|
η мед. поллюция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поллюция? — ονείρωξη как с (ново)греческого переводится слово ονείρωξη? — поллюция — πάπια — ακαρύκευτος — τερατοειδής — αντιφατικός — διάφανος — μπράβος — φουριόζος — μπαγκέτα — καγκελλόπορτα — ακανάκευτος — δεματίζω — επικαλυπτικός — διαστραμμένος — αδήμευτος — κόθρο — αλαφροκέφαλος — αραμπατζής — επιδέξια — ευωδιασμένος — ξιδρώνω — μεγαλοκτηματίας |
|||