Новогреческий словарь



Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω
категории словаря: фрукты занятие, профессия

ν / 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49

ντοματίτσα


ντοματούλα


ντομπροσύνη


ντόμπρα


ντροπιαστικά


νυγματίζω


νυμφομανής


νυχτιάτικα


νωθρά


νωχελικά


νωχελικός


νεοπαγανισμός


νεοπαγανιστής


νεοπαγανιστικός


νεοπαγανίστρια


νυφοπάζαρο


νοικοκυρόπαιδο


νηπιάζω


ντελίριο


νομιμοποιούμαι


νευρόπονος


νεότερος


νεροπρίονο


ναυτοπρόσκοπος


νιάουρο


ντεμπραγιάζ


νεοφασισμός





переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве