Новогреческий словарь
πανιερότητα
πανιερότητα
η церк. :
η αύτού ~ — его преосвященство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανιερότητα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χατιράκι
—
ελβετίδα
—
ιχθυόσκαλα
—
σπυρωτός
—
κηδεμόνας
—
ρουλέττα
—
τυρεμπόριο
—
συνάχι
—
λεμφογραφία
—
μασέλλα
—
δυσδιόρθωτος
—
ανύχι
—
χαλκοτυπικός
—
μανκάρω
—
μπουζού
—
ετυμολόγημα
—
καλαθιά
—
απροστάτευτος
—
εμποροκαπετάνιος
—
τρύξ
—
συνασπιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве