|
исповедоваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедоваться? — ξεμολογιέμαι как с (ново)греческого переводится слово ξεμολογιέμαι? — исповедоваться — μελισσόχορτο — υφιστάμενος — καμπανιστός — φιλάδελφος — βαριοθυμιά — αναστέλλουσα — στυππίον — εμπυρευματικός — καϋμός — φθειασίδι — σταυρανθής — πρωτοθυμούμαι — φεουδαλισμός — σαβούρρα — αποκαλύπτω — γιγανταιώρημα — ελασματοποίηση — αφιλοξενία — πολυπόταμος — αυλάκι — σιγαροθήκη |
|||