|
η мед. лейкодермия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейкодермия? — λευκοδερμία как с (ново)греческого переводится слово λευκοδερμία? — лейкодермия — φυγόμαχος — κακοΰφαντος — αποτηγανίζω — σήμερα — γαϊδουριάρισσα — προεσπερίδα — ιρλανδικός — υδατογραφία — αποχτενίζω — οππορτουνιστής — μακαριά — ποδίτσα — φίλτατος — σελλοποιός — δια- — αμακαδόρικος — πυραμιδοειδής — θησαύρισμα — οκτακόσια — ζωοφιλία — αηδονόφωνος |
|||