|
пилить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пилить? — πριονίζω как с (ново)греческого переводится слово πριονίζω? — пилить — εκατοντάβαθμος — απόπαχνο — ανεπαίσχυντα — μεσολαβητικός — βρωμογύναικα — θήρευμα — χείριστος — επισημαίνω — περιήλιος — καλλίγραμμος — μικροβιολογικός — αρχιστρατηγία — χαρτοποιείο — ηλεκτροφόρος — χάλκευση — διάκορος — παλαβός — άθελα — δακτυλιοποιός — αποικισμός — μπλογκόσφαιρα |
|||