Новогреческий словарь
ταινιοειδής
ταινιοειδ|ής
ленточный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ленточный
? —
ταινιοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταινιοειδής
? — ленточный
#
(ново)греческий словарь
—
καμένος
—
κλητήρας
—
ραβέντι
—
αλλοθεν
—
περίτρανος
—
ακερος
—
εδικός
—
λεκιάζομαι
—
προκλητικός
—
ανανταπάντητος
—
σέντ
—
αξάπλωτος
—
δεκαεφτάχρονος
—
επιτρέπω
—
ειδησεολογικός
—
κλητική
—
σιτάρκεια
—
παράσιτος
—
υπερθετικά
—
αβδελλώνω
—
αδιαλάλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве