Новогреческий словарь
τροχιοδεικτικός
τροχιοδεικτικός
воен.
трассирующий
;
~ή σφαίρα — трассирующая пуля
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трассирующий
? —
τροχιοδεικτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τροχιοδεικτικός
? — трассирующий
#
(ново)греческий словарь
—
Σουλτάνα
—
ασυμπτωτικός
—
δάγκαμα
—
εόρτιος
—
μικροκλιματολογία
—
διδαχτικός
—
αδρασκελάω
—
φάντης
—
κατρακυλώ
—
αργυρώνω
—
αιματουρία
—
δύσμορφος
—
νταουλιέρης
—
αρχοντοχωριάτισσα
—
απόνοχτος
—
δεντροφίδα
—
αντικειμενικός
—
επιδέτης
—
ξαναγεννιούμαι
—
νοστιμίζω
—
αερόπλοιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве