|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Δώρα? — — αναβαπτίζω — συνοδευτικός — επισανίδωση — αποπεραίωση — σκοτίζω — αποσιωπητικά — ασυνάφεια — γκούσα — παραδοσιαρχία — αποδυναμωτικά — συμπεφωνημένα — λιμενίζω — απόμωρος — κάστρο — καλορίζικα — ανεγοριά — φρέσκος — ασφουγγάριστος — πιστάκη — διάσταση — δίψυχος |
|||