|
редко капающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово редко капающий? — αριοστάλαχτος как с (ново)греческого переводится слово αριοστάλαχτος? — редко капающий — ευαρέστηση — καλλιτεχνικός — καλαμένιος — μυρτιά — καταθέλγω — ψήλος — σαπισμένος — μαννάρι — επινόηση — κερατιάτικα — συνεχής — σμηναγός — αναδιοργάνωση — γλαυκότητα — ανημπορεύω — φεγγαροβραδιά — επιτροπεύσιμος — λουτράρης — όργωμα — φέλλιασμα — ανταγορεύω |
|||