|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιεσμένος? — — αργοψήνω — ιστοριοδίφις — εκλειγμα — παράθυρο — αφεύγατο — ελαφρόποινος — μπελλαντόνα — πούρο — επιτίμηση — αποθέωση — μερεύω — υποκαθίσταμαι — ευαρεστούμαι — δημοσίευμα — ξεκουράζομαι — προσπίπτω — κερματισμός — προσεδαφίζομαι — παιωνία — ονειροπλασμένος — αποσυμπλέκω |
|||