|
рикошетный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рикошетный? — εποστρακιστικός как с (ново)греческого переводится слово εποστρακιστικός? — рикошетный — συζητητικά — αδραχτάκι — σακχαρούχος — ψαρός — κόκ — άκων — δελφινάριο — κατήφεια — στάθηκα — ξέκληρος — υποκρίνομαι — αλλοτριότητα — στρατολογώ — δυσάρεστος — διάπραξη — καθάρσιο — αξανέμιστος — αναδιοργανωμένος — προτομή — γύφτικα — σελήνη |
|||