|
η 1) род племя; 2) клика; === είναι κι' αυτός από τήν ίδια ~ ( — или, τής ίδιας ~ς)! он той же самой породы!, он того же поля ягода! #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово род племя? — φάρα как на (ново)греческом будет слово клика? — φάρα как с (ново)греческого переводится слово φάρα? — род племя, клика — πολύγωνος — πέτρα — ρατσίστρια — κωφαλαλία — αλληλόφιλος — κατάκοιτος — βερνιέρος — διαφθορέας — ανεξουσίαστος — τροφοδότης — λιμναίος — μειράκιο — δάδινος — τυμπανιστής — ζεστός — αρραβωνιαστικός — εξασφάλιση — γενναιόφρων — μαντζαφλάρι — πυορροϊκός — γλιφός |
|||