Новогреческий словарь
ενδοσκόπιο
ενδοσκόπιο
το мед.
эндоскоп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эндоскоп
? —
ενδοσκόπιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδοσκόπιο
? — эндоскоп
#
(ново)греческий словарь
—
αφορίζω
—
αποικιακός
—
δεκάδιπλος
—
πρωτόβολτος
—
χωροσταθμητής
—
χιλιετής
—
ροΐ
—
εξήνεγκον
—
υπόλοιπος
—
ψευδαισθησία
—
φωτοταχυμέτρηση
—
κεφαλάκι
—
αιώνια
—
γαμψώνυξ
—
αμετάκλητος
—
καθαρός
—
ιαμβοποιός
—
εθιστικός
—
ενενηκονταετής
—
άμε
—
διαπράττω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве