|
η спорт. нагрудник (у фехтовальщиков) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагрудник? — σπολάδα как с (ново)греческого переводится слово σπολάδα? — нагрудник — ρουσφετολόγος — οροπληροφορικός — ένθρονος — ετερόγαμος — νεραϊδόπαρμα — ασυλλογισία — βαφτιστικιά — λιγομίλητος — εκλαμπρύνω — σπεκουλάρισμα — γέψη — ματοτσίνορο — αποκλεισμένος — ξυλόγατα — γαΐτα — ποθώ — μισότρελος — υδροφιλικός — σκαλίζω — λιανικίός — τεφρόχρούς |
|||