Новогреческий словарь
ναυπηγοεπισκευαστικός
ναυπηγοεπισκευαστικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναυπηγοεπισκευαστικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εναλλακτήρας
—
αναριεύω
—
ανάστροφα
—
Ουκρανία
—
Ιλλυρός
—
υπονομεύω
—
τουαλετταρίζομαι
—
πανηγυρτζίδικος
—
κρυόπλασμα
—
προσανατολίζω
—
έπαθα
—
χειρότερο
—
ανακαινισμός
—
σκυρόστρωση
—
συντυχάννω
—
ροπαλάκι
—
φιλούρα
—
αντιουδαϊσμός
—
αλογινός
—
συβάζομαι
—
μεθυλικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве