Новогреческий словарь
εθίζω
εθίζω
(αόρ. είθισα)
приучать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приучать
? —
εθίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εθίζω
? — приучать
#
(ново)греческий словарь
—
λευκός
—
θεσμοθεσία
—
πλυντικός
—
χιονοδρονία
—
βέβαια
—
μαύρη
—
ασβεστοποίηση
—
μεροκαματιάρισσα
—
ακούρντιστος
—
χωματίδα
—
ηλεκτρονική
—
εννεαπλάσιος
—
τηκτός
—
παραπλήρωμα
—
λευκοφρουρός
—
ελαχιστότητα
—
απάντικρυ
—
ξαντήριο
—
φαιάνθραξ
—
πολυγαλακτία
—
εισβολή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве