|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτροδοτώ? — — σύσφιγξη — αξονομετρικός — ενεχυροδανειστής — βότσαλο — συγχυσμένος — εορταστής — βλαστικός — μακροημερεύω — λύτρια — ξεμουδιάζω — ορυκτό — αξιοσημείωτος — φοδράρισμα — προετοιμάζω — ωτοπλασία — ολοκάθαρος — γλυκαναβρύζω — κατώφλια — βλίτα — αναδημιουργικός — μισθολόγηση |
|||