Новогреческий словарь
αποσπείρω
αποσπείρω
(αόρ. απόσπειρα)
закончить сев
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закончить сев
? —
αποσπείρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποσπείρω
? — закончить сев
#
(ново)греческий словарь
—
συστάς
—
αποτριχωτικός
—
ανακορώνω
—
αυτοσχεδιαστής
—
καταδέχομαι
—
νομισματοκοπείο
—
μισοτιμής
—
ξaμπελίζω
—
τριώνυμο
—
καρώτο
—
αμαρτία
—
κοσμοπλημμύρα
—
άξονας
—
προαγοραστής
—
δρυμός
—
ελαιοδεκάτη
—
πολυμορφικό
—
αποτρέπω
—
αισθαντικά
—
αγγελτήριο
—
χρυσικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве