|
ο 1) подойник; 2) период лактации овец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подойник? — αμουργός как на (ново)греческом будет слово период лактации овец? — αμουργός как с (ново)греческого переводится слово αμουργός? — подойник, период лактации овец — κρύπτομαι — επιδειξιμανία — ανεκφόρτωτος — πετρελαιοθήκη — γαλακτίζω — αποτείνομαι — πεισματάρικος — εξωτερικεύω — μόρικος — αλκοολισμός — αποκαλύπτω — μαυραγορά — δίμιτος — λυχνίον — κομουνιστικός — ενσάρκωση — ατζαμωσύνη — ρινίτις — καταδιώκουσα — αυτοκατασικασμένος — κατώτερα |
|||