Новогреческий словарь
εκκωφαίνω
εκκωφαίνω
(αόρ. εξεκώφανα)
оглушать, глушить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оглушать
? —
εκκωφαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
глушить
? —
εκκωφαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκωφαίνω
? — оглушать, глушить
#
(ново)греческий словарь
—
τριχοφυία
—
ξένα
—
τρίκροτος
—
μελοδραματοποιώ
—
σκαριφίζω
—
τυφογέροντας
—
γληνός
—
βατίδα
—
αντιτορπιλλικός
—
γλυκανθής
—
συρρικνώνομαι
—
χολεριώ
—
διπλόκωπος
—
μετέρχομαι
—
οσάκις
—
αριστούργημα
—
πολυκύτταρος
—
κατακόβω
—
αναγνωρισμός
—
σολομωνική
—
σκαταδίωκτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве