Новогреческий словарь
κοσμητικόν
κοσμητικόν
το
косметическое средство, косметика
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
косметическое средство
? —
κοσμητικόν
как на
(ново)греческом
будет слово
косметика
? —
κοσμητικόν
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοσμητικόν
? — косметическое средство, косметика
#
(ново)греческий словарь
—
διαπύηση
—
κόθορνος
—
αγροληπτικός
—
ταχύπορος
—
κοχλίωση
—
ειδησεογράφος
—
συκολόγος
—
εξαμαρτάνω
—
ανεμουρίζομαι
—
δεισιδαίμων
—
ορθοπαιδική
—
υφαντουργός
—
παρασημοφορώ
—
καλοχρονίζω
—
φωνασκία
—
λογοτεχνία
—
ατσιγάριστος
—
ενδόμυχος
—
ανθρακωρυχία
—
βότσαλο
—
αραθυμιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω