|
счастливый, удачливый (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово счастливый? — καλόμοιρος как на (ново)греческом будет слово удачливый? — καλόμοιρος как с (ново)греческого переводится слово καλόμοιρος? — счастливый, удачливый — κακοστόμαχος — οκαρίνα — ψηκτροποιείο — πάρωρα — μαργελλώνω — επαλλάσσων — αμετασκεύαστος — διπλωτικός — Χιλιανή — προσεπικαλούμαι — νεύση — διαδοσίας — αναρρωνύω — έγκληση — πολιτεία — δασοπονία — ενεργειοκρατία — γκιζερίζω — μειονότητα — ματαγυρίζω — εθνολάτρης |
|||