Новогреческий словарь
λύρα
λύρα
η 1) муз.
лира
;
2) (Л.) астр.
Лира
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лира
? —
λύρα
как на
(ново)греческом
будет слово
Лира
? —
λύρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
λύρα
? — лира, Лира
#
(ново)греческий словарь
—
αυτογενής
—
βυσματώνω
—
επιλεκτικότητα
—
βάβω
—
αριφνησιά
—
έφελξη
—
ολιγάρκεια
—
ξυλόπροκα
—
δίπρακτος
—
ακρόθεν
—
αεροδίνητος
—
κόλλημα
—
ευάρεστος
—
τρυφηλώς
—
αιμοπλαστικός
—
ευθύνω
—
χρησιμοθήρας
—
σωβινίστρια
—
συννεφόκαψη
—
ών
—
μισοσκόταδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω