|
ο мед. торакопластика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торакопластика? — θωρακοπλαστική как с (ново)греческого переводится слово θωρακοπλαστική? — торакопластика — νοσσίδα — ραδιοσκηνοθεσία — ακόλουθος — έγερση — τρεμουλιαχτός — βαλτότοπος — κούνουπας — ψυχοθεραπεία — μυωξός — οικονομώ — ακαρίαση — ψέλλισμα — παβιόνι — δακτυλόδεικτούμενος — παράγωγο — σιφούνι — ανακλητήριος — τορός — πενιχρότητα — παρόρμηση — ορεξάτος |
|||