Новогреческий словарь
επακολούθηση
επακολούθηση
η 1)
продолжение
(действие);
2) см. επακολούθημα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
продолжение
? —
επακολούθηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επακολούθηση
? — продолжение
#
(ново)греческий словарь
—
διαβατάρης
—
διάρρηξη
—
ναυτοδίκης
—
χορεύτρα
—
ενορχήστρωση
—
αστρίτης
—
ωσμόμετρο
—
πορσελλάνη
—
λειβάδι
—
λογιωτάτη
—
επόθην
—
τσάτρα-πάτρα
—
δασικός
—
καμαριέρης
—
αρνήσιος
—
μακαρόνι
—
αγοραφοβικός
—
πενταμελής
—
μυριολόγι
—
ανθελμιντικός
—
ταλαντώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве