Новогреческий словарь
παρασιτικός
παρασιτικός
паразитический
;
~ βίος — паразитический образ жизни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
паразитический
? —
παρασιτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρασιτικός
? — паразитический
#
(ново)греческий словарь
—
ομοιόχρωμος
—
μοσχοκαρύα
—
οινοβάρελλο
—
ανύσταγος
—
μικροχειρουργική
—
τοιχογραφία
—
προεσκεμμένος
—
ψυχρότητα
—
άχτιστος
—
υπεραφθονώ
—
σουμάδα
—
ανταυγάζω
—
κατάνυξη
—
αντιβαλλόμενον
—
σερβιτόρα
—
βοϊδινός
—
πεινάλας
—
κουτάλα
—
αλκαλοειδές
—
ποστομανία
—
λιγώτερο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве