Новогреческий словарь
επεμβαίνω
επεμβαίνω
(αόρ. επενέβην)
вмешиваться
;
μην ~εις — [phrase]не вмешивайся[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вмешиваться
? —
επεμβαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επεμβαίνω
? — вмешиваться
#
(ново)греческий словарь
—
εξάρτιση
—
περίσταση
—
ειρωνικά
—
ναυαγιαιρία
—
πρεσβεία
—
αυλακοχαράκτης
—
λαμπαδηφορώ
—
αρτιθανής
—
νομάτισμα
—
αγκιστρώδης
—
μαργιόλεμα
—
ευμεγέθης
—
αγροκήπιο
—
ξυλίνη
—
ζερβά
—
αυλίζω
—
ευκολομίλητος
—
αντιμεταρρυθμίστρια
—
εξαφριστής
—
δημοτικίστρια
—
επίχυση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве