|
распятый #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταυρωμένος? — — αδιβόλητος — ανιώ — εθνοστρατιά — βώλαξ — ακονόλιθος — κοσμέω-κοσμώ — επιδετικός — εποχή — κουτσομπόλης — ετσιθελικά — βετούλη — κεραμιδαριό — μπινελίκι — πατριώτης — ανασύνθεση — Ρωμιός — πανταλόνα — καταβαλλόμενος — δοθείς — λαιμά — αυτομαγνήτισμός |
|||