Новогреческий словарь
ταυτολογικός
ταυτολογικός
тавтологический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тавтологический
? —
ταυτολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταυτολογικός
? — тавтологический
#
(ново)греческий словарь
—
πισώκωλα
—
ψηφιδωτό
—
προστυχών
—
εξανθρακωτικός
—
ψέμμα
—
μαγειρικός
—
τουριστικός
—
καπνοθάλαμος
—
ζομωτικό
—
ασπρίλα
—
μερομήνια
—
πρόστηση
—
αρωγός
—
υδραργύρωση
—
ανευρίσκω
—
καμπανίτης
—
συγκεκριμενοποίηση
—
ανακατατάσσομαι
—
φράγμα
—
οποσηδήποτε
—
ασφυκτικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве