Новогреческий словарь
μυροποιός
μυροποιός
ο, η
парфюмер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
парфюмер
? —
μυροποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυροποιός
? — парфюмер
#
(ново)греческий словарь
—
τραπεζώνω
—
ακαλόπιαστος
—
αλεξαντρινός
—
αδρίζω
—
αστός
—
τρελέγκω
—
πολυύμνητος
—
αμάγευτος
—
προεδρείο
—
ασφυχτικός
—
μινυρισμός
—
μπιστός
—
κραδασμός
—
ακονόπετρα
—
αποδέλοιπος
—
ακουστός
—
γιαγλίδικος
—
παρακινητικός
—
ηχόχρωμα
—
φιλιππικός
—
τυλιγμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве