|
прям., перен. лихорадочный; ~ προπαρασκευή (или προετοιμασία) — лихорадочная подготовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лихорадочный? — πυρετώδικος как с (ново)греческого переводится слово πυρετώδικος? — лихорадочный — υδροπρίων — ανύσταχτος — κοντοβράκι — τίτθη — όμβριος — προκαταρτίζω — αρνησίχριστος — τεχνοκρίτης — σαλάμι — ιουλιανός — φτυαράκι — θεώρημα — ακολλάριστος — θείτσα — ξεβλασταρώνω — μετονομάζω — δίφανα — ασούβλιστα — ρυτιδώνομαι — αναμερισμένος — δεσπόζουσα |
|||