|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρκουδοπούρναρο? — — αστροφεγγιά — ελεκτικότητα — βώτσος — ασπρόκωλος — κατοικήσιμος — σίφων — ανακατακτώ — μελισσοβούϊσμα — βαμβακένιος — ασωτία — σκουλαμέντο — συστηματοποιημένος — χαϊδολογάω — κανατάδικο — σακχαρούχος — μοσχοπέπονο — παγετώνας — συστατικό — απομονούμαι — προστιμάρω — δικαιοδόχος |
|||