Новогреческий словарь
περιβραχιόνιο
περιβραχιόνιο
το 1)
повязка
(нарукавная);
2)
браслет
(носимый выше локтя)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
повязка
? —
περιβραχιόνιο
как на
(ново)греческом
будет слово
браслет
? —
περιβραχιόνιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιβραχιόνιο
? — повязка, браслет
#
(ново)греческий словарь
—
εξαχρειωμένος
—
εκάτερος
—
ασβέστη
—
μοχαιροπήρουνο
—
παρασιτισμός
—
χυμοποίηση
—
γεροπαραξενιά
—
μελόδραμα
—
ευεπηρέαστος
—
ναυτόκομπος
—
καραμπίνα
—
αρμεχτάρα
—
συζητητής
—
πατατάκι
—
απέκκριση
—
πεντάφωτος
—
χονδρική
—
καταδεχτικότητα
—
εφελκίδωσις
—
βαναυσούργία
—
εκπωματιστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве