|
παρατ. от κείμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκείμην? — — διαστάλαξις — σούτ — βουτρόφος — αρμεξιά — υπερίπταμαι — δισεξάδέλφη — ανεπιείκεια — φόδρα — σαπρότητα — φούσκωμα — γονυκλινής — αυτοκινητόδρομος — Κυπριώτισσα — λυσσιατρείο — υπερκορεννύω — χώμος — εριον — παγετός — βουρλίζομαι — επιορκώ — απολεπίζω |
|||