|
с трудом проглатываемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом проглатываемый? — δυσκατάποτος как с (ново)греческого переводится слово δυσκατάποτος? — с трудом проглатываемый — καφεΐνη — γραμμάριο — βαγονέττο — κατάκλιτο — δίλεφτος — διέκπλους — αιδοιολειχία — σφιχτοχεριά — σγουρός — αδίκιωτος — άγουρος — φανίζομαι — βαφτιστικιά — πρωτόπαθος — υλικοτεχνικός — ερυθροβαφής — βλαχιά — άσυρτος — αντισπαθισμός — αίσθημα — συγχρονοσκόπιο |
|||