Новогреческий словарь
συμβολαιογραφικός
συμβολαιογραφικός
нотариальный
;
~ή πράξη — нотариальный акт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нотариальный
? —
συμβολαιογραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμβολαιογραφικός
? — нотариальный
#
(ново)греческий словарь
—
εσχάρωση
—
επτασύλλαβος
—
εξερχόμενος
—
επιβάρυνση
—
μαζάλισμα
—
αμλετικός
—
συσσωρευτής
—
διαιρέσιμος
—
μορφινομανής
—
εφεκτικότητα
—
εναίσιμος
—
προσάπτω
—
κορομηλιά
—
ξυλάς
—
ανασυσταίνω
—
βάφτιση
—
χοντροφτιαγμένος
—
αροτριώ
—
υδρομάστευση
—
γλυκομιλώ
—
λελούδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве