|
мерцать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мерцать? — τρεμολάμπω как с (ново)греческого переводится слово τρεμολάμπω? — мерцать — αιματόχρους — αδεξιότητα — αναλειώνω — ανάλογο — καπιτάλα — λιάσιμο — ροντώ — αποχρωματίζομαι — γυναικοθηρεία — υποδηματοεπιδνορθωτήριο — πρωτότυπο — ονοχοκόπτης — γοφάρι — υποφορά — άποκολοκύνθωση — βαργεστίζω — απογεματινός — βρογχίδιο — μεγαλοπραγμοσύνη — αίτιος — καυχησιολογώ |
|||