Новогреческий словарь
δεσμώτηριον
δεσμώτηριον
το 1) уст.
тюрьма
;
2) воен.
гауптвахта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тюрьма
? —
δεσμώτηριον
как на
(ново)греческом
будет слово
гауптвахта
? —
δεσμώτηριον
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεσμώτηριον
? — тюрьма, гауптвахта
#
(ново)греческий словарь
—
κριάς
—
απολείπω
—
ξυλόσομπα
—
αριστερός
—
τάζω
—
ακάμπιαστος
—
αλυτάρχης
—
προγραμματίζω
—
τράνζιτο
—
ξεκοτσάρισμα
—
ζαλιγγώνομαι
—
υδροβιολογία
—
οκταπλάσιος
—
καταρρέω
—
κρούση
—
χορταστικός
—
διαβολόσπαρμα
—
ακαταλληλότητα
—
γραφειοκράτης
—
ασπροκίτρινος
—
αλλήλως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве