Новогреческий словарь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δυσκίνητος
—
κινητό
—
ενδεκαπλούς
—
εγκύπτω
—
λιθογλυπτική
—
μακροσκοινίζω
—
ψυχολογία
—
ακράτητα
—
ελικοπτεροφόρο
—
ένεμα
—
συμμορίτικός
—
αλλοτριώσιμος
—
αμφισβητώ
—
μηριαίος
—
ανεκδιήγητος
—
αποκοσκινίζω
—
καθηγήτρια
—
αψυχοπόνια
—
ανέντιμος
—
απροετοίμαστος
—
φτέρνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве