|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Δώρα? — — φωνοσπασμία — μπεκρολογάω — άνδρας — βαναυσουργός — λέμβων — αποστέρηση — επιβοήθησις — καταξοδιάζομαι — πτωκάς — πτηνοτρόφος — στρογγυλός — λοιμική — βαμβακέλαιο — απανωβαλμένος — εργοδοτικός — γρετίδικος — ελασματοποιώ — κοντός — δίμηνο — αλάκερος — λιθοθραύστης |
|||