Новогреческий словарь
κρίσιμος
κρίσιμ|ος
критический
;
~η κατάσταση — критическое положение
;
~η ηλικία (στιγμή) — критический возраст (момент)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
критический
? —
κρίσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρίσιμος
? — критический
#
(ново)греческий словарь
—
ξέφτισμα
—
άσειστος
—
καταπίστομα
—
έως
—
κοντραμπάντο
—
αλλαντοειδής
—
νυχτοπαρωρίτρα
—
ζωοπανήγυρη
—
ωογένεση
—
γλυκανάλατος
—
σελιδοποιός
—
φυραίνω
—
σανιδένιος
—
επιγλωττίδα
—
μποξάς
—
διαφιλονικούμενος
—
δρυοδεψία
—
νυχτικό
—
ρήγμα
—
βολικός
—
τροχάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве