Новогреческий словарь
δασκαλούδι
δασκαλούδι
το 1)
молодой учитель
;
2)
ученик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молодой учитель
? —
δασκαλούδι
как на
(ново)греческом
будет слово
ученик
? —
δασκαλούδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δασκαλούδι
? — молодой учитель, ученик
#
(ново)греческий словарь
—
ωφελιμαρχία
—
εμπειροτέχνης
—
επίσταξις
—
σπουδαία
—
πλινθοκεραμοποείο
—
ικανοποιώ
—
ανειλικρίνεια
—
απλανής
—
ειδεμή
—
ηλιόχαρος
—
σκέπασμα
—
φουμαδόρα
—
διαμαρτυρόμενος
—
φτεροπετώ
—
έπαινος
—
ενθουσιώδης
—
γειτνίαση
—
ευσεβής
—
μπισκότο
—
καταδεικτικός
—
παντρειά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве