκιν = μέρος όπου απορρίπτονται οι ακαθαρσίες και τα σκουπίδια
τσοράχιν = βαλτώδες μέρος
τσορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι
τσορέκιν = τσουρέκι
τσόριν = θανατηφόρος νόσος των βοδιών
τσορκανίζω = σύρω κατά γης
τσορκάνισμαν = το σύρσιμο κατά της
τσορκανιχτέρα = κατωφερές και ολισθηρό μέρος όπου παίζουν τα παιδιά γλιστρώνας προς τα κάτω
τσορπατζηλούκιν = πρόκριτος
τσορπατζής = πρόκριτος, προύχοντας
τσορτανάς = αυτός που αγαπάει να τρώει τσορτάνα
τσορτάνιν = βώλος από μυζήθρα αποβουτυρωμένη και ξηραμένος στον ήλιο
τσορτανογλύσμιν = μικρό υπόλειμμα από τσορτάνιν διαλυμένο σε νερό
τσορτανογλύστε = ξύλο με το οποίο τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό
τσορτανογλύστρα = πήλινη λεκάνη μέσα στην οποία τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό
τσορτανομμάτης = γαλανομάτης
τσορτανοσάκκουλον = σακούλι μέσα στο οποίο φυλάσσονται τσορτάνα
τσορτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με τσορτάνιν
τσορτανότανον = το διάλυμα σε νερό τσορτανίου
τσορτανοχάρτωμαν = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούνται τσορτάνα και ξηραίνονται στον ήλιο
τσορτίκα = μαστίχα δέντρου, μαστίχα από σιτάρι
τσόρτιν = θάμνος
τσορτοπούλλιν = μικρό παιδί
τσότρα = αγγείο οίνου
τσουβαλάζω = τσουβαλιάζω, μεταφ. απατώ, παραπείθω
τσουβάλιν = τσουβάλι
τσουβαλτούζιν = σακκορράφα
τσουγκουλόπον = μικρό κουδουνάκι, άθυρμα παιδικό
τσουκουρέα = τσεκουριά
τσουκούριν = τσεκούρι
τσουλάζω = σκεπάζω
τσουλαχτέριν = οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως κάλυμμα
τσούλιν = υφαντό κάλυμμα κλίνης
τσούλλος = σκύλος
τσούλος = εραστής
τσούλος = σκυθρωπός, κατσούφης
τσουλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω (καιρός)
τσούμα = έκζεμα δερματικό με λέπια
τσούμαι = στειρεύω (πληγή), ερημώνομαι
τσουμάν(ιν) = κυρήθρα κυψέλης
τσουμάνιν = αναρριχωμένη πόα
τσουμάχιν = φυτό δηλητηριώδες του οποίου βράζουν την ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων
τσουμαχόφυλλον = το πλατύ φύλλο του φυτού τσουμάχιν, το οποίο χρησιμοποιείται ως υπόθετο στο φουρνιζόμενο φωμί
τσουμάχωμαν = δηλητηρίαση
τσουμαχώνω = δηλητηριάζω
τσουμπούδα = σιδηρούς πήχυς οδοντωτός στα άκρα του κρατάει τεταμένο το πανί κατά πλάτος στο αργαλειό
τσουμπούρακας = τσιμπούρι
τσουμπουρέα = η τσιμπιά του τσιμπουριού
τσουμπουρέτζης = αυτός που έχει την ιδιότητα να τσιμπά
τσουμπουρώ = κεντώ, τσιμπώ
τσούνα = σκύλα, λυκόμορφο δαιμόνιο
τσουνάκα = σκυλίτσα
τσουνίκα = σκυλίτσα
τσουνίν = σκύλα
τσουνίτζα = σκύλα
τσουνογερώ = (υβριστικώς για γυναίκα) γηράσκω και γίνομαι σαν γριά σκύλα
τσουνογραία = (υβριστικώς) σκυλόγρια
τσουνοθεία = (υβριστικώς) σκύλα θεία
τσουνοκούταβον = (υβριστικώς για παιδί) σκυλοκούταβο
τσουνολογώ = βρίζω με τον χαρακτηρισμό τσούνα
τσουνολόεμαν = το βρύσιμο με τον χαρακτηρισμό τσούνα
τσουνομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα
τσουνοπαίδιν = (υβριστικώς) παιδί σκύλας
τσουνοπεθερά = (υβριστικώς) σκύλα πεθερά
τσουνοπούλλιν = νεογνό σκύλας, λύκου
τσουπάδιν = αραβόσιτος, καλαμπόκι
τσουρανία = η ουράνεια βασιλεία
τσουρκανίζω = σύρω κατά γης
τσούρμος = τσούρμος, κοσμοσυρροή
τσουρουεύω = σαπίζω
τσουρουκεύω = σαπίζω
τσουρούκης = σάπιος
τσουρούφι = βλαστάρι, βλαστός
τσουρουφίζω = ροφώ, απορροφώ
τσουτσάκ(ιν) = λουλούδι, άνθος
τσούτσειλον = δοχείο γεμισμένο μέχρι τα χείλη
τσουτσειλώνω = γεμίζω δοχείο μέχρι τα χείλη
τσουτσουπώ = απομυζώ, εκμυζώ
τσουφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων
τσουφούδι = είδος θάμνου
τσουφουδιάρικο = μέρος γεμάτο με θάμνο τσουφούδι
τσουχουνιάζω = καλαμβάνομαι από άσμα
τσουχουνιάρης = ασματικός
τσουχουνίζω = καλαμβάνομαι από άσμα
τσουχούνισμα = άσθμα
τσύλλος = σκύλος
τυβόριν = μνήμα, τάφος
τυκανζυγωνοκούταλον = υπόθεση μπερδεμένη, περιπεπλεγμένη
τυκανίζω = αλωνίζω
τυκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη
τυκανόκολος = αυτός που έχει πλατείς γλουτούς
τύλι = τύλιγμα
τυλιγαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλίδα το θεριζόμενο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα
τυλιγάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγεται κάτι, αγκαλιά θεριζόμενου χόρτου, κουβάρι
τυλιγαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος
τύλιγμα = τύλιγμα, κουβάριασμα, τολύπευμα, συμμάζεμα, περιτύλιγμα, περιελιγμός
τυλίζω = τυλίγω, κουβαριάζω, συμμαζεύω, περιβάλλομαι
τυλίχιν = χαρτί με το οποίο περιβάλλουν βιβλίο
τυλιχτήριν = όργανο με το οποίο τυλίχουν κάτι
τυλίχτρες = ξύλα διχαλωτά του αργαλειού, στα οποία τυλίγουν το στημόνι
τυλομύτης = αυτός που έχει διάστροφη μύτη
τύλωμα = πιέζω δυνατά ή χτυπώ μεταλλικό σκεύος το κάνω να σχηματισθεί εξόγκωμα εσωτερικά, συνθλίβω, ζουλίζω
τύμπανον = τύμπανο
τυπώνω = τυπώνω, αποτυπώνω, εντυπώνω, διευθετώ, τακτοποιώ
τυπωτόν = ύφασμα με υπερραμμένα άκρα
τύραννα = βάσανα
τυραννία = τυραννία, βάσανο, δυστυχία
τυραννίζω = τυρανίζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ, στενοχωρώ
τυραννισία = βάσανο, στενοχώρια
τυραννιχτέριν = μετων. άνθρωπος σκληρός, τυραννικός
τύραννος = τύραννος
τυρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από τυρί
τυρί(ν) = τυρί
Τυρινή = Τυρινή
τυρόγαλαν = τυρόγαλα
τυροκλωστή = έδεσμα από αλεύρι, τυρί και ανθόγαλα
τυροκόλοθον = τυρί σε σχήμα σφαιροειδές πλακούντος, πλακούς από ζύμη με τυρί τηγανισμένο με βούτυρο
τυρομίντζιν = είδος μυζήθρας
τυρόπον = τυράκι
τυροφάει = ζυμαρικό με τυρί
page===17

τυρσίν = είδος ψαριού
τυρώνω = πήζω και γίνομαι τυρί
τύφλα = τύφλα
τυφλασία = τύφλωση, μεταφ. φωτιά που δεν ανάβει
τυφλοκοράουμαι = τυφλώνομαι
τυφλοκόριν = τυφλό μάτι
τυφλοκόσσαρον = τυφλή όρνιθα
τυφλοκουράγομαι = ασχολούμαι με έργο χρησιμοποιόντας την όραση μέχρι αποτυφλώσεως
τυφλομέδεντον = μεγάλο διαπυημένο σπυρί
τυφλομυία = τυφλόμυγα (είδος παιχνιδιού)
τυφλόπαπας = είδος παιχνιδιού
τυφλοπόντικος = τυφλοπόντικας, είδος παιχνιδιού
τυφλός = τυφλός
τυφλώνω = τυφλώνω
τύφλωση = τύφλωση
τύφος = τύφος
τυχαίνω = τυχαίνω, συναντώ
τυχερός = τυχερός
τύχη = τύχη
τυχίζω = συμβαίνω τυχαίως και γενικώς συμβαίνω
τώρα = τώρα
τωραγάτζικας = αυτή δα τη στιγμή
τωριζ’νός = τωρινός
τωρίκα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή
τωρινός = τωρινός
τωρίτζικα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή
τ’αλλοινέτερον = των αλλονών
τ’αουτεινέτερον = αυτονών
τ’ατεινέτερον = το δικό τους
τ’εκεινέτερον = ο δικός τους
τ’εμέτερον = ο δικός μας
τ’έναν τ’άλλο = ο ένας τον άλλον, αλλήλους, αλλεπάλληλα
τ’εσέτερον = το δικό σας
τ’ολοινέτερον = όλων

Φ

page===0

φά = φάγε
φαβατάς = κουκιά, εκείνος που αγαπά τα κουκιά
φαβατένος = ο παρασκευασμένος από κουκιά
φαβατίτζα = πιρούνι
φάβατο(ν) = κουκί, κύαμος, φασόλι
φαβατοζώμιν = ζωμός κουκιών
φαβατούλα = πιρούνι
φαγάντων = εκεί που τρώνε
φαγάς = πολυφάγος, λαίμαργος
φαγγουρίζω = φέγγω δια μέσου, φεγγίζω
φαγέδαινα = καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή
φαγείν = φαγητό
φάγεμαν = το να τρώει κανείς, ο τρόπος που τρώει κανείς
φαγεμάτιν = φαγώσιμο, τρόφιμο
φαγέρα = τρόφιμα
φαγερικά = τρόφιμα
φαγεσία = τρόφιμα
φαγετόν = φαγητό
φαγίζω = φαγίζω
φαγιστέρα = χώρος μάνδρας που παρέχεται τροφή στα ζώα
φαγιστικόν = φαγώσιμο
φαγκιάουμαι = φαντάζομαι, μου φαίνεται
φαγόπον = λίγη ποσότητα φαγητού
φαγοποτίζω = ταΐζω και ποτίζω
φαγοπότιν = φαγοπότι
φαγοπότισμαν = ταΐζω και ποτίζω
φαγούμαιι = τρώγομαι, μεταφ. ανησυχώ, επείγομαι
φαγούρα = προμήθεια τροφής
φαγουρία = προμήθεια τροφής
φάγουσα = δερματική νόσος φαγέδαινα
φάδη = κρόκη, φάδι
φάδι = κρόκη, φάδι
φαετόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα
φαζάνιν = φασιανός
φάζω = ταΐζω
φαιλόνιν = ιερό φαιλόνιο
φαίνομαι = φαίνομαι
φαίνσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή
φαίνω = υφαίνω
φάισιμον = τάισμα, σίτιση
φάισμαν = τάισμα, σίτιση
φαίστρα = υφάντρια
φαιτόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα
φαιτοντζής = αμαξηλάτης
φάκα = μαύρη κηλίδα που βγαίνει στο δέρμα ασθενούς
φακάζιν = είδος αχλαδιάς
φακέλα = σκουφί
φακή = φακή
φακιόλι = κεφαλόδεσμος γυναικών
φακοζώμιν = ζωμός φακής
φακούδιν = φακή
φακουδομεαρέα = σούπα από φακή και ρύζι
φάλαγγας = σύρτης πόρτας, όργανο τιμωρίας μαθητή στις παλιές εποχές
φαλαγγιάζω = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό
φαλαγγίασμαν = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό
φαλάγγιν = ξύλο πάνω στο οποίο καθελκύεται πλοίο μέσα στη θάλασσα, ο σύρτης της πόρτας
φαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου
φαλεκόφτρα = δέντρο που παράγει καρπό εδώδιμο όμοιο με το μέσπιλον
φάλι = ομφαλός
φαλιμέντο = πτώχευση
φάλιν = μαντεία, μοίρα, τύχη
φαλλάριν = φελλός της καντήλας
φαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε
φαλτζάβα = εκείνη που λέει την μοίρα
φαλτζής = εκείνος που λέει την μοίρα
φαμιλακώς = οικογενειακώς
φαμίλια = οικογένεια, σύζυγος
φαμιλότες = εκείνοι που έχουν πολυπληθή οικογένεια
φανάριν = φανάρι, φακός
φαναρίτα = χαμομήλι
φαναρίτζα = χαμομήλι
φανατικός = φανατικός
φανέλα = φανέλα
φανερά = φανερά
φανερίζω = φανερώνω
φανέρισμαν = φανερώνω
φανερός = φανερός
φανέρωμαν = φανερώνω
φανερώνω = φανερώνω
φανέρωση = φανέρωση
φανερωσία = φανέρωση, εμφάνιση
φανθερίζω = φανερώνω, φαίνομαι
φανθίζω = δείχνω
φάνθουμαι = φαίνομαι, εμφανίζομαι
φανία = εμφάνιση
φάνιση = εμφάνιση
φανόζιν = ειδικό φανάρι για νυχτερινούς εξόδους
φάνταγμα = φάντασμα
φαντάζω = φαίνομαι με λάμψη, κάνω καλή εντύπωση, επαίρομαι, αλαζονεύομαι
φαντασία = φαντασία
φάντασμα = φάντασμα, δαιμόνιο, εξωτικό
φανταστικά = επιδεικτικώς
φανταστικός = επιδεικτικός
φάντης = φάντης των παιγνιόχαρτων
φάντρα = υφάντρα
φάπα = άνθρωπος χωρίς αξία
φαρά = φορά
φάραγξα = μέρος απόκρημνο, γκρεμός
φαράσιν = φαράσι
φαράτζα = περίβλημα κρέατος
φαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού
φαρδένω = φαρδύνω
φάρδος = φάρδος
φαρδύς = φαρδύς
φαρμακερός = φαρμακερός
φαρμάκιν = φαρμάκι
φαρμακοβότανον = είδος φαρμάκου για ασθένεια ζώων
φάρμακον = δηλητήριο, φαρμάκι
φαρμακούδα = άνθρωπος που προξενεί με τα προσβλητικά του λόγια πικρία στους άλλους
φαρμακούτζα = φυτά δηλητηριώδη και ειδικά ο ελλέβορος
φαρμακοχείλης = εκείνος που προσβάλλει με τα λόγια του
φαρμάκωμαν = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα
φαρμακώνω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα
φαρμακωτός = δηλητηριώδης, μεταφ. κακεντρεχής
φαρμασόνης = άνθρωπος ασεβής που δεν τηρεί τις θρησκευτικές διατάξεις
φαρόφυλλον = χόρτο με μεγάλα φύλλα δισκοειδή
φαρσά = γυναίκα αναιδής
φάρσωμαν = ξύλο κατάλληλο για φράχτη
φαρσώνω = συμπληρώνω δωμάτιο με τα εσωτερικά του πάτωμα, ταβάνι κτλ.
φαρφατάρα = πεταλούδα
page===1

φαρφαταράζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι
φαρφαταρίζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι
φαρφουρί = πολύ λεπτό ρούχο
φάσα = φυσαλίδα, φούσκα
φάσα = τα απορρίματα που μένουν μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών
φάσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή
φάσκα = πλατιά ζώνη με την οποία φασκιώνουν το βρέφος
φάσκωμα(ν) = φασκιώνω, σπαργανώνω
φασκώνω = φασκιώνω, σπαργανώνω
φασουλάς = εκείνος που αγαπά τα φασόλια
φασουλέας = εκείνος που αγαπά τα φασόλια
φασούλιν = φασόλι
φασουλίτα = είδος αναρριχητικής περιπλοκάδας
φασουλίτζα = μικρό στρογγυλό φασόλι
φασουλοείλικο = ελικοειδής βλαστός της φασολιάς
φασουλοζώμιν = ζουμί φασολάδας
φασουλομάλεζον = σούπα από φασόλια και αλεύρι
φάσσα = άγρια περιστερά
φεβέγκι = γουδί
φεβερίζω = φοβερίζω
φεβερός = φοβερός
φεγγάρα = φεγγάρι
φεγγαράουμαι = προσβάλλομαι από επιληψία
φεγγαράσιμον = προσβάλλομαι από επιληψία
φεγγάρης = φεγγάρι
φεγγάριν = φεγγάρι
φεγγαροπρόσωπος = φεγγαροπρόσωπος
φέγγαρος = φεγγάρι
φεγγέρ(ιν) = φεγγάρι
φεγγερός = φωτεινός
φεγγιάσιμον = πάσχω από επιληψία
φεγγίδι = φεγγίτης οικίας
φεγγίζω = παράγω φως, φεγγίζω, φωταγωγώ, φωτίζομαι
φεγγίν = φεγγίτης οικίας
φεγγίστρα = φεγγίτης οικίας
φεγγίτης = φεγγίτης, φωταγωγός, λυχνία
φεγγιτοβέργιν = ξύλο μακρύ με το οποίο ανοιγοκλείνει ο φεγγίτης
φεγγογέννεμαν = εμφάνιση νέας σελήνης
φεγγόκομμαν = χάση
φεγγοκοπή = η φθίνουσα σελήνη, η τελευταία φάση της, νουμηνία
φεγγολάμπι = σεληνόφως
φεγγολάμπω = λάμπει το σεληνόφως
φεγγόξυλον = ξύλο που φωσφορίζει στο σκοτάδι
φέγγος = φεγγάρι, φως, ηλιοτρόπιο
φεγγουρίζω = φεγγίζω
φεγγοφώς = σεληνόφως
φέγγω = φέγγω, φωταγωγώ
φέκα = φώκια
φεκάλι = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο
φέκια = φύκια
φελάζω = κόβω σε φέτες
φελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω
φελεκάροι = φίλοι του γαμπρού
φελεύω = κόβω σε φέτες
φελί(ν) = φέτα ψωμιού
φελία = λεπτές φέτες ψωμιού που διαποτίζονται με αυγό και τηγανίζονται σε βούτυρο
φελίασμαν = το κόψιμο σε φέτες
φέλλα = φελλός
φελλάδα = φυλλάδα
φελοκόφτω = κόβω κάτι σε φέτες
φελόνιν = ιερό φαιλόνιο
φελοτήγανον = τηγάνι στο οποίο τηγανίζονται τα φελία,οι τηγανισμένες φέτες
φέλπα = είδος βαμβακερού υφάσματος με βελούδινη αφή
φελώ = είμαι ωφέλιμος
φενέρ(ιν) = φανάρι
φεραχλάνεμαν = δροσίζομαι
φεραχλανεύκουμαι = δροσίζομαι
φεραχλίν = μέρος ψηλό και ευάερο
φεράχ’κον = μέρος ψηλό και ευάερο
φερενίτα = είδος λευκού άνθους
φερετζές = φερετζές
φεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη
φερμάνιν = αυτοκρατορικό διάταγμα
φερμανλής = ο διορισμένος από το αυτοκρατορικό διάταγμα
φέρσιμον = μεταφορά πράγματος
φερτούλης = ρακένδυτος, κουρελής
φερτουλίουμαι = μου κουρελιάζονται τα ρούχα, καταντώ ρακένδυτος
φέρω = φέρνω, μεταφέρω
φέρων = εκείνος που μεταφέρει
φέσ(ιν) = φέσι
φεσάτιν = ραδιουργία, αταξία
φεσαττζής = ραδιούργος, ταραχοποιός
φεσλεμέ = είσος παιχνιδιού που παίζεται με φέσια
φετίριν = πίτα
φευγατίζω = φυγαδεύω
φεύω = φεύγω, δραπετεύω, αποσπώμαι
φέψιμον = φυγή, δραπέτευση
φεψίον = φυγή, δραπέτευση
φεψιστά = φεύγοντας
φίδιν = φίδι
φιδόψαρο = φιδόψαρο
φιλάργυρος = φιλάργυρος
φιλάσκομαι = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι
φίλασμαν = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι
φιλεί = φίλημα
φίλεμα(ν) = φίλημα
φιλέριν = δέντρο φιλύρα
φιλεύω = φιλοξενώ, γίνομαι φίλος
φιλή = φίλημα, φιλί
φίλημαν = φίλημα
φιλία = φιλία
φίλιν = ελέφαντας
φιλίντρα = είδος πυροβόλου όπλου
φιλιρίν = φλουρί
φιλίτζης = φίλος, φιλαράκος
φίλκη = κρουνός νερού
φίλντισιν = ελεφαντόδοντο
φιλόνω = συμφιλιώνω, συνδιαλλάττω
φιλοπροσωπία = ευπροσηγορία, φιλοφρόνηση υποκριτική
φιλοπρόσωπος = ο προσποιούμενος ότι είναι φίλος
φίλος = φίλος
φιλότιμον = ετήσια χρηματική χορηγία ιερέα προς αρχιερέα
φιλυρίτζα = είδος βοτάνου
φιλώ = φιλώ
φιντάουμαι = οργώ προς συνουσία
φιντζάνιν = φλιτζάνι
φίντος = βοϊδόμυγα
φιούρα = μικρό σταμνάκι νερού για τα νήπια
φιραούνης = εξοργισμένος
φιραούνιν = ακμή ξυραφιού, άνθρωπος οργίλος
page===2

φιριλίν = φλουρί
φιρφίρι = πολύ λεπτό ρούχο
φισάκιν = φυσίγγιο όπλου
φιτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση
φιτανόπον = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση
φιτιλαεύω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες
φιτιλάζω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες
φιτιλέα = φιτιλιά, μεταφ. υπόνοια
φιτίλιν = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα
φιτιλόπον = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα
φιτιλούκιν = πράγμα κατάλληλο για φιτίλι
φιτνέ = άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός
φιτνές = πολύ ευερέθιστος, οξύθυμος
φκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα
φκάλιν = φεκάλι
φκειάω = κάνω
φκί = αφτί
φκυάρη = φτυάρι
φκυάρι = φτυάρι
φλαμούριν = άνθος φιλύρας, τίλιο
φλαμπουρίζω = κυματίζω
φλάμπουρον = σημαία, λάβαρο
φλέβα = φλέβα
Φλεβάρης = Φεβρουάριος
φλέγιος = φλοιός, φλούδα
φλεγμαίνω = φλεγμαίνω
φλέμα = φλέμα
φλεμάζω = διαπυούμαι
φλενικίζω = ριζοβολώ
φλέριν = άνθος φιλύρας
φλημίν = δακτυλιόλιθος
φλίβομαι = θλίβομαι
φλίνομαι = θλίβομαι
φλιουρίν = φλουρί
φλιρίν = φλουρί
φλόγα = πυρετός
φλογή = φλόγα, μεταφ. θλίψη, καημός
φλογίζω = θερμαίνω το φούρνο με λίγα ξύλα, μεταφ. έχω πυρετό
φλοίδι = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι
φλοκαμίτα = λίθος της εστίας στο οποίο ακουμπούν τα καιόμενα ξύλα
φλόξη = φλόγα, φως
φλουγκίζω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ
φλούγκωμαν = η έκφυση οφθαλμών των φυτών, οφθαλμοί, μπουμπούκια
φλουγκώνω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ
φλούδιν = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι
φλουρίνα = φλουρί
φλωρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος
φλώρη = πτηνό φλώρος
φλωρίν = χρυσό φλουρί
φλωρίνα = χρυσό φλουρί
φλωρόπον = μικρό φλουρί
φοβέντζιλος = δειλός, φοβητσιάρης
φοβεράζω = τρομάζω
φοβερίζω = τρομάζω
φοβέρισμαν = τρόμαγμα
φοβερός = φοβερός, τρομαχτικός, επικίνδυνος
φοβετζάρης = δειλός, φοβητσιάρης
φοβετζέας = δειλός, φοβητσιάρης
φοβόκαιρος = καιρός που διατρέχει κινδύνους
φόβος = φόβος
φοβού = φουφού
φοβούμαι = φοβάμαι
φόγος = φόβος
φόεμαν = φόβος, τρομάρα
φοθράκα = βάτραχος
φοινικίζω = ανανεώνομαι
φοκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο
φολάδα = βράχος ύφαλος, σκόπελος
φολάζω = περιπλέκω, μπερδεύω
φολλίζω = αφαιρώ τα περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου
φόλλιν = τα λεπτά περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου
φονέα = πολύ κόκκινο
φονέας = φονιάς
φονέας = καυστικός
φονικόν = φόνος, φονικό
φόνος = φόνος
φόνος = φόνος
φορά = φορά
φοράδα = φοράδα
φοράζω = ντύνω
φορδέκα = βάτραχος
φόρεμα = φόρεμα
φορεμάτιν = ρούχο κατάλληλο να φορεθεί
φορένω = ντύνομαι, φορώ
φορεσία = φορεσιά
φορεσιά ευπαρουσίαστη = φορτίο
φορετέριν = γυναικεία περισκελίδα
φορετικό = ύφασμα για φορέματα
φορή = φορά
φορθάκα = βάτραχος
φοριδάζω = περνώ τα φορίδια στο καλάθι
φορίδιν = δυο σχοινιά πάνω σε φορτίο το οποίο φορτώνεται στη ράχη περνώντας από τους ώμους και τις μασχάλες
φορκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω
φορκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρα
φόρμα = φορεσιά ευπαρουσίαστη
φορτίον = φορτίο
φορτόδεμαν = δέμα φορτίου
φόρτος = φορτίο
φόρτωμα(ν) = φόρτωμα
φορτώνω = φορτώνω
φορώ = φορώ
φόσιγμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα
φοσίζω = χώνω στη γη και σκεπάζω με χώμα
φοσίν = κοίλωμα γης, λάκκος
φόσισμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα
φοσιχτά = βαθιά
φοσιχτός = εκείνος που βρίσκεται χαμηλά μεταξύ υψωμάτων
φοσοκολέα = η δυσοσμία του βδέους
φοσοκόλιν = πρωκτός
φοσόπον = κοίλωμα γης, λάκκος
φοτά = ποδιά
φότε = αφότου
φοτοδέμα = δέματα φοτάς
φοτοδέματα = δέματα φοτάς
φοτούλης = εγωιστής, αυθάδης
φοτουλούκιν = εγωπάθεια, αυθάδεια
φουκαράς = φουκαράς, δυστυχής
φουλίκα = κάμινος μεταλλουργική
φουλιρίν = φλουρί
φουλιρόπον = φλουρί
page===3

φουλούκα = βάρκα
φουλουκίζω = κεντώ με τσουκνίδα
φουλούκισμα = κεντώ με τσουκνίδα
φουλουρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος
φουλτούρα = γυναίκα πεταχτή
φουμέας = θυμωμένος
φουμέτζης = εκείνος που συνέχεια θυμώνει
φουμίζω = θυμώνω, κακιώνω
φουμίκα = εκείνη που θυμώνει
φουμιξέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει
φουμισέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει
φούμισμαν = θύμωμα
φουμιστάρης = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει
φούμος = αιθάλη, καπνιά
φουνί = χωνί
φούντα = βαλάντιο
φουντάριν = άρτος ολόκληρος φουσκωτός
φουντάρω = αγκυροβολώ
φουνταρώνω = αγκυροβολώ, πνίγομαι
φουντζίν = φουντούκι μαζί με το περίβλημα
φουντούκιν = φουντούκι
φουντουκίτζα = φυτό βούρλο
φουντουλάζω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί
φουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι
φουντώνω = φουντώνω
φουρθάκα = βάτραχος
φουρίν = φυτό που έχει πολλές διακλαδώσεις στο στέλεχος
φούρκα = αγχόνη
φουρκαλέα = χτύπημα με σκούπα
φουρκαλίδι = σκουπίδι, χαλίκι
φουρκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω
φουρκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο κάνουν σάρωθρα
φουρκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα
φουρκαλίτζα = πιρούνι
φουρκαλώ = σαρώνω, σκουπίζω
φουρκίζω = πνίγω
φούρκισμα(ν) = πνιγμός
φουρκισμάτιν = το προερχόμενο από πνιγμό
φουρκιστός = πνιγμένος
φούρκωμα(ν) = φουντώνω
φουρκωμένος = βουρκωμένος
φουρκώνω = φουντώνω
φουρλάεμαν = θυμός, οργή
φουρλαεύω = θυμώνω, οργίζομαι
φούρμα = όρος ναυπηγικής
φουρνάζω = φουρνίζω
φουρνέα = φουρνιά
φουρνί(ν) = φούρνος
φουρνίζω = φουρνίζω
φουρνικένον = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο
φούρνισμαν = φούρνισμα
φουρνιστόν = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο
φουρνογκότης = κοντός με το οποίο συνδαυλίζουν τα καμένα ξύλα του φούρνου
φουρνοδώμιν = εξωτερική οριζόντια επιφάνεια της στέγης φούρνου
φουρνόλιθον = λίθοι κατάλληλοι για κατασκευή φούρνου
φουρνοξέριν = εκείνο που έχει ξηραθεί στο φούρνο
φουρνόξυλον = ξύλα για πύρωμα φούρνου
φουρνοπλάκιν = πλάκα φούρνου
φουρνόπον = φούρνος
φουρνοπόρτιν = πόρτα φούρνου
φούρνος = φούρνος
φούρνος = είδος βατράχου
φουρνοσπόγγιν = κουρελόπανα πάνω σε ξύλινο κοντάρι με το οποίο καθαρίζουν το φούρνο
φουρνότζιρον = αχλάδι ή μήλο φουρνισμένο
φουρνόφ’λλα = φυτό με πλατιά φύλλα πάνω στα οποία βάζουν το άρτο στο φούρνο για να μην κολλήσει στο πτύο
φουρνοψώμιν = ψωμί από φούρνο
φουρουντζάβα = σύζυγος αρτοποιού
φουρουντζής = αρτοποιός
φουρούτζιν = ρυτίδα προσώπου
φουρουτζώνω = ρυτιδώνομαι
φούρτζα = βούρτσα
φουρτζί = είδος βούρτσας
φουρτζίζω = βουρτσίζω
φουρτζούγα = οπή στο τοίχο της μάνδρας απ’ όπου εκβάλλουν την κοπριά, θύρα μάνδρας
φουρτλαεύω = μαζεύω τα χαρτιά με το φάντη (στο χαρτοπαίγνιο)
φούρτος = φάντης του χαρτοπαίγνιου
φουρτούνα = φουρτούνα, μεταφ. κίνδυνος μεγάλος
φουρτουνάζω = φουρτουνιάζω
φουρτουνλαεύω = φουρτουνιάζω
φουρφουλακιάζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό
φουρφουλακίζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό
φουρφουλακίζω = χοχλακίζω, φλέγομαι από δίψα
φουρφουλάκιν = σβούρα
φουρφούρι = σβούρα
φουρφουρίζω = παράγω θόρυβο φουρ φουρ, πάλλομαι
φουρφουρίκα = σβούρα
φουρφούτζιν = δέντρο πολύ φορτωμένο με καρπούς
φουρφουτίζω = ξεχειλίζω
φουσαλάκης = φουσκωμένος, παχύς
φουσίν = πρωκτός
φούσκα = είδος πλοίου, ο άωρος καρπός συκιάς, βατόμουρο
φουσκαλίδα = φυσαλίδα, φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα ή άλλη αιτία
φουσκαλιδάζω = βγάζω φλύκταινες από έγκαυμα ή άλλη αιτία
φουσκαλιδάριν = εκείνος που έχει φλύκταινες
φουσκαλίδιν = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα
φουσκαλιδόπον = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα
φουσκάλιν = φούσκα
φουσκίν = κόπρος μονόχηλων ζώων
φουσκίτα = είδος μύκητα
φουσκούλα = όρνιθα που έχει γύρω από το ράμφος φουντωτό πτίλωμα
φουσκουλάρης = φουσκωμένος
φουσκούλιν = φούσκα
φουσκουλώ = παχαίνω
φουσκυλλίδιν = ουροδόχος κύστη, χοληδόχος κύστη
φούσκωμαν = φούσκωμα
φουσκώνω = φουσκώνω
φουσκωτός = φουσκωτός, διογκωμένος
φούσνα = βυσσινιά
φουσούλιν = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο
φουσουλίτζα = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο, άγρια πάπια
φουσούνα = φυσητήρας σιδηρουργείου
φουσταλίζω = φουμάρω, σηκώνω σκόνη στον αέρα
φουστάνιν = φουστάνι
φουστανλήσα = εκείνη που φοράει φουστάνι
φουστανόπον = φουστάνι
φουστίτα = ο μύκητας φουσκίτα, είδος χόρτου
φούστορον = ομελέτα, σφουγγάτο
φουστοροτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το φούτορον
φουστούκιν = φιστίκι
φουστρίν = πρωκτός
page===4

φούστρον = ομελέτα, σφουγγάτο
φουσφουρίζω = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους
φουσφούρισμαν = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους
φουσφουρώνω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, ρυτιδώνομαι
φουτάρης = αυτός που αερίζεται συχνά
φουτέας = αυτός που αερίζεται συχνά
φουτζανάριν = αλεύρι πιτυρούχο
φουτζανίζω = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες
φουτζάνιν = πίτουρο
φουτζάνισμαν = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες
φουτζανόστομος = μωρολόγος
φουτζικάς = άνθρωπος κάτισχνος
φουτζίν = βαρέλι
φούτζο = δίχρονο μοσχάρι
φουτή = κλανιά
φουτίζω = κλάνω χωρίς κρότο
φουτίτα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια
φουτίτζα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια
φουτούλιν = κάψα φουντουκιού
φούτουλος = ευτραφής
φουφού = πληγή (στη παιδική γλώσσα)
φουφούκα = πληγή (στη παιδική γλώσσα)
φουφούλιν = η ακαλήφη η οποία κεντά και προκαλεί το επιφώνημα φου φου
φουφουριαίνω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί
φούχτα = χούφτα
φουχταρίζω = χουφτώνω
φραγάδιν = φράχτης
Φραγκία = Ευρώπη
φραγκιάζω = βραχνιάζω
φραγκοκάμισον = πουκάμισο κατά την Ευρωπαϊκή τεχνοτροπία
φραγκοκλείδι = κλειδαριά ευρωπαϊκής κατασκευής
φραγκομάλα = σύφιλη
φραγκόποπας = καθολικός παπάς
φραγκορράφτες = ράφτης Ευρωπαϊκής ενδυμασίας
Φράγκος = Ευρωπαίος
φραγκοστάφυλον = φραγκοστάφυλο
φραγμός = φραγμός, περίφραξη
φράζω = περιφράζω
φρακάλιν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων
φραντάλα = πρόσχαρη
φρανταλίζω = επιδεικνύομαι υπερβολικά, μεγαλαυχώ, αισθάνομαι μεγάλη χαρά
φραντζέλα = φραντζόλα
φραντζελόπον = φραντζόλα
φραντζιάς = πρόδομος οικίας περιφραγμένος και στολισμένος
φράντουλα = πρόσχαρη
φράξη = περίφραξη χώρου
φράξιμο(ν) = περίφραξη
φραχνίτα = είδος φυτού
φραχτή = περίφραγμα, φράχτης
φραχτόπον = φράχτης, περίφραγμα
φραχτόρριζο = βάση φράχτη
φραχτός = φράχτης, περίφραγμα
φραχτώνω = περιβάλλω με φράχτη
φρένα = μυαλά
φρέντζα = θάρρος
φρεντζί = φεγγίτης οικίας
φρέφος = βρέφος
φρίξη = βάσανο, ταλαιπωρία
φροθάκα = βάτραχος
φροκαλιά = σάρωθρο, σκούπα
φροκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω
φροκάλιν = σκούπα, σάρωθρο
φροκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα
φρονεύω = γίνομαι φρόνιμος
φρόνηση = φρόνηση, σύνεση
φρονιμάδα = το να είναι κανείς φρόνιμος
φρόνιμος = φρόνιμος
φρόντες = θάρρος, παρρησία
φρούδι = φλούδα, φλοιός
φρουθάκα = βάτραχος
φρουκάλ(ιν) = σκούπα, σάρωθρο
φρούνος = είδος βατράχου
φρούντζιν = αφρός
φρουντζιώ = αφρίζω
φρουντζώνω = μαλακώνω
φρουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι
φρούχνα = μούχλα
φρουχόχειλος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη
φρούχτα = φρούτα
φρυάζω = ορμώ προς επίθεση
φρυγανίζω = φρύγω
φρύγματα = καψίματα
φρύγομαι = ταλαιπωρούμαι από τον καύσωνα, φλέγομαι από δίψα
φρύδιν = φρύδι
φτάγω = κάνω
φταίξιμον = φταίξιμο, σφάλμα
φταίρσιμον = φτερνίζομαι
φταίρω = φτερνίζομαι
φταίχτης = φταίχτης
φταίω = φταίω, αμαρτάνω, σφάλω
φτάνω = φτάνω
φταρέα = ποσότητα όση χωράει το φτυάρι
φταρέα = πλήγμα, χτύπημα με φτυάρι
φτάρη = φτυάρι
φταρίζω = φτυαρίζω
φτάριν = φτυάρι
φταρμέτζης = εκείνος που ματιάζει, βάσκανος
φταρμίζω = ματιάζω, βασκαίνω
φτάρμισμα = βασκανία, μάτιασμα
φταρμοζίνιχο = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων
φτάσιμον = ωρίμανση
φτείρα = ψείρα
φτειράβα = ψειριάρα
φτειράζω = γεμίζω με ψείρες
φτειράρης = ψειριάρης
φτειραρίτζης = ψειριάρης
φτειράσιμον = φθειρίαση
φτειρέας = ψειριάρης
φτείριν = ψείρα
φτειροθέκλα = άνθρωπος γεμάτος με ψείρες
φτειροκακκαλέας = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη
φτειροκάκκαλος = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη
φτειροφάγας = εκείνος που τρώει ψείρες, μεταφ. πολύ φτωχός
φτελίδιν = δέντρο φτελιά
φτελιδίτζιν = είδος χόρτου εδωδίμου
φτελιδόπον = δέντρο φτελιά
φτελιδόφυτον = δέντρο φτελιά
φτελτόν = πούπουλο
φτενένω = κάνω κάτι ισχνό, γίνομαι ισχνός
φτενία = φτηνά
page===5

φτενόξυλο = όργανο του αργαλειού με το χτυπούν το υφάδι μετά το κάθε πέρασμα της κερκίδας
φτενός = λεπτοκαμωμένος, ισχνός, φτωχός
φτενός = φτηνός
φτενότζεπλα = σταφύλια λεπτόφλουδα
φτενούτζα = είδος οστρέου με λεπτό όστρακο
φτενύνω = φτωχαίνω
φτενώνω = κάνω κάτι λεπτό
φτερακίζω = φτερουγίζω, πετώ
φτεράκισμα = φτερουγίζω, πετώ
φτεριδέα = τόπος όπου φυτρώνουν πολλές φτέρες
φτερίδιν = φυτό φτέρη
φτέρνα = φτέρνα
φτερνίζω = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω
φτέρνισμαν = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω
φτερνίτε = σκληρό δέρμα βοδιού που τοποθετείται στη φτέρνα του υποδήματος
φτερό(ν) = φτερό
φτερολογώ = ξαφνιάζω, τρομάζω
φτερολόεμαν = ξάφνιασμα, τρομάζω κάποιον
φτερόπ’λλον = φτερό
φτερούγιν = φτερό, πτερύγιο
φτερούλιν = φτερό
φτέρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή
φτι = αυτί
φτιλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα
φτιλάκισμαν = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα
φτίλιγμαν = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω
φτιλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω
φτίλιν = πούπουλο, φτερό
φτίλιτον = πούπουλο, φτερό
φτίλος = φτερό πτηνού
φτιλτένος = αυτός που είναι γεμάτος από φτερά, πούπουλα, εκείνος που μοιάζει σαν πούπουλο, απαλός
φτονερός = φθονερός, ζηλιάρης
φτονία = φθόνος
φτοριάζω = χύνω τα φτερά μου
φτούλ(ιν) = πούπουλο, φτερό
φτουλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα
φτούλιγμαν = μάδημα, συλλογή καπρών από δέντρο, στόλισμα
φτουλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω
φτούλιτον = πούπουλο, φτερό
φτούλιτρο = πούπουλο, φτερό
φτύζω = φτύνω
φτύξη = φτύσιμο
φτυρολογώ = ξαφνίζω, καταπτοώ και τρέπω σε φυγή, τρομάζω
φτυρολόεμαν = ξάφνιασμα, τρόμαγμα
φτύρσιμον = ξίπασμα ζώου και τροπή σε φυγή, φτέρνισμα
φτυρτόν = ζώο που είθε να πάει και να χαθεί
φτύρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή, φτερνίζομαι
φτύση = φτύσιμο
φτύσιμο(ν) = φτύσιμο
φτύσμα = φτύμα
φτω = κάνω
φτωχαίνω = φτωχαίνω
φτωχακόν = φτωχικό
φτώχαμα = σωματική αδυναμία, ισχνότητα
φτωχία = φτώχια
φτωχοκόριτζον = φτωχοκόριτσο
φτωχολογία = φτωχολογιά
φτωχόπαιδον = φτωχόπαιδο
φτωχοπορεύκομαι = ζω φτωχικά
φτωχόπουλλον = αγόρι ή κορίτσι φτωχής οικογένειας
φτωχός = φτωχός
φτωχουσία = πενία, φτώχια, άνθρωποι φτωχής κοινωνικής τάξης
φτωχύνω = φτωχαίνω
φτωχωτός = φτωχός
φυγαδάζω = φυγαδεύω
φυγαδίασμαν = φυγάδευση
φυγέτζης = φυγάς
φυγετός = φυγή
φυγεύω = φεύγω
φυγή = φυγή
φυγιάζω = φυγαδεύω, απάγω
φύγιασμαν = φυγάδευση
φυγιαχτόν = λαθραίο
φύγουμαι = φεύγω
φυεύω = φεύγω
φύκια = φύκια
φύλαγμα = φύλαγμα
φύλακας = φύλακας, φρουρός
φύλακας, φρουρός = φυλακάτορας
φυλακή = φυλακή
φυλακίζω = φυλακίζω
φυλακώνω = φυλακώνω
φύλαξη = φύλαξη, ενθύμηση, μνημονικό
φυλάττω = φυλάσσω, περιμένω
φυλαχτόν = πολύτιμο, φυλαχτό
φυλαχτούρι = φυλαχτό
φυλή = φυλή, γένος, είδος
φυλλάδα = φυλλάδα, βιβλίο
φυλλάζω = ανοίγω τη ζύμη σε λεπτά φύλλα
φυλλάζω = στοιβάζω ύφασμα κατά φύλλα
φυλλάνοιγμαν = η εποχή της φυλλοφορίας των δέντρων
φυλλάριν = εκείνο που έχει πολλά φύλλα
φύλλο(ν) = φύλλο
φυλλοκάρδα = φύλλα της καρδιάς, μεταφ. τα μύχια, τα εσώτατα
φυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές
φυλλόπον = φυλλαράκι
φυλλορρούξιμον = η εποχή που πέφτουν τα μαραμένα φύλλα, φθινόπωρο
φυλλοσούρουχον = κοντός στον οποίο δένουν δέματα φύλλων και κλώνων για μεταφορά
φύλλωμαν = φύλλωμα
φυλλώνω = φυλλοφορώ
φυλλωτά = λεπτά φύλλα ζύμης με τα οποία παρασκευάζονται εδέσματα
φύλον = φυλή, γένος
φυού = κρύπτη, κρυψώνα, δωμάτιο σκοτεινό
φυργανίζω = φρυγανίζω
φύσεμαν = φύσημα
φύσεμας = άνεμος
φυσερόν = φυσητήρας σιδηρουργού ή γανωτή
φυσετέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου
φυσετός = ισχυρός άνεμος
φύση = η ανθρώπινη φύση
φύσημα = φύσημα
φυσητής = εκείνος που φυσά με τον φυσητήρα του γανωτή
φυσικόν = φυσικός χαρακτήρας, φυσικά ιδιώματα ανθρώπου
φυσιώνης = μανιώδης καπνιστής
φύσνα = βυσσινιά
φυσώ = φυσώ
φυσώνα = φυσητήρας σιδηρουργείου
φυσώνης = μανιώδης καπνιστής
φυσώνιν = φυσητήρας σιδηρουργείου
φυσωτέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου
page===6

φυτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση
φύτεμαν = φύτευση
φυτεύω = φυτεύω
φυτό(ν) = φυτό
φύτρα = καταγωγή, γένος, εκβλάστημα φυτού
φύτρον = γενεά, καταγωγή, εκβλάστημα φυτού, νεαρός βλαστός
φύτρος = βλάστημα φυτού, μεταφ. σωματική διάπλαση
φυτρόχορτη = φυτό αγριάδα
φύτρωμαν = φύτρωμα
φυτρώνω = φυτρώνω, μεταφ. ξαφνικά παρουσιάζομαι που δεν το περιμένει κανείς
φυτωνάριν = φυτώριο
φχαριστώ = ευχαριστώ
φώκα = φώκια
φωλάζω = φωλιάζω, εισέρχομαι στη φωλιά μου
φωλέα = φωλιά
φωλεύω = φωλεύω
φώλη = φωλιά
φώλιν = το πρόσφορο αβγό που μένει πάντοτε στη φωλιά για να προσελκύει την κότα
φωλίτζα = φωλίτσα
φωλόπον = φωλιά
φωνάζω = φωνάζω, κραυγάζω
φωνή = φωνή, λαλιά
φωνώ = φωνάζω, κραυγάζω
φως = φως
φωστήρας = άνθρωπος φωτισμένος πολυμαθής
φωστομμάτα = συγχαρητήρια που απευθύνονται προς τους οικείους για την επάνοδο ξενιτεμένου
Φώτα = Θεοφάνεια
φώταγμαν = φωτισμός, λάμψη
φωταγωγία = λάμψη
φωταγωγός = αυτός που λάμπει φωτιζόμενος
φωτάζω = φωτίζομαι, λάμπω, γλυκοχαράζει
φωτάζω = θαμβώνομαι
φωτάκα = άνθρωπος λάμπει σαν καλλονή
φωτασία = φωτοχυσία
φωταχτεράς = ωραίος, ευειδής
φωταχτέριν = πράγμα που ακτινοβολεί
φωτεινερός = φωτεινός
φωτεινός = φωτεινός
φωτειρός = φωτεινός
φωτερός = φωτεινός
φωτία = φως, φωτιά
φωτίζω = φωτίζω
φωτίσα = φώτιση
φώτιση = φώτιση
φώτισμα = λάμψη, βάπτισμα, αγιασμός
φωτιστέρα = δυο πανιά, το ένα κρεμιόταν από το λαιμό του νονού και το άλλο απλωνόταν πάνω στο άλλο για να βάλουν το βρέφος μετά τη βάπτιση
φωτιστικός = βαφτιστικός
φωτιτσιάτικα = βαπτιστικά
φωτολογία = λάμψη, φωτοχυσία
φωτολογώ = πλημμυρώ από φως

Χ

page===0

χα = ιδού, να
χαβά = ελώδης πυρετός, φυτό φυόμενο σε μέρος ελώδες
χαβαλούμαι = προσβάλλομαι από ελώδη πυρετό
χαβάσιν = έφεση, ζήλος, κλήση
χαβασλάεμαν = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος
χαβασλαεύω = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος
χαβγιάριν = χαβιάρι
χαβγιαρόζωμον = είδος εδέσματος παρασκευασμένο από χαβιάρι διαλυμένο με νερό
χάβδι = δερματικό νόσημα, λειχήνας
χαβδόχορτον = αγριόχορτο που χρησιμεύει ως θεραπευτικό των λειχήνων
χαβέκα = ταινία από ύφασμα η οποία συγκρατεί το γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής την τάπλα
χαβέλι = άνθρωπος ηλίθιος
χαβέτζι = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο
χαβζάλιν = σκόνη ανθράκων
χαβζαλόπον = λίγη ποσότητα σκόνης ανθράκων
χαβζαλώνω = πληρώ με ασβόλη
χαβιτζέα = οσμή χαβιτζιού
χαβίτζιν = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο
χαβιτζοκούταλον = κουτάλι ειδικό για παρασκευή χαβιτζιού
χαβιτζόπον = λίγη ποσότητα χαβιτζιού
χαβιτζοτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το χαβίτζιν
χαβιτζώνω = γίνομαι πηχτός σαν χαβίτζιν
χαβού = ούτως, τοιουτοτρόπως
χαβούζιν = δεξαμενή ύδατος
χαβουζόπον = δεξαμενή ύδατος
χάβουμαι = χάνω
χαβούρτα = αχλάδια, μέσπιλα και βαλάνια φρυγμένα στο φούρνο και αλευροποιημένα
χαβουρτένον = εκείνο που είναι παρασκευασμένο από χαβούρτα
χαβρόζιν = ουροδοχείο
χαγιάτιν = πρόδομος οικίας
χαγκέας = ο ασθμαίνων, φιλάσθενος, εκείνος που βογγά
χαγκίζω = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ
χάγκισμαν = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ
χαγξού = γυναίκα που συνεχώς βογκά
χαζνά = θησαυροφυλάκιο
χαζούρης = έτοιμος
χαζουρλαεύω = ετοιμάζω
χαιβανάς = ζωώδης, μωρός
χαιβάνιν = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός
χαιβανόπον = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός
χαΐνης = άπονος, σκληρόκαρδος
χαιρετία = χαιρέτισμα
χαιρέτισμαν = χαιρετισμός
χαιρετώ = χαιρετώ
χαΐριν = προκοπή, όφελος
χαϊρλίν = εκείνος που έχει προκοπή, εκείνο που έχει όφελος
χαίρομαι = χαίρομαι
χαΐφιν = άδικο, εκδίκηση
χάκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση
χαλά = αφοδευτήριο
χαλαβίζω = καθαρίζω, πλύνω
χαλαγία = κασσίτερος
χαλάγιωμαν = κασσιτερώνω
χαλαγιώνω = κασσιτερώνω
χάλαγμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση
χαλαγμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί καταστροφή
χαλαδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου
χαλάεμαν = κασσιτερώνω
χαλαένω = κασσιτερώνω
χαλαετόν = κασσιτερωμένο
χαλαζεύ(ει) = ρίχνει χαλάζι
χαλάζιν = χαλάζι
χαλαζώνει = ρίχνει χαλάζι
χαλάη = κασσίτερος
χαλαΐτζα = ποικιλία αχλαδιάς με μικρά γλυκά αχλάδια
χαλαϊτζής = κασσιτερωτής, γανωτής
χαλάλιν = πράγμα εκουσίως δωρούμενο
χαλαμά = ερείπιο, χάλασμα
χάλαμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση
χαλαμαντρία = άνθρωπος έχει όψη ερειπίου, ρακένδυτος
χαλάνω = χαλάω, κατεδαφίζω
χαλάομαν = κασσιτερώνω
χαλαόνω = κασσιτερώνω
χαλαρά = χαλαρά
χαλαρδία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου
χαλαρόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα, μεταφ. φιλάσθενος
χαλαρός = χαλαρός
χαλάρυμαν = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων
χαλαρύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων
χαλάρωμαν = χαλαρώνω
χαλαρώνω = χαλαρώνω
χαλαρωτός = λίγο χαλαρός
χαλασμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί την καταστροφή
χαλαφούστα = πράγμα πολύ μαλακό
χαλαφουστώνω = γίνομαι πολύ μαλακός, πλαδαρός
χαλβά = χαλβάς
χαλβάνιν = αγριόχορτο με πλατιά φύλλα
χαλβανόφυλλον = φύλλο του φυτού χαλβάνιν
χαλβατζής = χαλβατζής
χαλέβιν = σωρός λίθων
χαλεβλούχ(ιν) = μέρος όπου υπάρχουν πολλοί λίθοι κατά σωρούς
χαλεβόρ(ιν) = ημιερειπωμένο
χαλεβορτζής = τεχνίτης που δεν χτίζει στερεό οικοδόμημα
χαλεβράκης = ακαλαίσθητος
χαλέκιν = χαλίκι
χαλεπά = φτωχικά
χαλεπός = δυσάρεστος, σκληρός
χαλερός = χαλαρός
χαλέχουλεν = χλιαρό
χαλί = ξύλινος στύλος κληματαριάς
χαλί(ν) = χαλί
χαλίκιν = χαλίκι
χαλίκωμαν = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι
χαλικώνω = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι
χάλιν = χάλι
χαλκά = κρίκος
χαλκέα = ποσότητα όση χωράει το καζάνι
χάλκεμαν = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί
χαλκέριν = γουδί
χαλκεύω = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί
χαλκιάζω = αποκτώ χρώμα χαλκού
χάλκιανος = αυτό που είναι κατασκευασμένο από χαλκό
χαλκίν = χάλκινος λέβητας
χάλκινος = χάλκινος
χαλκό(ν) = μεγάλος χάλκινος λέβητας
χαλκοπλύτε = εργαλείο των χρυσοχόων με το οποίο πλένουν τα μέταλλα
χαλκόπον = μεγάλος χάλκινος λέβητας
χαλκοπουλλέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοπούλλιν
χαλκοπούλλιν = μικρός χάλκινος λέβητας
χαλκοπουλλόπον = μικρό καζανάκι
page===1

χαλκοπρασινώ = γίνομαι πράσινος όπως η σκουριά του χαλκού
χαλκοπρόσωπος = εκείνος που έχει πράσινα μάτια όπως η σκουριά του χαλκού
χαλκοστάμνιν = σταμνί χάλκινο
χαλκοτζουκέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοτζούκιν
χαλκοτζούκιν = χάλκινη στάμνα
χαλκύνω = παίρνω χρώμα χαλκού
χάλκωμα = χάλκινο σκεύος, χαλκός
χαλκωματένος = χάλκινος
χαλκωματικά = χάλκινα οικιακά σκεύη
χαλόπον = χαλί
χαλοτιμία = προσβολή τιμής και αξιοπρέπειας κάποιου, εξευτελισμός
χαλοτιμώ = προσβάλλω την τιμή κάποιου, εξευτελίζω κάποιον, υποδέχομαι κάποιον με ψυχρότητα
χαλτεβόρης = απεριποίητος, κακοντυμένος
χαλτζεύκομαι = λυτρώνομαι
χάλτικα = κατά τρόπο ανάρμοστο
χαλτοπούλλιν = χωριατόπαιδο, αγριόπαιδο
χαλχάν(ν) = καλκάνι
χαλχάνα = είδος πτηνού
χαλχανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω
χαλχάνισμαν = γελώ με ήχο, καγχάζω
χαλχανίστρα = δοχείο νερού με στενό λαιμό το οποίο χαλχανίζει κατά την εκροή νερού
χάμ = και… και «χάμ εγώ, χάμ εσύ»
χαμαζέτζης = προδότης
χαμαζεύω = καταδίδω, προδίδω
χάμαι = χάνω
χαμαιλεταλευρωμένος = αλευρωμένος στο μύλο
χαμαιλετάρης = μυλωθρός, μυλωνάς
χαμαιλέτες = καθιστός χειρόμυλος, υδρόμυλος, η άνω μυλόπετρα
χαμαιλετίτζιν = χειρόμυλος
χαμαΐλιν = φυλαχτό, χαϊμαλί
χαμαϊλίν = δαχτυλίδι που έχει το σχήμα τριγωνικό ή τετραγωνικό σαν του φυλαχτού
χαμαϊλόπον = φυλαχτό, χαϊμαλί
χαμαλάζω = αφοδεύω τόσο πολύ όσο ένας αχθοφόρος
χαμαλέα = το πολύ αφόδευμα όσο ενός αχθοφόρου
χαμάλης = αχθοφόρος
χαμαλίκιν = το επάγγελμα του αχθοφόρου
χαμάμπελος = χαμηλή άμπελος
χαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού
χαμελά = χαμηλά
χαμελακέσου = κατά τα χαμηλά
χαμελασία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά
χαμελία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά
χαμελόκλαδον = κλαδί δέντρου που βρίσκεται χαμηλά
χαμελοποταμία = παραπόταμος χώρα χαμηλή σχετικά προς την πέριξ χώρα
χαμελός = χαμηλός
χαμέλυμαν = χαμηλώνω
χαμελύνω = χαμηλώνω
χαμέλωμα = χαμηλώνω
χαμελώνα = τόπος που βρίσκεται χαμηλά
χαμελώνω = χαμηλώνω
χαμελωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά
χαμελωτός = λίγο χαμηλός
χαμηλός = χαμηλός
χαμηλύνω = χαμηλώνω
χαμηλωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά
χάμης = άωρος καρπός, ασυνήθιστος
χαμλάελμαν = κουράζομαι πολύ
χαμλαεύω = κουράζομαι πολύ
χαμνένε = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ, καταπραΰνω
χαμνία = τύφος
χαμνίζω = κάνω κάτι νερουλό, γίνομαι υδαρής, χασμουριέμαι, προσβάλλομαι από τύφο
χάμνισμα = χασμούρημα
χαμνίτζα = γυναίκα φιλάσθενη
χαμνογελώ = χαμογελώ, υπομειδιώ
χαμνοκάρδης = καλόκαρδος, ο εύκολα συγκινημένος
χαμνομύλιν = φαγητό πολύ νερουλό
χαμνορράκι = δυνατό ρακί
χαμνός = μαλακός, πλαδαρός, υδαρής, μεταφ. αδύνατος, ισχνός
χαμνούστα = άγρια φράουλα
χαμνοφαγεία = νερουλό φαγητό, εκείνος που τρώει νερουλά φαγητά
χάμνυμαν = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ. καταπραΰνω
χαμνωτός = νερουλός
χαμογέλαγμαν = χαμόγελο
χαμογέλασμαν = χαμόγελο
χαμογελαστά = χαμογελαστά
χαμογελώ = χαμογελώ
χαμόθεος = εκείνος που είναι προστάτης και βοηθός πάνω στη γη
χαμοκίσσιν = φυτό κισσοειδές
χαμοκλάδιν = χαμηλό κλαδί δέντρου
χαμοκλείδιν = εκείνο που έχει θόλο χαμηλό δηλ. κλειδώνεται χαμηλά
χαμοκοιλάδ(ιν) = χαμηλή κοιλιά
χαμολέος = χαμαιλέοντας
χαμόμηλον = χαμομήλι
χαμόμηλον = μηλιά χαμηλή
χαμονή = απώλεια, όλεθρος, τόπος καταστροφής χωρίς επιστροφή
χαμοπεταλήχτρα = χρυσαλλίδα
χαμοπετώ = εκφράζω την μεγάλη χαρά με ζωηρές εκφράσεις και κινήσεις σαν να πρόκειται να πετάξω
χαμός = χαμός, απώλεια
χαμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω
χαμουρίαγμαν = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω
χαμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό
χαμούφτα = άγρια φράουλα
χαμπώνω = κλείνω ερμητικά την πόρτα, το παράθυρο κτλ
χαμωτός = άωρος, ασυνήθιστος
χανεκιάρης = κτηματίας
χάνιν = πανδοχείο, ξενώνας
χανόπον = πανδοχείο, ξενώνας
χανούμα = κυρία, οικοδέσποινα
χανταβλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο
χαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι
χάντακας = μεγάλο όρυγμα, χάσμα
χαντάκιν = τάφρος
χαντακός = εκείνος που έχει μακράν ηλικία
χαντάκωμαν = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι
χαντακώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι
χανταπλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο
χαντζαβάζιν = μισοκαμένο ξύλο
χαντζαρέα = χτύπημα, πλήγμα με χαντζάρι
χαντζάριν = μεγάλη μαχαίρι
χαντζέα = οσμή καιόμενου τριχώματος
χάντζεμαν = καψαλίζω
χαντζεύτρα = άνθρωπος ύπουλος
χαντζεύω = καψαλίζω
χαντζηλίκιν = το επάγγελμα του πανδοχέα
χαντζής = πανδοχέας, ξενοδόχος
χαντζιμύρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ., τσίκνα καμένου φαγητού
χαντζιμυράζω = τσικνίζω
χαντζιμυράριν = εκείνο που μυρίζει τσίκνα
χαντζιμυρέα = οσμή καμένου φαγητού, τσικνίλα
χαντζιμυρίαγμαν = τσικνίζω
page===2

χαντζιμύτρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ
χαντζίρα = οσμή καμένου υφάσματος, ο πνιγηρός ατμοσφαιρικός καύσωνας
χαντζιρέα = οσμή καιόμενου υφάσματος
χαντζιρεύω = καίομαι (ύφασμα) και γίνομαι μαύρη στάχτη
χαντζοκάτα = ύπουλη γάτα
χαντζοκράτες = πυροστιά
χαντζολάβασον = λαγάνα ψημένη επιφανειακός
χαντζού = δαιμόνιο λυκόμορφο που έρχεται την Μεγάλη Τεσσαρακοστή
χαντζούκα = γυναίκα γκρινιάρα
χαντζουλεύω = καίω επιφανειακός, καψαλίζω
χαντζούρα = γυναίκα ραδιούργα και φιλοκατήγορη
χαντίζω = κεντώ με αγκάθι
χάντιν = αγκάθι
χαντυλλάζω = γαργαλίζω, θαμπώνω
χαντυλλάσιμον = γαργάλισμα
χαντύλλασμαν = γαργάλισμα
χάνω = χάνω
χανώνομαι = χάνομαι, καταστρέφομαι
χάπα-χάπ = αμέσως
χαπαλευτή = παιδικό παιχνίδι
χαπαλεύω = σκάβω, ανακατεύω διάφορα πράγματα αναζητώντας κάτι
χαπαπία = κάψα βαλάνου, είδος φυτού, ο καρπός της μολόχας
χαπαπίτζα = κάψα βαλάνου
χαπαράζω = ειδοποιώ, πληροφορώ
χαπαρέας = εκείνος που διαδίδει μυστικά, ακριτόμυθος
χαπάριν = είδηση, χαμπάρι, θλιβερή είδηση θανάτου
χαπαρώ = γεμίζω μέχρι το χείλος
χάπατον = άνθρωπος ηλίθιος, χάχας
χαπερτάρης = αγγελιοφόρος
χάπιν = χάπι
χαπίσιν = φυλακή
χαπισλαεύω = φυλακίζω
χαρά = χαρά, γάμος
χαραγμάδα = χαραμάδα
χάραγμαν = χάραγμα, εντομή, λυκαυγές
χαραδόξα = καλός καιρός, ευθυμία, χαρά
χαραδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου
χαράζω = χαράζω, υποφώσκει, τεμαχίζω
χαράκα = χάρακας
χαρακέα = χτύπημα με χάρακα
χαρακέα = ποσότητα φασολιών όση προέρχεται από μια συστάδα αναρριχητική σε ξύλινη βέργα
χαρακιάζω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαράκιασμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαράκιν = ξύλινος κοντός, ξύλο λεπτό και μακρύ το οποίο καρφώνεται κοντά στη αναρριχητική φασολιά για να αναρριχηθεί σε αυτό
χαράκιν = κοψίδι
χαρακλίν = το αναρριχόμενο
χαράκωμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαρακώνω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές
χαρακώνω = κόβω σε κομμάτια ψαχνό κρέατος
χαραλός = χαραλός
χαραλύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων
χαραλώνω = χαραλώνω
χαραμάζω = αχρηστεύω
χαραμής = ληστής, κηφήνας κυψέλης, άδικος
χαραμίζω = αχρηστεύω
χαράμιν = πράγμα άδικα λαμβανόμενο ή κατεχόμενο
χαραμίτα = χαραμάδα, ρωγμή
χαραμοφάγας = αισχροκερδής
χαρανάστατος = εκείνος που χοροπηδά από την χαρά του
χαρανή = χάλκινος λέβητας
χαραπά = ερείπιο
χαραπάς = κολοκύθα, φλάσκα
χαράπιν = ερειπωμένη οικοδομή
χαραρέα = ποσότητα όση χωράει ένα χαράριν
χαράριν = μεγάλος σάκος συνήθως από ύφασμα γιδήσιας τρίχας
χαρατζέα = πυρά με μεγάλη φωτιά
χαράτζιν = δημόσιος φόρος
χαράτζιν = καρύκευμα σούπας παρασκευασμένο από διάφορες φυτικές ουσίες ευώδεις τις οποίες τηγανίζουν με βούτυρο
χαρατζοκούτιν = δοχείο μέσα στο οποίο φυλάσσουν το χαράτζιν
χαρατζοχάρτιν = απόδειξη πληρωμής φόρου
χαράτζωμαν = καρύκευμα σούπας με χαράτζιν
χαρατζώνω = καρυκεύω σούπα με χαράτζιν
χαρατσοτήγανον = τηγάνι μέσα στο οποίο παρασκευάζουν το χαράτζιν
χαραχούρα = άνω κάτω
χαρβαλώνω = αναισθητοποιώ
χαρέκοντος = αυτός που έχει χαρά σύντομης διάρκειας
χάρεμαν = χαρά
χαρεμένα = χαρούμενα, περιχαρώς
χαρεμένος = αυτός που χαίρεται
χαρεντερίζω = χαροποιώ
χαρεντέρισμαν = χαρά, ευχαρίστηση
χάρη = χάρη, δώρο, εύνοια, βραβείο
χαρίζω = χαρίζω
χάριση = δώρο σε νύφη μετά το γάμο
χάρισμα = δώρο, βραβείο
χαρισμάτιν = αυτό που αποκτήθηκε με δωρεά
χαριτωμένος = χαριτωμένος, ωραίος
χαρκί = χάλκινος λέβητας
χάρκιν = οχετός ύδατος ιδίως του υδρόμυλου
χαρκοκέφαλον = το μέρος απ’ όπου αρχίζει ο οχετός της παροχετεύσεως ύδατος
χαρλαεύω = ροχαλίζω, ψυχορραγώ
χαρμανάζω = κάνω σωρό
χαρμανίαγμαν = το φτιάξιμο της σωρού
χαρμάνιν = σωρός καρπών ή χόρτων
χαροκοπώ = χαροκοπώ, διασκεδάζω, ξεφαντώνω
χαροπαλεύω = χαροπαλεύω
χαρόποιος = χαρούμενος
Χάρος = Χάρος
χαρούκι = αυλάκι
χάρουμαι = χαίρομαι
χαροχτύπημα = χτύπημα του Χάρου, θάνατος
χαρπαντάς = οδηγός καραβανιού
χαρπέτζα = σαρκαστικά το στομάχι
χαρπούζι = καρπούζι
χάρτα = γεωγραφικός χάρτης
χαρτάλιν = υπόδημα ευρύτερο απ’ ότι πρέπει
χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα
χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα
χαρτένος = χάρτινος
χάρτζεμαν = δαπάνη
χαρτζεύω = δαπανώ, εξαφανίζω
χάρτζιν = δαπάνη, έξοδο
χαρτί(ν) = χαρτί, βιβλίο, χαρτί των παιγνιόχαρτων
χαρτοδεβάζω = διαβάζω εκκλησιαστικές ευχές, ιδίως εξορκισμούς για θεραπεία από σωματική ή ψυχική ασθένεια, μεταφ. νουθετώ, συμβουλεύω
χαρτοδέβασμαν = το διάβασμα εκκλησιαστικών ευχών
χαρτόπον = βιβλίο μαθητικό
χαρτοφόρος = χαρτοπαίχτης
χαρτσανέα = αμυχή
χαρτσουλέα = διασκέλισμα
χαρτσουλώνω = διασκελίζω
page===3

χάρτωμα = η προσφορά εικόνας αγίου, όταν τελείται η εορτή του, για προσκύνημα, όπου οι προσκυνητές προσφέρουν χρηματική δωρεά υπέρ του ναού
χάρτωμα = λεπτή σανίδα πέταυρο που χρησιμοποιείται στη στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη έχει σχήμα αετώματος
χαρτωματένον = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πέταυρα
χαρτωματζής = ο τεχνίτης που σχίζει κορμό ελάτου σε χαρτώματα
χαρτώνω = προσφέρω το καθιερωμένο δώρο στη νύφη μετά τη στέψη, προσφέρω στην εκκλησία εικόνα αγίου που γιορτάζει για να προσφέρει συνδρομή υπέρ του ναού
χαρτώνω = καλύπτω με χαρτί
χαρχαλάκι = ροκανίδι
χαρχαλίζω = ξεφλουδίζω
χαρχανάδα = φάρυγγας
χαρχανάρα = φάρυγγας
χαρχανάριν = φάρυγγας
χαρχαντέρα = φάρυγγας
χαρχαντερίζω = θορυβώ, κατέχομαι από σφοδρές επιθυμίες
χαρχαντζάρια = τα σπλάχνα των ψαριών
χαρχαρίζω = ασθμαίνω, ροχαλίζω
χαρχαρίκιν = ρόγχος
χαρχάρισμαν = ροχάλισμα, άσμα
χαρχαριστέρ(ιν) = χρωματιστό μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος αντρών
χαρχαρώ = ασθμαίνω, ροχαλίζω
χαρχαταράζω = παράγω κινούμενος θόρυβο
χαρχαταρίζω = θορυβώ κινούμενος
χαρχούντζα = το καρύδι του λαιμού, ο πρόλοβος των πτηνών
χασέ = λευκό βαμβακερό πανί άριστης ποιότητας
χάσεμαν = ζεμάτισμα
χασεμάτι(ν) = ημίξηρο ξύλο ζεματισμένο από τον ήλιο
χασεμουλεύω = ζεματίζω, ζεσταίνω
χασεμούλιν = αμυλούχο ημίψητο τρόφιμο
χασευτό = ζεστό, καυτό
χασεύω = ζεματίζω με καυτό νερό, μισοψήνω
χασιλαεύω = κατεργάζομαι δέρμα
χασιλάρ(ιν) = φαγητό που μοιάζει σαν λαπάς
χασίλιν = δέρμα κατεργασμένο βυρσοδεψικό
χασίλιν = φαγητό από χοντραλεσμένο σιτάρι, χυλός πηκτός αρτυσμένο με βούτυρο
χασιλόπον = λίγη ποσότητα χασιλιού
χασιλώνω = γίνομαι σαν λαπάς (φαγητό), μεταφ. γηράσκω
χάσιμον = χάσιμο, απώλεια
χασιμούρης = αυτός που έχει βλαμμένους οφθαλμούς
χάσιν = αμιγές σίτινο
χασίρα = πνιγηρός καύσωνας με υγρασία, σύγκαμα δέρματος
χασιράζω = συγκαίομαι στο ευαίσθητο μέρος του σώματος, παθαίνω σύγκαμα
χασκουλίζω = διασκελίζω
χασλίκιν = χαρτζιλίκι
χασμηστής = αυτός που χασμουριέται, διάθεση για χασμούρημα
χασμούμαι = χασμουριέμαι
χασμωδή = πλήξη, ανία, μετων. άνθρωπος που προξενεί αηδία και αποστροφή
χασμωδία = αταξία, ταραχή, φιλονικία
χάσμωμαν = χασμουρητό
χασομερώ = χασομερώ
χάσον = χάνω
χασονούς = ξεχασιάρης
χασούνα = λειχήνας του δέρματος
χασόφυλλον = ξυρό δέντρο φύλλου, άχρηστο χαρτί, κουρελόχαρτο
χασταλακώνω = παραλύω σωματικώς
χασχάσιν = παπαρούνα
χασχασίτα = παπαρούνα
χαταλάς = νεαρός, παλληκάρι
χαταλέας = αυτός που έχει σκέψεις παιδαριώδεις
χάταλον = παιδί
χαταλόπον = παιδάκι
χαταλωτός = εκείνος που παιδιαρίζει
χατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω
χατζάβα = προσκυνήτρια του Αγίου Τάφου
χατζάιτα = αγριόχορτο με σπόρους ακανθωτούς
χατζάτιν = νοικοκυριό
χατζένιν = τα εντόσθια ζώου, το εσωτερικό περιεχόμενο της κολοκύθας
χατζηδίτικος = ο προερχόμενος από χατζής
χατζηλίκιν = η μετάβαση και προσκύνηση του Αγίου Τάφου
χατζής = προσκυνητής Αγίου Τάφου
χατζίπορδα = δώρα, τρόφιμα που προσφέρει ο γέροντας στα μικρά παιδιά
χατί = πόσο
χατίλιν = δοκός που τοποθετείται κατά μήκος εντός εγειρόμενου τοίχου για να το καταστήσει στερεό
χατίριν = ευυποληψία, η επίσκεψη σε πενθούσα προς έκφραση συλλυπητηρίων
χατιρλής = ο τιμώμενος, ευυπόληπτος
χατιρόπαρμαν = συλλυπητήρια επίσκεψη
χατούμης = ευνούχος
χατρατζέα = απάτη
χατρατζία = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη
χατριτζώνω = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη
χαφέσι(ν) = δικτυωτό παραθύρου
χαφτούλα = ξέφτια υφάσματος
χαφτουλάζω = έχω ατημέλητο μαλλί, μαδιέμαι
χαφτουλάρης = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες
χαφτουλέας = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες
χαφτώνω = τραυματίζω
χαχάλα = αργή, βραδυκίνητη
χαχάλεμαν = αναζήτηση, έρευνα, ψάξιμο
χαχαλεύω = αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω
χάχανα = θορυβώδες γέλιο
χαχανίζω = καγχάζω, χαχανίζω
χαχάνισμα = χαχάνισμα
χαχανίστρα = πήλινο αγγείο στενόμακρο το οποίο χαχανίζει κατά την εκροή ύδατος
χαχόλος = άνθρωπος αγροίκος, βάρβαρος
χαψάριν = σκεύος που χρησιμοποιήθηκε για φαΐ από χαψία και δεν πλύθηκε
χαψέα = η οσμή των χαψιών
χαψένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από χαψία
χαψερόν = δοχείο χαψιών
χαψί(ν) = γαύρος
χαψίτα = φυτό εδώδιμο που έχει οσμή χαψιού, φυτό που μεγαλώνει μεταξύ των σιτηρών και παράγει κίτρινα άνθη
χαψοδείσα = ομίχλη κατά την οποία εμφανίζονται τα χαψία
χαψοζώμιν = η άλμη των παστωμένων χαψιών
χαψοκάλαθον = καλάθι για μεταφορά χαψιών
χαψοκοίλης = αυτός που τρώει άπληστα χαψία
χαψοκόλιν = η ουρά του χαψιού
χαψοκόλοθον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας
χαψοκούλιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού
χαψοκουλούδιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού
χαψοκούτιν = κουτί, σκεύος χαψιών
χαψολάβασον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας
χαψοπίλαβον = πιλάφι ανάμεικτο με χαψία
χαψόπιτα = πίτα με χαψία
χαψοπλάκιν = ειδική πλάκα για ψήσιμο χαψιών, είδος φαγητού από χαψία και άλλες ουσίες φυτικές τοποθετημένες κατά στρώματα
χαψόπον = γαύρος
χαψοπούλλι = γλάρος ο οποίος τρέφεται από χαψία, είδος εδέσματος από ζύμη και χαψία τηγανισμένο
χαψόσκευον = σκεύος χαψιών
χαψοτήγανον = τηγάνι για τηγάνισμα χαψιών, χαψία τηγανισμένα με αβγό
χαψοφούστρον = χαψία τηγανισμένα με αβγά, λερώνω με ζουμί χαψιών
χέζω = αφοδεύω
χειλάς = αυτός που έχει μεγάλα χείλη
χειλής = αυτός που έχει μεγάλα χείλη
χειλόπον = χείλη
page===4

χειλόπ’λλον = χείλη
χείλος = χείλος
χείλων = αυτός που έχει κομμένο το κάτω χείλος
χειλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χειμαδακόν = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα
χειμαδία = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα
χειμαδίον = μέρος όπου διαχειμάζουν τα ζώα, η διαχείμαση των ζώων
χειμάζω = χειμάζω, χειμωνιάζω
χείμασμαν = η διαχείμαση των ζώων
χειμάστικα = αμοιβή που δίνεται σε άτομο που αναλαμβάνει να φροντίσει τα ζώα για την διαχείμαση
χειμός = χειμώνας
χειμωγκοζ’νέσιν = χειμωνιάτικο
χειμωγκονέσιν = χειμωνιάτικο
χειμωγκονίου = κατά τον χειμώνα
χειμωγκός = χειμερινός, χειμώνας
χειμωνακός = χειμωνιάτικος
χειμωνάπιν = αχλάδι σκληρό το φθινόπωρο συλλεγόμενο και τον χειμώνα ωριμάζει
χειμώνας = χειμώνας
χειμωνάτικος = χειμωνιάτικος
χειμωνόμηλον = μήλο που ωριμάζει τον Νοέμβριο
χείρ-χειρότερα = χείριστα
χειρομυλιστού = εργατική γυναίκα
χειρόμυλος = χειρόμυλος
χείρον = χειρότερο
χειροπάνι = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη
χειροπρόζυμο = η προζύμι που περισσεύει από την ζύμη
χειροτερεύω = χειροτερεύω
χειροτονώ = χειροτονώ
χειρώ = αρχίζω
χεκιμέτιν = διοικητήριο
χελβανί = είδος χάλκινης χύτρας
χελεμήτρα = σκορπιός
χελέμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα
χελιδόνα = χελιδόνι
χελιδόνιν = χελιδόνι
χελιδονόψαρον = χελιδονόψαρο
χελώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα
χελωμοπάγουρον = είδος μικρού κάβουρα
χελώνα = χελώνα
χελωνήτρα = χελωνιά
χελωνιάρης = αυτός που έχει χελώνι στο λαιμό
χελωνίτα = ανεμώνη
χελώντρα = κεραία, χηλή κάβουρα
χέμ = και… και
χεμέν = ευθύς ως, μόλις
χεντέκιν = τάφρος
χεντεκώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι
χέρα = χήρα
χεράζω = πιάνω με το χέρι
χερέα = ποσότητα όση χωράει η χούφτα
χερεία = χηρεία
χερέλαμπος = πηδάλιο πλοίου
χέρεμαν = χηρεία
χερεύω = μένω χήρος
χερικόν = χερικό
χέριν = χέρι
χερίτζα = χέρι
χερίτζιν = χέρι
χερίφ(η)ς = άνθρωπος
χεροβολάζω = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων
χερόβολον = αγκαλίδα, δέμα
χεροβολώ = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων
χεροδόσης = γενναιόδωρος, ελεήμων
χεροδουλεύω = κάνω χειρωνακτική εργασία
χεροδύναμος = χειροδύναμος
χεροκάλαθον = καλάθι με μία ή δύο λαβές
χεροκόσκινον = μικρό κόσκινο χεριού
χεροκόφκουμαι = μου κόβονται, κουράζονται τα χέρια
χεροκράτεμαν = το μέρος απ’ όπου πιάνει κανείς και κρατάει
χερομάντηλο = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα
χερομορτεύω = μαλάζω του μαστούς της αγελάδας κατά το άρμεγμα για να κατεβάσει γάλα
χερομυλάπιν = είδος αχλαδιού με σχήμα χειρόμυλου
χερομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο
χερομύλιν = χειρόμυλος
χερομυλίτζιν = χειρόμυλος
χερονίφτω = χύνω νερό για νιφτεί κάποιος
χερονίψιμον = νίψιμο με τα χέρια
χεροπάντ(ιν) = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη
χερόπλαστον = χειροπιαστό
χεροπλύνω = χύνω νερό στα χέρια για να πλυθεί κάποιος
χεροπλύσιμον = το πλύσιμο των χεριών
χεροπόδαρα = χειροπόδαρα
χερόπον = χεράκι
χερόρτιν = γάντι
χέρος = χήρος
χεροτεχνία = χειροτεχνία
χεροτεχνισμέντζα = γυναίκα εξασκημένη στην χειροτεχνία
χεροτεχνίτης = χειροτεχνίτης
χερού = χρησιμοποιείται σε δήλωση της διεύθυνσης π.χ. άνθεν χερού=προς τα άνω, κάθεν χερού=προς τα κάτω
χερουβικό(ν) = Χερουβικός Ύμνος
χερούλιν = χερούλι
χεροφίλεμαν = χειροφίλημα
χεροφιλώ = φιλώ το χέρι
χεροχαλάνω = βάζω, χώνω κάπου το χέρι μου
χεροχαλκέα = ποσότητα όση χωράει το χεροχάλκιν
χεροχάλκιν = χάλκινος λέβητας
χέσιμον = αφόδευση
χεσίον = αφόδευση
χέσμαν = κόπρος ανθρώπου
χεσμοτόπιν = μέρος υπαίθριο κατάλληλο για αφόδευση, αποχωρητήριο
χέστας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός
χεστέας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός
χεστερή = αποχωρητήριο
χεστερόν = αποχωρητήριο
χετιά = δώρο, προσφορά
χηνάζω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή
χηνάρι = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης
χηνατώνω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή
χηνέα = βαφή με χρώμα βαθύ κίτρινο που χρησιμοποιείται ως καλλυντική των γυναικών
χηνιαχτούρι = δοχείο στο οποίο διαλύουν την χηνέαν, μεταφ. πράγμα άσχημο
χίλ(οι) = χίλιοι
χίλα = χίλιοι
χιλά = δόλος
χιλαβρία = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών
χιλαδάρικον = ζώο που παρέχει πολύ γάλα
χιλαδαρού = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα
χιλαδία = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα
χιλάζω = χιλιοπλασιάζω
χιλάκλερος = πολύ δυστυχής, κατ’ αντίφαση ο άξιος συμπαθείας και θαυμασμού
χιλαλής = δόλιος
page===5

χιλάνοστος = πολύ άνοστος, μεταφ. άνθρωπος πολύ άχαρος
χιλάοικος = ακατοίκητος, έρημος
χιλάριν = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών
χιλαρμάτωτος = πλοίο που έχει πλήρη εξάρτυση
χιλάρμενος = ως προσδιορισμός επιθετικός της Παναγίας, η χιλάρμενος Παναγία, η εορτή του Ακάθιστου ύμνου
χιλάσκεμος = πολύ άσχημος
χιλάχαρος = πολύ δυστυχής
χιλέμορφος = ωραιότατος
χιλεμπάλλιστος = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα
χιλέμπαλλον = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα
χιλεπιδεξασμένος = πολύ επιδέξιος, αριστοτέχνης
χιλευλογημένος = πολύ αγαθός
χιλέφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα
χιλεχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας
χίλια = χίλια
χιλιόγκαλον = πολύ καλός
χιλιοπλούμιστος = πολύχρωμος
χιλιόπλουμος = πολύχρωμος
χιλόκοντος = πολύ κοντός
χιλοκοπανιγμένος = πολύ χτυπημένος
χιλομαγεμένος = πολύ μαγευτικός
χιλοπλούμιστος = πολύχρωμος
χιλοπροκομμένος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις
χιλοπρόκοφτος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις
χιλόργυιος = πανύψηλος
χιλόρριζον = αυτός που έχει πολλές ρίζες
χιλορριζωμένος = αυτός που είναι ριζωμένος καλά
χιλόρφανος = ορφανός και από τους δυο γονείς
χιλοτάραγος = ανάμεικτος από διάφορες ουσίες
χιλοτόρνευτος = στολισμένος, διακοσμημένος
χιλοτρύπιν = αυτός που έχει πολλές τρύπες
χιλότρυπον = αυτός που έχει πολλές τρύπες
χιλοτύλιγον = αυτός που είναι τυλιγμένος πολλές φορές
χιλοφούλιρα = χίλια φλουριά
χιλοφούλιρος = πολύτιμος
χιλόφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα
χιλοχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας
χιλοχρονίτικος = αυτός που έχει μακρά ηλικία
χιλόχρονος = εκείνος που είθε να ζήσει πολλά χρόνια
χινίδι = το εχινοειδές περικάρπιο του κάστανου
χιόνι = χιόνι
χιονοφαγάς = χιονόνερο που συντελεί στην τήξη του χιονιού
χιουράχαντος = σκαντζόχοιρος
χιρά = η χροιά του προσώπου, όψη
χισίμης = συγγενής
χιψίδι = ψαλίδι
χλαγού = λεία ράβδος για άνοιγμα των φύλλων ζύμης
χλαδεμένος = αδυναμία
χλαμπέτζιν = καρπός που έχει λεπτό και μαλακό φλοιό λόγω υπερωριμάνσεως
χλαμύδα = μετων. άνθρωπος παράλογα και ασυγκράτητα γελά
χλαντούρα = χλιαρός καιρός
χλαντουρίζει = πνέει χλιαρός άνεμος
χλαρός = χλιαρός
χλάση = η χλιαρότητα της ατμόσφαιρας
χλαχλανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω
χλεμπονάζω = υπερωριμάζω, παρακμάζω
χλέρα = θερμότητα, ζέστη
χλεραίνω = θερμαίνομαι
χλερύνω = γίνομαι θερμός
χλεύω = χλευάζω, επιπλήττω
χλιαίνω = θερμαίνω, ζεσταίνω
χλιμίτα = γυναίκα που συνέχεια γελάει με θόρυβο
χλιμιτίζω = χλιμιντρίζω
χλιμίτισμα(ν) = χλιμίντρισμα
χλιοκοπούμαι = διατηρώ την θερμότητα στο σώμα μου
χλίος = χλιαρός, θερμός
χλιωσύνη = η κατάσταση της χλιαρής ατμόσφαιρας
χλοάδα = χλοερή πρασινάδα
χλοασία = χλόη, γρασίδι
χλοερός = πρασινάδα
χλόη = χλόη, γρασίδι
χλοιάστρα = γλάστρα
χλοΐζω = πρασινίζω, βόσκω χλόη
χλόισμαν = πρασίνισμα
χλομαίνω = χλομιάζω
χλόνω = θερμαίνω, θερμαίνομαι
χλόσιμον = θέρμανση
χλού-χλού = δηλωτικό γέλιου
χλούδιν = νωπό χορτάρι
χλωραίνω = χλομιάζω
χλωριαίνω = κάνω κάτι χλωρό
χλωρίζω = γίνομαι χλωρός, πράσινος
χλωρικόν = χλωρά και κηπευτικά χόρτα
χλωρίν = χλόη, γρασίδι
χλωρός = χλωρός (φυτά), υγρός (ξύλο), πελιδνός
χλωροφορώ = είμαι γεμάτος από χλωρίδα
χλώρωμαν = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα
χλωρώνω = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα
χνάρι = ίχνος
χνότο = αναπνοή
χνούδιν = χνούδι
χόβα = κατά διαλείμματα
χοβαρταλίκιν = η ιδιότητα του χοβαρτά
χοβαρτάς = γυναικοθήρας, μοιχός
χόβιν = ορμή, φορά
χοβλάεμαν = ορμή προς επίθεση
χοβλαεύω = ορμώ προς επίθεση
χοβλής = αυτός που τρέχει με ορμή, με φόρα
χοβλία = με ορμή, με φόρα
χόβολη = τεφρώδης ανθρακιά
χογκόρ = δηλώνει κλαψούρισμα π.χ. εκείνος χογκόρ χογκόρ έκλαιεν
χοζάνιν = αγρός σε αγρανάπαυση, χέρος τόπος, λιβάδι
χοζανίτζα = χόρτο που μεγαλώνει σε αγρό αγρανάπαυσης
χοζάνος = αγροίκος, βουνήσιος
χοζανώνει = αγρός που βρίσκεται σε αγρανάπαυση παράγει αγριόχορτα
χόζωμαν = βράχνιασμα, πυρά που δεν ανάβει εύκολα
χοζώνω = βραχνιάζω, δεν ανάβω εύκολα (φωτιά)
χοζωτά = βραχνά, αργά ανάβει η φωτιά
χόιλαλα = δηλώνει αποδοκιμασία ή χλευασμό
χοινίκιν = μέτρο σιτηρών και οσπρίων
χοινικοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, μωρός
χοιράχαντος = σκαντζόχοιρος
χοιρίδι = αγριόχοιρος
χόιταρας = εκείνος που φωνάζει μιλώντας και συνήθως μοιρολογεί, ελαφρόμυαλος
χολάζω = παροργίζω, αγανακτώ
χολαίνομαι = θυμώνω, οργίζομαι
χολασία = θυμός, αγανάκτηση
χόλασμα = παροργίζω, αγανακτώ
χολαστά = με οργή
χολαστέας = ο θυμωμένος
page===6

χολέας = θυμώδης, οργίλος
χολέρα = χολέρα
χολέρτζιν = αγριόχορτο πολύ καλό για την κτηνοτροφία
χολή = θυμός, οργή
χολίασμαν = αγανάκτηση, θυμός
χολιδάζω = εξοργίζω, παροργίζω, αγανακτώ
χολικομάννα = μετων. άνθρωπος γεμάτος από ελκώδη σπυριά
χολικόν = απόστημα πυώδες, ελκώδης πληγή
χολικώνω = εξερεθίζω, παροργίζω, αγανακτώ
χολοκόφτω = κουράζω πολύ, απαυδώ, εξαντλώ
χολοκόψιμον = κούραση πολύ, εξάντληση
χολομανία = αγανάκτηση, μετων. άνθρωπος που προκαλεί την οργή
χολομανίζω = εξοργίζω, αγανακτώ, εξοργίζομαι
χολομάχεμαν = υπερβολική στενοχώρια
χολομαχώ = στενοχωριέμαι υπερβολικά
χολονάριν = κρύσταλλος πάγου που κρέμεται στη στέγη προς τα κάτω
χολόρτ(ιν) = γάντι
χολοσκάνω = χολοσκάω
χολόσκαση = αδημονία, στενοχώρια
χολοσκασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια
χολόσκασμαν = στενοχώρια
χολοσπάνω = χολοσκάω
χολοσπασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια
χολχονάριν = μέρος με πολλά χολχόνα
χολχόνιν = χοντρό και ψηλό αγριόχορτο
χολώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα
χολώνα = χελώνα
χολωνίτα = ανεμώνη
χολώνω = μουσκεύω, χυλώνω
χομάρ(ιν) = χαρτοπαίγνιο
χομαρτζής = χαρτοπαίχτης
χόμπολα = φάντασμα
χομπούλης = ανόητος, μωρός
χονάρης = κατάλευκος σαν το χιόνι
χονάριν = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης
χονατίζω = ασπρίζω, μεταφ. λάμπω από καθαριότητα
χονάχραδον = άγριο αχλάδι που ωριμάζει στην αρχή του χειμώνα
χονδραλεσμένος = χοντρό αγριόχορτο
χονίζει = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι
χόνιν = χιόνι
χονίος = κατάλευκος
χονίφτα = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν το χιόνι
χονιχτή = χιονοθύελλα
χονοβρέξιμον = ρίχνει χιονόνερο
χονοβρέχει = ρίχνει χιονόνερο
χονόβρεχη = χιονόνερο
χονοζώμιν = νερό από την τήξη του χιονιού
χονοκούστιν = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο
χονόνερον = χιονόνερο
χονοπάτουλον = νιφάδα χιονιού
χονοπούτζα = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο
χονοταράζει = κάνει χιονοθύελλα
χονοτόπιν = τόπος όπου απορρίπτεται το χιόνι από τη στέγη
χονοτσίτσεκον = χιονολούλουδο
χονοφόρα = όνομα λευκής αγελάδας
χονοφώς = η αντανάκλαση του χιονιού
χόντερη = βουκέντρα
χόντρα = όγκος, πάχος
χοντρά = χοντρά
χοντραλέθω = αλέθω χοντρά
χοντράλεστος = χονδραλεσμένος
χοντρένω = χοντραίνω
χοντρεύκουμαι = μεγαλοπιάνομαι
χοντροβέλονον = χοντρή βελόνα, σακοράφα
χοντρογούλης = αυτός που έχει χοντρό λαιμό, μεταφ. αδηφάγος
χοντροκάρδης = αυτός που δεν έχει ευαίσθητη καρδιά, υπερήφανος
χοντροκέφαλος = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, μεταφ. αργόστροφος
χοντροκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά
χοντρόκολος = αυτός που έχει μεγάλου γλουτούς
χοντροκοπίδης = αυτός που έχει αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου
χοντροκόριτζον = κόρη άσχημη και χοντροκαμωμένη
χοντροκούκκουτζον = καρπός με μεγάλο κουκούτσι
χοντροκούτσαλος = χονδροειδής, χονδοκαμωμένος
χοντρολάλεμαν = μεγαλόφωνη ομιλία
χοντρολαλώ = μιλώ μεγαλόφωνα
χοντρολογώ = λέω προσβλητικά, πικρά λόγια
χοντρολοΐσματα = λόγοι αγενείς, προσβλητικοί
χοντρομμάτης = αυτός που έχει μεγάλα μάτια
χοντρομύτης = χοντρομύτης
χόντρος = όγκος, πάχος
χοντρός = χοντρός, ευτραφής, παχύς
χόντρος = σιτάρι ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο
χοντροσιλαλίζω = ράβω αραιά με μεγάλες βελονιές
χοντρόσκιστος = αυτός που είναι σκισμένος σε μεγάλα τεμάχια
χοντρότζεπλον = αυτό που έχει χοντρή φλούδα
χοντρούτζικος = χοντρούτσικος
χοντρύνω = χοντραίνω, μεταφ. υπερηφανεύομαι
χοντρωτός = λίγο χοντρός
χονώνω = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι
χονωτός = το χιόνισμα
χόπα = επιφώνημα για ρύθμιση χορού π.χ. χόπα χόπα
χοπαλόπον = ευτραφές σκυλάκι
χόρ(ιν) = χέρι
χορασάνιν = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη
χοραταδεύω = μιλώ αστειευόμενος, κάνω χωρατά
χορατέα = αγανάκτηση, θυμός
χορατέας = ευέξαπτος, οργίλος, θυμώδης
χορδόγκοιλο = το ινώδες περιεχόμενο της κολοκύθας συμπεριλαμβανομένων και των σπερμάτων
χορδόνα = χοντρή, παχύσαρκη
χορδονάουμαι = τρώω
χόρεμαν = χορός, ο τρόπος που χορεύει
χορέμιν = δέμα με το οποίο δένουν αγκαλίδα χόρτων
χορενί = χάλκινος λέβητας
χορευτά = χορεύοντας
χορευτάνος = χορευταράς
χορευτής = χορευτής
χορεύω = μένω χήρος
χορεύω = χορεύω
χορηγεύω = χορηγώ
χορκίλι = αμπάρι
χορολάγγεμα(ν) = χοροπήδημα
χορολαγγεύω = χοροπηδώ
χορολαγευτά = κάνοντας άλματα στο χορό
χορομάζω = μαζεύω σε σωρό τα εκριζωμένα φυτά αραβοσίτου
χορόμιν = χωρός νεαρών φυτών αραβοσίτου
χορομύλ(ιν) = χειρόμυλος
χορομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο
χορονταρίζω = κάνω κάποιον να χορεύει
χοροντζέας = αυτός που έχει κλίση προς το χορό
χοροντζής = αυτός που γνωρίζει πολλά είδη χορού
page===7

χοροντικόν = είδος χορού, ο σχετικός προς το χορό
χόρος = χήρος
χορός = χορός
χοροσάν(ιν) = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη
χοροσώριν = μέρος όπου μαζεύονται για χορό
χορότ(ιν) = γάντι
χοροχάλκ(ιν) = χάλκινος λέβητας
χορτάζω = χορταίνω
χορταράζω = εκφύω χόρτα
χορταράρ(ιν) = τόπος με πολύ χορτάρι
χορταρέα = η οσμή του χόρτου
χορταρένον = χορταρένιος
χορταρικά = χορταρικά, φαγητό από χόρτα
χορτάριν = χορτάρι
χορταρίτζα = χορτάρι
χορταροζώμιν = ζωμός χόρτου, αφέψημα χόρτου
χορταροθέρ(ιν) = τόπος που παράγει χόρτο κατάλληλο για θερισμό
χορταρόπον = χορταράκι
χορταροσκεπασμένος = αυτός που παράγει πολύ χόρτο και είναι σκεπασμένος απ’ αυτό
χορταροτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν πολλά χόρτα
χορταρούτζα = είδος παιχνιδιού
χορταρώ = εκφύω χόρτα
χορταρώνω = εκφύω χόρτα
χόρταση = χόρταση, κορεσμός
χορτασία = χόρταση, κορεσμός
χόρτασμα = χορτασμός, χόρτο αποθηκευμένο για το χειμώνα ως τροφή για ζώα
χορτασμενέα = υπερκορεσμός κατά το οποίο αναδίδεται άσχημη οσμή
χορτασμονή = κορεσμός
χορταστικά = χορταστικά
χορτζοπούλλα = μικρά παιδιά
χορτλάεμαν = βρικολάκιασμα
χορτλαεύω = βρικολακιάζω
χορτλάκος = βρικόλακας
Χορτοθερέσιν = αυτό που παράγεται κατά τον Ιούλιο
Χορτοθέρης = Ιούλιος, ο μήνας θερισμού
χορτοθέριν = τόπος θερισμού, τόπος θερισμένος
χορτοκούνιν = κούνια με υπόστρωμα γεμάτο ξηρά χόρτα
χορτομάλλιν = μαλλί προβάτου τελευταίας ποιότητας
χορτομέας = κοιλαράς
χόρτον = χόρτο
χορτούδιν = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού
χορχόρης = εκείνος που βήχει
χορχόρης = εκείνος που βήχει
χορχορίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς
χοσαφέα = ο οσμή του χοσαφιού
χοσάφιν = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ.
χοσαφοζώμιν = το ζουμί του χοσαφιού
χοσαφώνω = μαραίνομαι, σουφρώνω
χοσέτιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα
χοσκοβοράουμαι = κάθομαι απρεπώς
χόσκοιλας = αυτός που έχει ωραία κοιλιά, μεταφ. κοιλαράς
χοσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη
χοσότης = έτσι φώναζαν οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι τους Χριστιανούς γιατί τηρούν την ακροβυστία
χοσότιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα
χοσοτώνω = κάνω σκουπίδια
χοσπώνω = δίνω σε κάποιον κρυφά, εμβάλλω, χώνομαι
χοσχοράν(ιν) = φυτό όμοιο με βλίτο
χοτζάς = τούρκος ιεροδιδάσκαλος ή ιμάμης
χοτζέριν = πλατύ καλάθι
χουγιάζω = φωνάζω λίγο, αγανακτώ, οργίζομαι
χουγιανέτης = σκληρόκαρδος, άσπλαχνος
χουζάναινα = άσπλαχνη, σκληρή
χουζανία = τα πολλά παιδιά φτωχής οικογένειας, πενία, φτώχια
χουζανοπούλλιν = παιδί φτωχής οικογένειας
χουζαρίζω = πριονίζω
χουζάριν = πριόνι
χουζαρλαεύω = πριονίζω
χουζαρτζής = αυτός που πριονίζει
χουζμέτεμαν = το να υπηρετεί κάποιος
χουζμετεύω = υπηρετώ
χουζμετζής = υπηρέτης
χουζμετικιάρης = υπηρέτης, υπάλληλος
χουζμέτιν = υπηρεσία
χούη = χαρακτήρας, συνήθεια, επιληψία, υστερισμός
χουιλάεμαν = η εκβολή κραυγών από στενοχώρια
χουιλαεύω = εκβάλλω κραυγές από στενοχώρια
χουιλάνεμαν = ιδιοτροπία
χουιλανεύκουμαι = γίνομαι ιδιότροπος
χουιλής = ιδιότροπος, παράξενος
χούκα = ζώο που εξακολουθεί και μετά την απώλεια νεογνού να παρέχει γάλα
χουλάζω = θερμαίνομαι
χουλαλερή = θήκη κουταλιών
χουλαλερόν = θήκη κουταλιών
χουλαντερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται το ανθόγαλα
χουλαντόν = ανθόγαλα
χουλαράζω = αναδεύω με το κουτάλι το φαΐ στη χύτρα και τρώω
χουλαράς = θήκη κουταλιών
χουλάρασμαν = ανάδευση με το κουτάλι του φαγητού στη χύτρα και μετά φαΐ
χουλαρέα = κουταλιά
χουλαρέα = χτύπημα με κουτάλι
χουλάριν = κουτάλι
χουλαρίτζης = αυτός που μοιάζει με κουτάλι
χουλαροκάρδιν = η γωνιώδης κοιλότητα του στέρνου που σχηματίζεται κάτω από τα πλευρά
χουλαρόπον = κουταλάκι
χουλαρόστομος = αυτός που έχει στόμα σαν το κουτάλι, χάσκον
χουλαρούμαι = πιάνω κουτάλι, τρώω
χουλαρώνα = θήκη κουταλιών
χουλασέα = ζεστασιά
χουλείμαι = ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι
χουλένω = ζεσταίνω, θερμαίνω
χουλέρα = χολέρα
χουλές = χλιαρός, θερμός
χουλετός = υπόθερμος
χουλίεμαν = θέρμανση, ζέσταμα
χουλίεση = θέρμανση, ζέσταμα
χουλίζω = φωνάζω δυνατά, ξελαρυγγίζομαι, καλώ, προσκαλώ
χουλιχτά = φωναχτά, φωνάζοντας
χουλός = χλιαρός, θερμός
χουλπάτζιν = είδος παιχνιδιού
χουλύνω = ζεσταίνω, θερμαίνω
χουλώνω = μουσκεύω, χυλώνω
χουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χουμάριν = χαρτοπαίγνιο
χουμαρτζής = χαρτοπαίχτης
χουμούλιν = καλαθάκι
χουμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω
χουμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό
χουμπούλτς = ανόητος, μωρός
χουμπούρα = είδος μεγάλου κάβουρα
χουμχούρης = ρινόφωνος
page===8

χουνεράουμαι = τρώω
χουνούτζης = θυμώδης, οργίλος
χουντάχ(ιν) = φάσκιωμα
χουντεύκουμαι = ερωτοτροπώ
χουρακός = κουκουβάγια
χουράς = μικρός και αδύνατος
χουράχαντος = σκαντζόχοιρος
χουρβελέτης = οφειλέτης
χουρδά = κατακάθι λαδιού ή κρασιού, το τελευταίο απομεινάρι του νηματοποιημένου βομβυκίου του μεταξιού
χουρδάλειμμαν = κατακάθι λίπους
χουρμά = χουρμάς
χουρμαδέα = δέντρο που παράγει καρπό κερασοειδή
χουρμαδίτικο = αυτό που παρασκευάζεται από καρπό χουρμαδιάς
χουρμάντελον = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα
χουρματζής = πωλητής χουρμάδων
χουρουγκέας = αυτός που ροχαλίζει
χουρουγκίζω = ροχαλίζω
χουρούγκισμαν = ροχάλισμα
χουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω
χουρτέα = γρονθοκόπημα, γρόνθος
χουρτζά = ασκός
χούρτζιν = είδος σάκου από χοντρό ύφασμα το οποίο μπαίνει στη ράχη ζώου ιππασίας
χουρτζουπάλεμαν = πάλεμα παίζοντας
χουρτζουπαλεύω = παλεύω παίζοντας
χουρτιάζω = ζυμώνω με τους γρόνθους
χουρτοκουπανίζω = γρονθοκοπώ
χουρτούδ(ιν) = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού
χουρτούδα = ο πρόλοβος των πτηνών, ο φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού
χουρχουράζω = ροχαλίζω θορυβωδώς
χουρχουράσιμον = ροχάλισμα θορυβώδες
χουρχούρης = εκείνος που ροχαλίζει
χουρχουρίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς
χουρχούρισμαν = ροχάλισμα θορυβώδες
χουρχουρίτζα = δοχείο νερού με στενό στόμιο το οποίο παράγει δυνατό ήχο κατά την εκκένωση του περιεχομένου υγρού
χουσάφι = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ.
χουσκανεύκομαι = ζηλεύω, φθονώ
χούσκια = κόπρος μονόχηλων ζώων
χούσκωμαν = σκόρπισμα στο δάπεδο μάνδρας ξηρών κοπράνων μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκόρπισμα σκουπιδιών
χουσκώνω = σκορπίζω στο δάπεδο μάνδρας ξηρά κόπρανα μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκορπίζω σκουπίδια
χούσπος = κοντός και παχύς
χούστα = αρπαγή κλιβάνου μεταλλουργικού
χουτάλα = τόξο
χουτίν = κουτί
χούτος = ηλίθιος, μωρός
χούφτα = χούφτα
χουχούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό
χουχουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χουχούρωμαν = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω
χουχουρώνω = συγκαλύπτομαι, συμμαζεύομαι όταν κρυώνω
χοχολάζω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια
χοχολάριν = αυτό που περιέχει σκουπίδια
χοχόλιν = σκουπίδι
χοχόλωμαν = το να κάνω σκουπίδια
χοχολώνω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια
χοχοράζω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μαραίνομαι, ωχριώ
χοχόρασμαν = συστολή, συμμάζεμα, μάραμα
χοχοροπούλλιν = νεογνό κουκουβάγιας
χόχορος = κουκουβάγια, επίθετ. αδρανής, συνεσταλμένος, άτολμος
χοχός = εξωτικό, μπαμπούλας
χπαίνω = ξεριζώνω
χρά = η χροιά του προσώπου, όψη
χραδεύω = αδυνατίζω, εξασθενώ
χράδης = καχεκτικός, αδύνατος
χράζω = δίνω ρόδινο χρώμα στα ψωμιά του φούρνου
χράζω = έχω αξία ίση προς την αξία άλλου, υπερέχω καποιανού την αξία
χράμιν = μάλλινο υφαντό που χρησιμοποιείται για στρωσίδι ή σκέπασμα
χράουμαι = χρειάζομαι
χράσιμον = το δόσιμο ρόδινου χρώματος στα ψωμιά του φούρνου
χρεατόπον = λίγο κρέας
χρεία = ανάγκη, αποχωρητήριο, απόπατος
χρειάσκομαι = χρειάζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
χρείμαι = χρεώνω
χρεμένος = χρεώνω
χρεμοπούλιστος = εκείνος που μόνο αν πουληθεί ο ίδιος μπορεί να πληρώσει το χρέος
χρένω = χρεώνω
χρέος = χρέος
χρέσιμον = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
χρέσκομαι = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
χρεφειλέτες = χρεοφειλέτες
χρέωμαν = χρέωση
χρεώνω = χρεώνω
χρεωστικόν = ενυπόγραφο ομόλογο χρέους
χρήζω = χρήζω
χρήμα = νόμισμα
χρήση = χρήση
χρίζω = χρίω
χρίσιμον = επάλειψη
χρίσμα = ο τρόπος της επάλειψης
χριστέλαδον = έλαιον ελαίας
χριστιανεύω = γίνομαι Χριστιανός
Χριστιανός = Χριστιανός
χριστιανοσύνη = χριστιανοσύνη
Χριστιενναρέσιν = αυτό που συμβαίνει τον Δεκέμβριο ή προέρχεται από αυτόν
Χριστιεννάρης = Δεκέμβριος
χριστοκούριν = τεμάχιο χοντρό από κορμό δέντρου που καίγεται στην εστία της τρεις ημέρες των Χριστουγέννων
χριστόλαδον = έλαιον ελαίας
χριστοπούλλι = όρνιθα που σφάζεται τα Χριστούγεννα
Χριστός = Ιησούς Χριστός
Χριστός-ανέστη = η γιορτή του Πάσχα
χριστοσουλάλι = τρύπωμα ραψίματος σταυρωτό
Χριστούγεννα = Χριστούγεννα
Χριστουγεννάς = Δεκέμβριος
χριστουήμερα = οι τρεις μέρες των Χριστουγέννων
χρίστρα = αναρριχητικό φυτό τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως δόλωμα για τους κοριούς, οι οποίοι ανερχόμενοι σε αυτό προσκολλούνται
χρίω = χρίω
χροναίον = ετήσιος μισθός υπαλλήλου, ετήσια χορηγία
χρονακόν = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος, ετήσιο μισθός, ετήσια χορηγία
χρονάρης = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, αυτός που έχει ετήσια διάρκεια
χρονάρικος = αυτός που συμπλήρωσε ένα έτος από τη γέννησή του
χρονάτες = γέρος
χρονάτικα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος
χρονέσα = η κατά ετήσιο μνημόσυνο παρατιθέμενη τράπεζα στους προσερχόμενους σε αυτό
χρονέσσα = λέγεται σε συνεκφορά με προηγούμενο αριθμητικό και δηλώνει την ηλικία, π.χ. οχτώ χρονέσα=οκταετής
χρονία = έτος, χρονιά, χρονολογία
χρονία = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος
χρονιάζω = παρατείνω τη διαμονή μου χρονίζω
χρονιαρέσιος = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους
χρόνιγμαν = συμπλήρωμα έτος από την γέννηση
χρονίζω = χρονίζω
χρόνισμαν = συμπληρώνω έτος από την γέννηση
page===9

χρονογύρα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος
χρόνος = χρόνος, έτος
χρόνω = χρεώνω
χρόστες = οφειλέτης
χρουμουντζούδιν = μαύρο και καμένο πράγμα
χρουσάφι = χρυσάφι
χρουσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος
χροφειλέτες = αυτός που οφείλει χρέος από δανεισμό, δανειστής
χρυπητέρα = όργανο με το οποίο τα παιδιά παράγουν κρότο
χρυσαρματωμένος = ο στολισμένος με άρματα χρυσοποίκιλτα, αυτός που είναι κοσμημένος με χρυσά κεντήματα
χρυσαφένος = χρυσαφένιος
χρυσαφέντης = αφέντης αγαθόκαρδος, ευγενής
χρυσαφικά = χρυσαφικά
χρυσάφιν = χρυσάφι, χρυσός
χρυσαφίτζα = μεταξωτό ύφασμα ποικιλμένο με χρυσά άνθη
χρυσαφώνω = επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό
χρυσένος = χρυσαφένιος
χρυσοαναλλαγμένος = αυτός που φοράει εορταστική στολή
χρυσοβέλονον = χρυσή βελόνα
χρυσόγερος = χρυσός, αγαθός γέρος, καλόγηρος
χρυσοδόντι = η αγία κοινωνία
χρυσοθρονισμένος = ο ενθρονισμένος σε χρυσό θρόνο
χρυσοκαβαλαραία = χρυσοστολισμένη καβαλάρισσα
χρυσοκάζανον = χρυσό καζάνι
χρυσοκάλιβος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά
χρυσοκαλιβωμένος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά
χρυσοκλειδωμένος = αυτός που είναι κλειδωμένος με χρυσό κλειδί
χρυσοκωδωνάτες = αυτός που φοράει στο λαιμό χρυσό κουδούνι
χρυσοκώδωνον = χρυσό κουδούνι
χρυσοκωδωνού = αυτή που φοράει χρυσό κουδούνι στο λαιμό
χρυσολάγκαδον = κατά κάποιο τρόπο λαγκάδι καμωμένο από χρυσό
χρυσολέγενον = χρυσή λεκάνη
χρυσόμηλα = χρυσά μήλα και μεταφ. γυναικεία στήθη
χρυσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη
χρυσόν = χρυσάφι
χρυσόνημα = νήμα από έλασμα χρυσού, χρυσός διάκοσμος ενδύματος
χρυσονοικοκύρης = καλός νοικοκύρης
χρυσοπαράθυρον = κατά κάποιο τρόπο παράθυρο καμωμένο από χρυσό
χρυσοπάστρικος = παστρικός, καθαρός όπως ο χρυσός
χρυσοπέγαδον = κατά κάποιο τρόπο βρύση καμωμένη από χρυσό
χρυσοπέσκιρον = προσόψιο χρυσοκεντημένο
χρυσόπλεχτος = χρυσόπλεχτος
χρυσοπλούμιστος = χρυσοπλούμιστος
χρυσοπότηρο = ποτήρι χρυσού
χρυσοπρισίμιν = μπρισίμι χρυσού
χρυσορρής = χρυσοχόος
χρυσός = χρυσός
χρυσόσκουλλος = αυτός που έχει χρυσίζουσα κόμη
χρυσοστόλιστος = χρυσοστόλιστος
χρυσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος
χρυσοΰφαντος = χρυσοΰφαντος, αυτός που είναι κεντημένος με χρυσόνημα
χρυσώνω = χρυσώνω, επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό
χρώμαν = η χροιά του προσώπου
χρωματίζω = χρωματίζω
χρωστώ = χρωστώ, οφείλω
χταλεύω = σκάβω, σκαλίζω
χτεζ’νός = χθεσινός, προχθεσινός
χτενάκιν = χτένα
χτενάς = εκείνος που φτιάχνει ή πουλάει χτένες
χτενέα = ξάνιο στο οποίο ξαίνουν το λινάρι
χτενιάζω = ξαίνω το λινάρι στη χτενέαν
χτενίζω = χτενίζω
χτένιν = χτένα
χτένισμαν = χτενίζω
χτενίτζα = το ψάρι σπάρος, το θαλάσσιο οστρακοειδές χτένι
χτενόπον = χτένα
χτές = χθες, προχθές
χτέσκομαι = αποκτώ
χτήνον = αγελάδα
χτηνοπέτζιν = δέρμα αγελάδας
χτηνόπον = αγελαδίτσα
χτηνότη = η ιδιότητα της αγελάδας του να παρέχει γάλα
χτίζω = χτίζω, οικοδομώ, ικανοποιώ
χτικιά = φυματίωση
χτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση
χτικώ = χτικιάζω
χτίση = οικοδόμηση, οικοδομική τέχνη, τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου
χτισίδια = συκοφαντίες
χτίσιμο(ν) = χτίσιμο, οικοδόμηση
χτιστός = χτιστός, οικοδομημένος από πέτρα, μεταφ. πλαστός
χτισώνα = οικοδόμημα επιβλητικό, μεγαλοπρεπές, σχέδιο κτηρίου, ρυθμός, μεταφ. σωματική διάπλαση
χτουβανίσκομαι = οδύρομαι, ολοφύρομαι
χτουπίζω = μαδώ, τίλλω, μαδιέμαι, ξεφυλλίζω, μεταφ. εκμεταλλεύομαι κάποιον αποσπώντας χρήματα
χτούπισμα(ν) = μάδημα, ξερίζωμα τριχών κτλ.
χτουπουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής
χτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω
χτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών
χτυπητέριν = σφυρί
χτύπος = χτύπημα, πλήγμα, κρότος
χτυπώ = χτυπώ, θορυβώ, δέρνω, κρούω, πληγώνω, πάλλω
χυλά = μούσκεμα
χύλωμα(ν) = διαβροχή, μούσκεμα πράγματος, χύλωμα
χυλώνω = διαβρέχω, μουσκεύω, χυλώνω
χυλωτός = πολύ βρεγμένος, μούσκεμα
χύμα = χωρίς ψαλμωδία
χύμα = ασβεστοκονίαμα, το κατατετμημένο σε πολλά κομμάτια
χύμιγμαν = πλύνω σιτηρά εντός σκάφης για να αποχωριστούν τα λιθάρια, ρίχνω χώμα σε μέρος κατωφερές, ώστε να κατρακυλήσουν οι πέτρες και να μείνει το χώμα
χυμιχτά = λίθος κατακυλιόμενος
χυμιχτός = καθαρισμένος
χυμνυνίουμαι = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι
χυμόχτιστος = αυτός που είναι οικοδομημένος με ασβεστοκονίαμα
χυμχύνιγμαν = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι
χυμχυνιχτέρα = μέρος κατωφερές καλυμμένο με χιόνι κατάλληλο για κατολίσθηση
χύνω = χύνω
χύτε = εργαλείο των χρυσοχόων το οποίο δέχεται το λειωμένο μέταλλο
χυτίζω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χυτίν = το ανορθωμένο αφτί ζώου
χύτισμαν = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χυτός = χυτός
χύτωμαν = το τέντωμα των αφτιών για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χυτώνω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο)
χωλοσάφρα = σαύρα
χώμα(ν) = χώμα
χωματάζω = σκεπάζω με χώμα, λερώνομαι με χώμα
χωματάρης = αυτός που τρώει χώμα, αυτός που περιέχει πολύ χώμα
χωματέα = η οσμή του χώματος
χωματέας = αυτός που τρώει χώμα
χωματένος = χωμάτινος
χωμάτιγμαν = το σκέπασμα με χώμα
χωματίζω = σκεπάζω με χώμα
page===10

χωμάτισμαν = το σκέπασμα με χώμα
χωματοφάτος = αυτός που τρώει χώμα
χωματών = σκεπάζω με χώμα, γεμίζομαι με χώμα
χωμοθάφτες = δοκάρι της στέγης παράλληλο προς τον τοίχο αποτελεί γείσο, το οποίο κωλύει την κατάρρευση του χώματος
χωμοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για τον αποχωρισμό του χώματος από τα σιτηρά
χωμοκόφτω = καθαρίζω τα σιτηρά από το χώμα με το χωμοκόσκινον
χωμολέος = μετων. άνθρωπος πονηρός, πανούργος
χωμολίθαρον = πέτρα μαλακή που εύκολα τρίβεται και γίνεται χώμα
χωμόμηλον = πατάτα
χωμοφαΐουμαι = πληγώνομαι στα πόδια περπατώντας ξυπόλυτος ή στα χέρια από χειρωνακτική εργασία της γης
χωνέα = στενή δίοδος πίσω από την οικία όπου μένει κάτι αφανής
χώνεμα(ν) = χώνεψη
χωνέσιν = αυτό που είναι ψημένο στη στάχτη
χωνευτέας = υποκριτής
χωνευτήρα = το χωνευτήρι του ιερού βήματος, όπου χύνονται τα νερά, χωνευτήριο στο μέσο της οικίας όπου αποχετεύονται τα νερά, στομάχι
χωνευτήρι = στομάχι
χωνεύω = χωνεύω, λειώνω (μέταλλο), παύω ν’ αναδίδω φλόγα (πυρά), γίνομαι αφανής, εξαφανίζομαι
χώνεψη = χώνεψη
χωνέψιμον = χώνεψη
χωνή = χωνί
χωνί(ν) = χωνί
χωνόν = χωνευτήρι, εστία
χωνόπιτα = πίτα ψημένη στην πυρωμένη πλάκα της εστίας
χωνοπλάκιν = η πλάκα με την οποία στρώνεται ο χώνος, η εστία
χωνοπυρίζω = καίω στην εστία, μεταφ. εξαφανίζω
χωνοπύριν = το μέρος της εστίας, όπου ανάβεται η φωτιά, χωνευμένη πυρά
χώνος = χωνευτήρι, εστία, διάπυρος τέφρα
χώνω = χώνω, μπήγω
χωνώ = χώνω το χέρι μου κάπου, χώνομαι
χώρ(ιν) = κρόκος αβγού, μυελός οστών
χώρα = επιράτεια, χώρα
χώρα = χώρια
χωράζω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, μεταφ. (καρπός) υπερωριμάζω
χωρατέα = έλλειψη καλής συμπεριφοράς, νευρικότητα, οργιλότης
χωράτες = χωριάτης
χωρατλαεύω = γίνομαι νευρικός, οργίλος
χωράφιν = χωράφι
χωραφοζύγωνον = ζυγός βοδιών χρησιμοποιημένος για αλέτρι, μακρότερο από το αλωνοζύγωνον
χωραφοκέφαλον = το άνω μέρος αγρού επικλινούς
χωραφοκόλιν = το κάτω μέρος αγρού επικλινούς
χωραφόπον = χωράφι
χωραφόπ’λλον = χωράφι
χωραφόχειλον = χείλος, άκρα αγρού
χωρέι = ούρα
χωρεοκούτιν = ουροδοχείο, η ουροδόχος κίστη
χωρετακόν = αυτό που ανήκει στην κοινότητα και όχι σε ιδιώτη
χωρετανός = κάτοικος χωριού
χωρέτες = χωρικός, μεταφ. χωρικός αγροίκος, αμόρφωτος
χωρετία = τα χωριά και οι χωρικοί
χωρέτικα = κατά τον τρόπο των χωρικών, κατά το γλωσσικό ιδίωμα των χωρικών
χωρέτικος = αυτό που αρμόζει σε χωρικό, ο προερχόμενος από χωριό
χωρετοπαίδιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο
χωρετοπούλλιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο
χώρια = χώρια
χωριάτης = χωριάτης
χωρίζω = χωρίζω, διαχωρίζω, διαζευγνύω, διακρίνω
χωρίον = χωριό
χωρίς = χωρίς, άνευ
χωρισία = χωρισμός, αποχωρισμός, διαζύγιο
χώρισμα(ν) = χώρισμα, διαχωρισμός, αποχωρισμός, διάζευξη
χωρισμονή = αποχωρισμός
χωρισμοχάρτιν = έγγραφο διαζυγίου
χωριστά = ιδιαιτέρως, μεμονωμένα
χωριστέρα = χωρίστρα, αντροχωρίστρα
χωριώτης = χωρισμός, συγχωριανός
χωροκέφαλον = κοινοτική αρχή χωριού, άνωθεν μέρος χωριού
χωρόμηλον = μήλο που έχει γεύση όμοια του κρόκου αβγού
χωρόπον = μικρό χωριό
χωροσάφλα = σαύρα
χωροσόφλακα = σαύρα
χωροσώριν = μέρος όπου συνέρχονται σε σύσκεψη οι πρόκριτοι του χωριού, μέρος συγκέντρωσης λαού
χωρώ = χωρώ
χωρώνω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, υπερωριμάζω (οπωρικό)
χωσάφλα = σαύρα
χωστή = είδος εδέσματος από ψάρια που ψήνονται σε τέφρα πυρωμένη

Ψ

page===0

ψάθα = υάλινο δοχείο περιβεβλημένο με ψαθωτό πλέγμα
ψαθί(ν) = ψαθί
ψαθόπον = ψαθί
ψαθοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για ψαθί
ψαθυρεύω = παρασκευάζω ψαθύρα
ψαθύριν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο
ψαθυρίσκιν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο
ψαλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω
ψαλίδα = ψαλίδα
ψαλιδάζω = ψαλιδίζω
ψαλιδέα = ψαλιδιά, ίχνος ψαλιδιάς
ψαλιδίασμαν = ψαλιδίζω
ψαλιδίζω = ψαλιδίζω
ψαλίδιν = ψαλίδι
ψαλίδισμαν = ψαλιδίζω
ψαλιδίτα = χόρτο με φύλλα ψαλιδοειδή
ψαλιδίτζα = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού
ψαλιδόπ’λλον = ψαλιδάκι
ψάλιδος = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού
ψαλλέτσω = συνηθίζω να ψάλλω, μπορώ να ψάλλω
ψάλλω = ψάλλω
ψαλμός = ψαλμός
ψαλμωδία = ψαλμωδία
ψάλσιμον = ψάλλω
ψάλτες = ψάλτες
ψαλτήριν = ψαλτήρι
ψαλτική = ψαλτική
ψαλτικόν = αμοιβή ιερέα για εκκλησιαστική τελετή
ψαράς = ψαράς
ψαρεύω = ψαρεύω
ψαρικόν = ψαρικό
ψάριν = ψάρι
ψαρίτζα = ψαράκι
ψαρλαδερόν = δοχείο ψαρόλαδου
ψαρλάδιν = ψαρόλαδο
ψαρλαδοτζούκαλον = δοχείο ψαρόλαδου
ψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών
ψαροκόκκαλον = ψαροκόκκαλο
ψαρόλαδον = ψαρόλαδο
ψαρολίμνιν = λίμνη που έχει ψάρια
ψαροσάνιδον = χοντρή σανίδα πάνω στην οποία κόβουν μεγάλα ψάρια
ψαχνάδι = ψαχνό
ψαχνόν = ψαχνό
ψέζ’νος = χθεσινός
ψείρα = ψείρα
ψειριάζω = φθειριώ
ψειρίζω = ξεψειριάζω
ψειρίστρα = γυναίκα που ψειρίζει
ψειρίτζα = γυναίκα που ψειρίζει
ψειροχώνι = τάφος
ψέλ(ιν) = υγρό με πίσσα που βρίσκεται σε σωλήνα θερμάστρα, πισσοειδές έκκριμα δέντρου ρητινοφόρου, ρητίνη πεύκου
ψελάζω = πασαλείβομαι με ρητίνη
ψελαίνω = ψηλώνω
ψελάρ’κον = ρητινοφόρο δέντρο
ψελένω = μικραίνω
ψελορία = τα μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψελός = ψηλός
ψελός = λεπτός, μικρός (για πράγματα), ψιλά
ψέμα(ν) = ψέμα
ψεματικός = ψεύτικος
ψεμόπον = ψεματάκι
ψεμταικά = ψεύτικα
ψένω = ψήνω
ψέσ(η) = ψήσιμο
ψεύκομαι = διαψεύδομαι, απατώμαι
ψεύτες = ψεύτης
ψευτία = ψευτιά
ψευτοαγάπη = αγάπη φαινομενική
ψευτοάντρας = εκείνος που υποκρίνεται ότι είναι πραγματικός σύζυγος
ψευτοδάσκαλος = διδάσκαλος αμαθής, αγράμματος
ψευτομάρτυρας = ψευτομάρτυρας
ψευτομαρτυρία = ψευδής μαρτυρία
ψευτομαρτυρώ = μαρτυρώ ψευδώς
ψευτοπαλληκαρία = ψευτοπαλληκαριά
ψευτοπολιτικόν = φιλοφρόνηση προσποιητή
ψευτοτζίτζιν = θηλή ελαστική που μπαίνει στο στόμα του βρέφους για να νομίζει ότι θηλάζει
ψευτοφάει = φαγητό πενιχρό
ψευτοφίλεμαν = επιπόλαιο φίλημα
ψευτοφιλία = υποκριτική φιλία
ψευτοφούλιρον = ψεύτικο ομοίωμα χρυσού φλουριού
ψευτοχάβιτζον = χαβίτζιν φτιαγμένο με βούτυρο και όχι ανθόγαλα
ψευτράλης = ψεύτης
ψεύτρης = ψεύτης
ψεύτυμαν = διάψευση
ψευτύνω = διαψεύδω, χάνω ποιότητα, μεταβάλλομαι ηθικώς
ψεχτά = αχλάδια ή μήλα ξηραμένα στο φούρνο ή στον ήλιο
ψη = ψυχή
ψηλά = ψηλά
ψηλαίνω = ψηλώνω
ψηλακέσου = κατά τα ψηλά μέρη
ψηλασία = μέρη ψηλά, ορεινά
ψηλάφεμα = η ζήτηση της κόρης σε γάμο, αίτηση πράγματος για κάποιον
ψηλαφεμάτ(ιν) = το αποκτηθέν μετά την αίτηση
ψηλάφες = ζήτηση
ψηλαφίον = αίτηση πράγματος
ψηλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω
ψηλόκαστρον = ψηλός πύργος
ψηλοκλείδιν = εκείνος που έχει θόλο ψηλό
ψηλόλεγνος = εκείνος που είναι ψηλός και λεπτός
ψηλορραχέα = ψηλή οροσειρά
ψηλόρραχον = ψηλός όρος
ψηλός = ψηλός
ψήλος = ύψος
ψήλωμα(ν) = ψηλώνω
ψηλώνω = ψηλώνω
ψηλωτός = λίγο ψηλός
ψήνω = ψήνω
ψησέα = ποσότητα τροφίμων όση χρειάζεται για την εφάπαξ παρασκευή φαγητού
ψήση = ψήσιμο
ψήσιμο(ν) = ψήσιμο
ψηφίζω = λαμβάνω υπ’ όψιν, κρίνω άξιο προσοχής
ψι = απευθύνεται προς γάτα
ψίκι = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης
ψιλά = ψιλά
ψιλάρι = χτένι του αργαλειού πολύ πυκνό
ψιλάχυρον = άχυρο λεπτό
ψιλένω = ψηλώνω
ψίλιγμαν = καθαρίζω από πολύ ψιλά πράγματα, μεταφ. λεπτολογώ
ψιλίτζικον = πολύ μικρό πράγμα
ψιλοβολέα = πράγμα πολύ ψιλό, μεταφ. λεπτομέρεια
page===1

ψιλοβολέας = μικροκαμωμένος, λεπτοκαμωμένος
ψιλοβρέχει = ψιλοβρέχει
ψιλογιανός = λεπτοφυής
ψιλοζύγιανος = λεπτοφυής
ψιλοκαλατζεύω = ψιθυρίζω
ψιλοκόκκια = λεπτοί κόκκοι σίτου
ψιλοκοπώ = ψιλοκόβω
ψιλοκόσκινον = πολύ πυκνό κόσκινο
ψιλοκούκκουτζον = καρπός με μικρό πυρήνα
ψιλοκόφτω = ψιλοκόβω
ψιλολογία = πολυπληθής όμιλος μικρών παιδιών
ψιλομμάτης = εκείνος που έχει μικρά μάτια
ψιλομύια = μικρή μύγα
ψιλοπλούμικον = ψιλά κοσμήματα κεντητά
ψιλοπούλλιν = μικρόσωμο πουλί
ψιλορέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιλορία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιλορράμματα = λεπτά νήματα
ψιλός = λεπτό, μικρό πράγμα, νόμισμα μικρής αξίας
ψιλοτραγωδώ = ψιλοτραγουδώ
ψιλοτρούλιν = νήμα συγκειμένον από λεπτά μονά νήματα
ψιλουρία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιλοχόρταρον = μικρό χόρτο
ψιλύνω = γίνομαι μικρός
ψιλωμένος = ελαφρός
ψιλωτός = λίγο λεπτός ή μικρός
ψινίζω = ψωνίζω
ψίνισμαν = ψωνίζω
ψιουχούδιν = ψίχουλο
ψιρολέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά
ψιτ = απευθύνεται σε γάτες
ψιχαλίζει = ψιχαλίζει
ψιχάλισμαν = ψιχάλισμα
ψιχίδι = ψίχουλα
ψιχοπιάνω = κάνω μικροδουλειά
ψίχος = μαλακός πυρήνας των αώρων δαμάσκηνων και κορόμηλων
ψιχούδιν = ψίχουλο
ψιψάκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων
ψιψίκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων
ψιψυρίζω = ψιθυρίζω
ψιψύρισμαν = ψιθυρίζω
ψόμα = ψέμα
ψομάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια
ψόπον = ψυχούλα
ψουμουδία = ψώνιο
ψουνίζω = ψωνίζω
ψουχούδιν = ψίχουλο
ψουψού(ν) = στη παιδική γλώσσα, οπωρικό
ψουψουρίζω = ψιθυρίζω
ψουψούρισμαν = ψιθύρισμα
ψοφάρης = καχεκτικός, δειλός, ψοφοδεής
ψόφεμαν = ψόφιο
ψοφεμάτιν = ψοφίμι
ψοφένω = ψοφώ
ψοφίδι = ψοφίμι
ψοφίζω = ψοφώ
ψοφισμός = ψόφος, θάνατος
ψόφος = ψόφος
ψοφώ = ψοφώ
ψοφωμός = θάνατος
ψυλλάζω = γεμίζομαι από ψύλλους
ψυλλέας = εκείνος που είναι γεμάτος με ψύλλους
ψυλλίζω = ξεψειρίζω, ξεψειρίζομαι
ψύλλος = ψύλλος
ψυλλοφτύσιν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα
ψυλλόχεσμαν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα
ψυχή = ψυχή
ψυχικόν = ψυχικό, ελεημοσύνη
ψυχοζάλωμαν = ζάλη που ακολουθεί μετά το πυρετό
ψυχοκόκκιν = σιτάρι για κόλλυβα
ψυχοκόριτζο = ψυχοκόρη, θετή κόρη
ψυχομάχεμα = ψυχορραγία
ψυχομαχώ = ψυχορραγώ
ψυχοπαίδι = ψυχοπαίδι, θετό παιδί
ψυχόπον = ψυχούλα
ψύχος = ελώδης πυρετός
ψυχοτόπιν = μέρος ελώδες, όπου προσβάλλεται κανείς από ελώδη πυρετό
ψυχού = το Σάββατο των ψυχών
ψύχω = στεγνώνω, παγώνω, εξατμίζομαι τελείως
ψύχωμαν = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό
ψυχώνω = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό
ψωμάβα = σύζυγος του ψωμά
ψωμάδικο = ψωμάδικο
ψωμάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια
ψωμάς = αρτοποιός
ψωματαρείος = ράφι όπου τοποθετούνται τα ψωμιά
ψωμί(ν) = ψωμί
ψωμίτζα = μικρό κομμάτι ψωμιού
ψωμοθρύμμιν = θρύμμα, μικρό κομμάτι ψωμιού
ψωμομάχαιρον = μαχαίρι με το οποίο κόβουν το ψωμί
ψωμοξύστρα = ξύστης της σκάφης ζυμώματος
ψωμόπον = ψωμάκι
ψωμοσάνιδον = ράφι ψωμιού
ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιού
ψωμοφάγας = ψωμοφάγος
ψωμοφάγειν = έδεσμα από ψίχα ζεστή διαποτισμένη με βούτυρο
ψωμοφούρνιν = φούρνος όπου ψήνεται το ψωμί
ψωμόφυλλον = πλατύ φύλλο χόρτου τοποθετημένο κάτω από άρτο που φουρνίζεται για να μην προσκολλάτε το πτύον του φουρνίσματος
ψωνίζω = ψωνίζω
ψώνισμαν = ψώνισμα
ψώνον = ψώνιο
ψώρα = ψώρα

Ω


ωβάζω = γεννώ αβγά, ωοτοκώ
ώβασμαν = ωοτοκία
ωβαστάριν = κοτέτσι
ωβαστικόν = κότα που γεννά πολλά αβγά
ωβάστρα = κότα που γεννά πολλά αβγά
ωβαταρία = κότα που γεννά πολλά αβγά
ωβγοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση
ωβέα = οσμή του αβγού
ωβόγαλαν = έδεσμα από γάλα και αβγά
ωβόκολος = εκείνος που έχει στρογγυλή βάση
ωβόν = αβγό
ωβόπον = αβγό
ωβόπ’λλον = αβγό
ωβοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση
ωβότζεπλον = κέλυφος αβγού
ωδίνα = συμφορά
ωλένα = αγκάλη
ώλλ(οι) = δηλώνει σχετλιασμό
ωμίν = ώμος
ωμίτζιν = ώμος
ωμοπλάτα = ωμοπλάτη, ράχη
ωμοπλάτιν = ωμοπλάτη, ράχη
ωμοπλατίτζιν = ώμος και η πλάτη
ωμοπλατοπάνιν = πανί χοντρό τοποθετούμενο πάνω στον ώμο και κουβαλάμε βάρος πάνω του
ώμος = ώμος
ωμός = ωμός
ωμόυπνος = άυπνος
ωμόφορον = το αρχιερατικό ωμοφόριο
ωμόχλον = το μόλις χλιαρό
ωνοπλάτιν = ωμοπλάτη
ώρα = ώρα
ώρα = κατά την ώρα
ωράζω = εποπτεύω, φυλάω, επιτηρώ τη βοσκή, προσέχω, παραμονεύω
ώρασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων
ωραστά = με προσοχή
ωργισμένος = κακός, οργισμένος, άτακτος, πανέξυπνος, τετραπέρατος
ωρίαγμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων
ωρίασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων
ώριμος = ώριμος
ώριος = ωραίος
ωρολογάς = ωρολογάς
ωρολόγιν = χρονομετρικό όργανο, βιβλίο εκκλησιαστικό που περιέχει της ακολουθίες των ωρών
ως = έως
ώσαμε = ίσαμε
ωσάν = όταν
ώσνα = έως ότου
ώσπου = ώσπου, αφού, εφόσον
ώστε = έως ότου
ωτί(ν) = αφτί
ωτόπον = αφτάκι
ωτοπονίον = ο πόνος του αφτιού
ώφ = δηλώνει σχετλιασμό, στενοχώρια, αδημονία κτλ.
ωφέλεια = όφελος, κέρδος
ωφελώ = ωφελώ
ωφλάεμαν = εκβάλλω σχετλιαστικά τον φθόγγο ώφ για αδημονία, στενοχώρια κτλ.
ώχ = δηλώνει ευχαρίστηση, επιδοκιμασία, ικανοποίηση κτλ.
ωχράζω = γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit