|
ο исследователь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исследователь? — διερευνητής как с (ново)греческого переводится слово διερευνητής? — исследователь — σιγαροποιός — φαλαγγάρχης — ανενεργοποιώ — μαριονέττα — εκγερμανισμός — κατάρρους — σχοινοσύντροφος — πεδικλώνομαι — μολοσσός — ξεκάθισμα — ληστοκρατούμαι — μάνιωμα — μοιράζω — αβολεσιά — πλίνθωμα — αντιστήριξη — μαυρογένης — περικόχλιο — ακαταμέριστος — ζωγραφικά — υποβλάστη |
|||