Новогреческий словарь
παυσίπονος
παυσίπον|ος
болеутоляющий, смягчающий боль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болеутоляющий
? —
παυσίπονος
как на
(ново)греческом
будет слово
смягчающий боль
? —
παυσίπονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παυσίπονος
? — болеутоляющий, смягчающий боль
#
(ново)греческий словарь
—
διοπτρία
—
σπερματόφυλλο
—
γαβαθιάρισσα
—
υδρομάλαξη
—
στράβωμα
—
διαταράζω
—
αναπόκτητος
—
τετράπατος
—
μουζικάντης
—
αγριοστάφυλο
—
παραληρηματικώς
—
φωνογραφικός
—
ελαφρόκαρδος
—
αποχωρώ
—
πολεμικότητα
—
αεροφίλημα
—
μεταμφιεσμένος
—
ιδρωτοποιός
—
επιστράτευση
—
πετροκόπος
—
κεραυνοβόλία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве